Patricia Highsmith: Μια ζωή σαν αστυνομικό νουάρ μυθιστόρημα.

Η μεγάλη συγγραφέας δεν υπήρξε ποτέ μια ισορροπημένη γυναίκα. Διασκέδαζε την ανισορροπία της ταξιδεύοντας.

Το πορτρέτο και το μυθιστορηματικό σύμπαν της Πατρίτσια Χάισμιθ.

Ο καθένας θέλει να κάνει την ενοχή υποφερτή. Ζήλια, δόλος, φθόνος, εξαπάτηση, ψέμα, απιστία, αχαριστία, τόσα πολλά για να αναθεματίσει τη συνείδησή του κανείς. Τέτοια πράγματα δε συμβαίνουν όμως στο μυθιστορηματικό σύμπαν της Πατρίσια Χάισμιθ. Εκεί μπορείς με ένα τασάκι να συντρίψεις το κεφάλι κάποιου εν ψυχρώ και να εγκαταλείψεις τη σκηνή ανενόχλητος, αρκεί να ξεσκονίσεις τα ρούχα σου και να σκουπίσεις τα πόμολα προσεκτικά. Μπορεί να δεις πυρετικά όνειρα, με τον εχθρό σου να σωριάζεται στο κελάρι μέσα σε βούρκους αίματος και κρασιού και παρόλα αυτά να κοιμηθείς ατάραχος, ξυπνώντας την επομένη το πρωί νιώθοντας χαρούμενος και ζωηρός.

Στο γράψιμο της Χάισμιθ όλες οι παραδοχές περί ηθικής αγνοούνται συστηματικά, καθώς παρασύρεσαι σε μια Σαχάρα των αξιών με θύματα ασήμαντα, «άψυχα πουλιά χωρίς φτερά, ασήμαντους που διαιωνίζουν τη μετριότητα». Την αφοσίωσή σου εξασφαλίζουν αμοραλιστές περιπλανώμενοι στα περιθώρια του δυτικού πολιτισμού και ψυχοπαθείς αντιήρωες τύπου Τομ Ρίπλεϊ, καταστέλλοντας τις αντιστάσεις σου ολοκληρωτικά, σέρνοντάς σε στο μονοπάτι τους για την ατιμωρησία, πράγμα που πάντοτε συμβαίνει, με απαράμιλλο μπρίο κάθε φορά.

Οι παραλληλισμοί ανάμεσα στο έργο και τη συγγραφέα δεν είναι δύσκολο να υπογραμμιστούν. Αμερικανίδα που μισούσε την Αμερική. Φιλελεύθερη, αλλά και ρατσίστρια. Λεσβία με μισογύνικες ορμές. Ανορεκτική, ανέστια, αλκοολική. Η Πατρίσια Χάισμιθ δεν υπήρξε ποτέ μια ισορροπημένη γυναίκα. Και διασκέδαζε την ανισορροπία της ταξιδεύοντας πολύ, σαν τους αποπροσανατολισμένους ήρωές της, μονίμως περαστική ή ξένη στο ίδιο της το περιβάλλον –από το Μανχάταν του ’50 στο Σόμερσετ του ’60, στη γαλλική ύπαιθρο το ’70 και τελικά στην απομόνωση της Ελβετίας, όπου πέθανε στις 4 Φεβρουαρίου του 1995 αφήνοντας πίσω της είκοσι μυθιστορήματα, εκατό ιστορίες και το αλησμόνητο δόγμα: «Η τέχνη δεν έχει τίποτα να κάνει με την ηθική». Η Πατρίσια Χάισμιθ ήταν ένα σκληρό πλάσμα. Γεννημένη σαν όλους μας με μπλαβιασμένο πρόσωπο και σφιγμένες γροθιές.

 

Η κυρία θέλει φόνο

«Είσαι λεσβία; Γιατί σίγουρα μιλάς σαν λεσβία»: Μια μητέρα πικρόχολη που ακύρωσε την έκτρωση στο παρά πέντε. Πατέρας άγνωστος, τον πρωτοσυνάντησε στα δώδεκα. Πολλαπλές συνεδρίες με ψυχαναλυτή. Η Χάισμιθ πιάνει δωμάτιο στη Νέα Υόρκη, δουλεύει στα «Bloomingdale’s», διαβάζει Καμί, κρατάει ημερολόγιο, παρατηρεί εντατικά. Στα 28 της αισθάνεται έτοιμη να γράψει για έναν ψυχοπαθή ήρωα, 100% αρρωστημένο και αποκρουστικό, και παρόλα αυτά να τον κάνει συναρπαστικό για την ίδια τη μαυρίλα που κουβαλάει και για την απόλυτη αχρειότητά του. Το πετυχαίνει με τον Μπρούνο, πρωταγωνιστή του «Strangers On A Train», του οποίου τα κινηματογραφικά δικαιώματα αγοράζει επιτόπου ο Άλφρεντ Χίτσκοκ.

Για το «Κάρολ», ομοφυλοφιλικό νουάρ με χαρούμενο φινάλε και ριζοσπαστική αγνόηση των ταμπού, υιοθετεί το ψευδώνυμο Κλερ Μόργκαν. Δε γίνεται διαφορετικά. Είναι τα fifties. Είναι παράταιρη. Είναι στην Αμερική. Είναι γοτθικά αισθησιακή, σφραγίζοντας τη δική της, προφητική εκδοχή του «Θέλμα και Λουίζ» με τις γραμμές: «Ήθελε πάρα πολύ να καταρρεύσει το τούνελ και να τις παρασύρει και τις δύο, ώστε να τις ανασύρουν μαζί».

Με τα κέρδη από τα δυο πρώτα βιβλία της ταξιδεύει στην Ευρώπη, ακολουθώντας τα ίχνη του Χένρι Τζέιμς: Λονδίνο, Παρίσι, Σάλτσμπουργκ, Ασκόνα, Μαγιόρκα, Τεργέστη, Φλωρεντία. «Στο Ποζιτάνο μου ήρθε η ιδέα για έναν νεαρό αμερικανό απατεώνα που τον στέλνουν στην Ευρώπη για να φέρει πίσω έναν άλλο Αμερικανό». Ο πρώτος Τομ Ρίπλεϊ κυκλοφορεί το 1955. Μια και καθόλου δεν την ενδιαφέρει η παραδοσιακή τεχνοτροπία του αστυνομικού (Κάποιος σκοτώθηκε. Ορισμένοι ανακρίνονται. Ένας ένας πεθαίνουν. Απομένει ο φονιάς), η Χάισμιθ δανείζεται από τους αγαπημένους της. Οι διχασμένοι του Ντοστογιέφσκι, οι αποξενωμένοι του Κάφκα, οι βουλησιακοί του Νίτσε: ο Τομ Ρίπλεϊ ενσαρκώνει τον εγκληματία ως απόλυτο υπαρξιστή.

Νεαρός κομψευόμενος σε άγρα της εύκολης ζωής. Έξυπνος, καλλιεργημένος, δολοπλόκος αμοραλιστής. Με τα χρόνια αποτραβηγμένος κτηματίας στο Φοντενεμπλό. Καλλιεργεί φορσύθιες, ξυπνάει από τις 8 γι’ αυτό, συλλέγει πίνακες και σπάνια κρασιά. «Τι πιο ευχάριστο από την τέχνη! Από την απόλαυση ενός τοπίου του Σεζάν! Καστανιές, ένας επαρχιακός δρόμος, τα ζεστά πορτοκαλί χρώματα στις σκεπές των σπιτιών». Οι διώκτες του δεν είναι παρά «ζευγάρια ζημιάρηδων», τιποτένιοι μηχανορράφοι κατά της ευδαιμονίας του, των οποίων ο χαμός τον διασκεδάζει υστερικά. Για τον Ρίπλεϊ ο φόνος είναι ένα αναπόφευκτο, ρουτινιάρικο γεγονός, αντανακλαστικό του οργανισμού που ζητάει να ξαλαφρώσει από κάτι που τον ενοχλεί, σαν τον υπνοβάτη, τον οποίο μια λανθάνουσα στύση οδηγεί στην τουαλέτα στα τυφλά. Όσο για τη δικαιοσύνη; «Βρίσκω το δημόσιο αίσθημα περί δικαιοσύνης αρκετά βαρετό και τεχνητό, γιατί ούτε η ζωή ούτε η φύση ενδιαφέρονται αν η δικαιοσύνη απονέμεται ή όχι». Και η κυρία συνεχίζει να γράφει φόνο.

 

Βλέπω το θάνατό σου

Ωσότου αντιληφθεί η Αμερική τη θέση της Χάισμιθ στη λογοτεχνική παραγωγή, η συγγραφέας απομακρύνεται. Μεταφέρει τα δικαιώματα του έργου της στην Ευρώπη, ασπάζεται τον κομμουνισμό και προμετωπίζει τα βιβλία της «υπέρ των νεκρών και ετοιμοθάνατων της Ιντιφάντα και του κουρδικού αγώνα».

Η κοινωνική αλληλεγγύη της εξαντλείται εκεί. Στο περιθώριο της τεράστιας εκδοτικής επιτυχίας και δημοφιλίας της μέσω του σινεμά (τον Ρίπλεϊ έχουν υποδυθεί κατά καιρούς ο Αλέν Ντελόν, ο Ντένις Χόπερ, ο Ματ Ντέιμον και ο Τζον Μάλκοβιτς), η Χάισμιθ δυσκολεύεται να ζήσει καλά. Οι σποραδικές σχέσεις της εκτρέπονται σε σαδομαζόχ παιχνίδια επιβολής, πιτσιλιές αίματος στο αμόλυντο υφάδι του απομονωτισμού της, αφήνοντάς τη θλιμμένη και μόνη σαν τους λωποδύτες των βιβλίων της στερημένους από εχθρούς. «Όλη μου η ζωή είναι ένα αναφιέρωτο μνημείο στις γυναίκες», γράφει στο ημερολόγιό της, προτού αποκηρύξει τον έρωτα οριστικά: «Ο έρωτας δεν είναι πάθος. Είναι αρρώστια».

Τα τελευταία χρόνια της Ζυρίχης παράγει γρήγορα και πολύ, επιτρέποντας στον εαυτό της να φλερτάρει μόνο στο χαρτί. Βρίσκει στο έγκλημα την εξουσιαστικότητα του έρωτα, στο δευτερόλεπτο πριν από το τράβηγμα της σκανδάλης ή το θανάσιμο σφίξιμο της λαβής αντλεί την αφοσίωση του θύματος στον κύριό του ολοκληρωτικά.

Υπερασπίζεται τους χθόνιους χαρακτήρες της σαν ενεργητικά, ελεύθερα πνεύματα που δεν υποκύπτουν σε κανέναν, αμφισβητεί την αξία του ορθολογισμού, διακηρύσσει το χάος και τη συναισθηματική αναρχία, σβήνει στα 74 και κρατάει την καλύτερη ατάκα της για το τέλος: «Ήταν όλα τόσο προβλέψιμα»!

n

n