Δύο ηθοποιοί-πρωταγωνιστές σε δύο παραστάσεις που επαναλαμβάνονται λόγω της μεγάλης επιτυχίας τους
Μαρίκα Κοτοπούλη. H ιστορία ενός παθιασμένου έρωτα
Θα 'θελα να 'μουν άνδρας και να κάνω όργια
Η ιστορία του παθιασμένου έρωτα ανάμεσα στην ηθοποιό Μαρίκα Κοτοπούλη και τον ιδεολόγο διπλωμάτη Ίωνα Δραγούμη.
Υπάρχει μια γυναίκα, η Μαρίκα Κοτοπούλη, μια Ελληνίδα, που η μοίρα την άφησε να νιώσει το Απόλυτο. Δεν μπορούσε να συμβεί αλλιώς, γιατί αυτή η γυναίκα ήταν καμωμένη από «πυρωμένο σίδερο», ήταν «γάτα μαζί και πουλί». Γιατί ήταν «έμορφη και σπάνια, σαν όλες τις πολύ ευγενικές και άρρωστες ψυχές που ο πλούτος και η δύναμή τους είναι πιο δυνατά από την υγεία», και «το σώμα της σαν άγαλμα χαλκένιο» και «το στόμα της πικρό απ’ όλα τα φαρμάκια της ζωής, που δεν τη χάλασαν».
Γιατί αυτή η γυναίκα έλεγε, «θέλω το ενδιαφέρον μου για τα πράγματα και τους ανθρώπους να μη βαστά περισσότερο από τις στιγμές ή τις ώρες που είναι μπροστά μου και τα βλέπω. Την πέτρα αυτήν όσο την πατώ να τη θυμούνται, έπειτα όχι». Γιατί διέταζε, «διψάω. Φέρε μου το πηγάδι πιο κοντά». Γιατί ήξερε να ερωτεύεται και σαν άντρας αφού είχε αγαπήσει και μια γυναίκα στη ζωή της.
Έλεγε, «όταν βλέπω γυναίκες όμορφες, και αν αγαπώ κανέναν, από περηφάνια παύω να τον αγαπώ γιατί συλλογίζομαι πως κι εκείνος δεν μπορεί να μην τα έχει χαμένα με την ομορφιά τους. Θα ΄θελα να ‘μουν άνδρας και να κάνω όργια. Να χαίρομαι τις γυναίκες, κι αν επιθυμούσα μια, θα την έκανα αμέσως δική μου κι ύστερα θα την άφηνα». Και ψιθύριζε στ΄ αυτί του άνδρα που λάτρευε, «κι αν ήμουν άνδρας πάλι θα σ’ αγαπούσα, δεν είναι άσχημο ν’ αγαπιούνται δύο άνδρες μεταξύ τους. Τίποτα δεν είναι βρώμικο που είναι ωραίο».
Αυτή η ωραία μικρόσωμη γυναίκα είδε εκείνον που θα της χάριζε το Απόλυτο να μπαίνει την Άνοιξη του 1909 στο καμαρίνι της, σ’ ένα θέατρο της Πόλης, στο διάλειμμα της πρώτης πράξης. Συνοδευόταν από δύο φίλους του που μιλούσαν ακατάπαυστα ενώ αυτός καθισμένος παράμερα την παρατηρούσε. Αυτός ήταν τριάντα ενός χρόνων. Αυτή μόλις είκοσι δύο. «Είμαι ο Ίωνας Δραγούμης», της συστήθηκε και η χειραψία τους έγινε αγκαλιά, πάθος και πόνος, κατακραυγή.
Αυτός ήταν γόνος μιας από τις καλύτερες οικογένειες της Αθήνας, ακόλουθος του υπουργείου των Εξωτερικών και στο κοντινό μέλλον θύτης και θύμα της πολιτικής ιστορίας της Ελλάδας. «Σου τάραξα τη ζωή σου», θα του πει ύστερα. Εκείνη ήταν μόνο μια θεατρίνα, αλλά ήδη, για τα μέτρα της εποχής, διάσημη. Είδε «έναν άνδρα λιγνό, στεγνό και κάπως αυστηρό. Σοβαρό και σεμνό μαζί». Εκείνος είδε μια γυναίκα «που κάποτε μοιάζει με αγόρι, προπάντων όταν χτενίζει τα μαλλιά της και τα φτιάχνει κολλητά στο κεφαλάκι της. Και η φωνή της είναι αγορίστικη».
Έζησαν την αρχή του έρωτά τους στους δρόμους και στα δωμάτια της Πόλης. Εκείνος θα εξομολογηθεί: «Τη φίλησα στο στόμα και μου είπε, “έλα πάλι, θέλω να δω κάτι”, την ξαναφίλησα και τι ρώτησα τι ήθελε να δει. “Μ’ αρέσει η ζέστη που βγαίνει από το στόμα σου”, μου εξήγησε». Η σχέση τους, παθιασμένη, καταγράφηκε στα ημερολόγιά του. Πίσω από τις εξομολογήσεις του υπάρχει η Ελλάδα που ζει μερικές από τις δραματικότερες στιγμές της.
Εκείνος, αν και φανατικός ιδεολόγος, εκείνη αν και παθιασμένη πρωταγωνίστρια, ζουν κυρίως για να είναι ερωτευμένος ο ένας με τον άλλο. Μέχρι τις 31 Ιουλίου (13 Αυγούστου με το σημερινό ημερολόγιο) του 1920, την ημέρα που τον εκτέλεσαν ως εμπλεκόμενο στην απόπειρα δολοφονίας του Βενιζέλου, οι σελίδες των ημερολογίων παίρνουν φωτιά από τα επεισόδια των εραστών. Εκείνη έχει κι άλλον αγαπημένο, «τον επίσημο εραστή» καθώς γράφει. Όμως, κι αν ζηλεύει συνεχίζει να την ερωτεύεται.
Στα έντεκα χρόνια της ιστορίας τους θα θελήσουν να παντρευτούν, μα δε θα το κάνουν. Θα τη σώσει από τη μορφίνη, θα τη χτυπήσει, θα τον βρίσει, θα κλάψει γι’ αυτήν, θα αρνηθεί την καριέρα της γι’ αυτόν, θα «προπηλακιστούν», εκείνος θα εξοριστεί, εκείνη θα τον περιμένει, θα ζήσουν στιγμές και καταστάσεις που πολλά από τα μυθιστορήματα θα ζηλέψουν.
Υπεύθυνος της εκτέλεσης-δολοφονίας του λέγεται πως ήταν ο ένθερμος υποστηριχτής του Βενιζέλου και πατέρας της πρώην αγαπημένης του Δραγούμη, Πηνελόπης Δέλτα, ο Εμμανουήλ Μπενάκης. Εκείνη όταν έμαθε το θάνατό του, «Αφήνει έρημους τας Αθήνας, την πόλιν των μεγάλων και μοναδικών θριάμβων της, απορφανίζει την Ελλάδα από την επίδειξιν της υψυλής τέχνης της, μεταβαίνουσα εις Αίγυπτον…», όπως έγραψε ένα περιοδικό της εποχής.
Γεννήθηκε πάνω στα σανίδια της σκηνής ενός θεάτρου, αφού οι ωδίνες του τοκετού της πρωταγωνίστριας και μάνας της, Ελένης Σιλιβάκου, διέκοψαν την παράσταση του έργου «Οι Μυλωνάδες» στο θέατρο Ευτέρπη, προκειμένου να μεταφερθεί ετοιμόγεννη στο σπίτι. Λίγες ώρες αργότερα, στο σπίτι της, στην οδό Γιατράκου 10 στο Μεταξουργείο, ο πατέρας του κοριτσιού έγραφε πίσω από το εικόνισμα της Παναγίας: «Σήμερα, 3 Μαΐου 1887, γεννήθηκε η Μαρίκα μας».
Δύο χρόνια μετά, το μικρό κορίτσι θα πει την πρώτη λέξη πάνω στη σκηνή: «Μάκβεφ». Ακούστηκε σαν πυροβολισμός στην αφετηρία της καριέρας της που το τέρμα της σχεδόν έφτασε ως το τέρμα της ζωής της, στις 11 Σεπτεμβρίου 1954. Ρόλοι, ρόλοι, ρόλοι. Συνέχεια θέατρο και λίγο κινηματογράφος.
Στις σελίδες των εφημερίδων δίπλα στα μεγάλα και σημαντικά γεγονότα που ζει η Ελλάδα (πόλεμοι, σεισμοί, προσαρτήσεις, Μικρασιατική Καταστροφή, στρατιωτικά κινήματα, δολοφονίες πολιτικών προσώπων), πάντοτε υπήρχε χώρος για τις παραστάσεις που πρωταγωνιστούσε. Σ’ όλη της την καριέρα προκαλούσε συνωστισμό θαυμαστών που της άφηναν δώρα και της υπόσχονταν αγάπη. Ερωτευόταν ανθρώπους από το θέατρο αλλά και άλλους.
Οι κριτικοί την πολεμούσαν, αλλά κυρίως της έγραφαν διθυραμβικές κριτικές. Η κόντρα της με την άλλη πρωταγωνίστρια του θεάτρου, την Κυβέλη έγινε «σήριαλ». Συμμετείχε, ακόμη και άθελά της, σε αιματηρά γεγονότα, γνώρισε την αντιζηλία συναδέλφων, δημιούργησε σχολή, θέατρο και θεσμοθετημένο βραβείο με το όνομά της, έβγαλε και υποστήριξε με πάθος νέος ηθοποιούς όπως η Ελένη Παπαδάκη, η Έλλη Λαμπέτη και ο Ντίνος Ηλιόπουλος.
Παντρεύτηκε μόνο μια φορά, τον Γιώργο Χέλμη, το 1924, ο οποίος ανέλαβε τη διεύθυνση του θεάτρου της. Ο Άγγελος Τερζάκης έγραψε γι’ αυτήν: «Θεώρησα πάντα εθνική ευτυχία να υπάρχουν τέτοια πρόσωπα υψωμένα σε σύμβολα. Αυτές είναι οι μορφές που βγάζουν τους λαούς από την ανωνυμία».
Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε πρώτη φορά το 2012