Ήταν 2005. Η Καμίλα αποκαταστάθηκε και το τηλεδράμα του μυστικού και παράνομου έρωτά της έλαβε τέλος με μια σεμνή τελετή σε δημαρχείο. Ο γάμος, φυσικά, και καλύφθηκε τηλεοπτικά από τη βρετανική τηλεόραση, αφού οι Βρετανοί ψοφάνε για βασιλικό τηλεοπτικό ρεπορτάζ. Ίσως πολύ λιγότερο από τους Ισπανούς και αρκετά λιγότερο από παλαιότερες εποχές, αλλά ψοφάνε. Όπως άλλωστε και εμείς οι Έλληνες, κι ας μην το ομολογούμε και ας κάνουμε τους εκνευρισμένους κάθε καλοκαίρι που σκάει μύτη στα ελληνικά νησιά ο τέως με το σόι του και οι ρεπόρτερ τους παίρνουν στο κατόπι. Γιατί τους παίρνουν στο κατόπι, από προσωπική περιέργεια; Όχι βέβαια.
Ο δεύτερος γάμος του Καρόλου, όσο κι αν η Καμίλα προσπάθησε να κερδίσει τα βλέμματα και τις εντυπώσεις κοτσάροντας στο κεφάλι της ένα μάτσο στάχυα, έμοιαζε με b-movie σε σχέση με τον πρώτο, με νυφούλα παινεμένη Νταϊάνα, που είχε και ουρές, παϊτόνια, καραεπίσημους προσκεκλημένους και άλλα τέτοια θεαματικά. Η αλήθεια είναι ότι ακόμα και ανανιά πίτα στον ανανά να έβαζε στο κεφάλι της η Καμίλα, είναι καταδικασμένη να ζει στη σκιά της συχωρεμένης, για τον απλούστατο λόγο ότι η Νταϊάνα υπήρξε κλασικό media darling. Άλλωστε, πληρούσε όλες τις προδιαγραφές. Ήταν νέα, όμορφη, χαμηλών τόνων, αγαπησιάρα και φιλάνθρωπος, με διατροφικά και ψυχολογικά προβλήματα, εύθραυστη και ατυχήσασα σε γενικές γραμμές, παρά την ανέλπιστη εύνοια της τύχης να παντρευτεί έναν γαλαζοαίματο.
Όταν έβρισκε τα σκούρα, επειδή ο άντρας της την παραμελούσε ή η πεθερά βασίλισσα της έσπαζε τα νεύρα με τις παρατηρήσεις της, έβρισκε αποκούμπι στα μίντια. Έβγαινε στην τηλεόραση και προέβαινε σε εξομολογήσεις, τις οποίες συνόδευε και από διακριτικά δάκρυα, κατά πάσα πιθανότητα αληθινά. Η βρετανική κοινωνία κολλούσε στην οθόνη και φώναζε «όι όι μάνα μου, τι τραβάει το κακόμοιρο το κορίτσι» και επιθυμούσε να τη βλέπει για να τη συμπονά, ει δυνατόν, και κάθε μέρα. Κακά τα ψέματα, οι τηλεοράσεις και οι κοινωνίες όλου του κόσμου τρελαίνονται για καλοσύνη, έστω και μιντιακή, εξομολογήσεις και κακομοιριά, στον ίδιο βαθμό που τρελαίνονται για τσαμπουκάδες.
Η Καμίλα, αντιθέτως, ακόμα και σήμερα, μετά από τόσα χρόνια έγγαμου βίου, εξακολουθεί να μην έχει καμία μιντιακή τύχη. Με το αύταρκες, αυτοκρατορικό και survivor στιλ δεν περνάει για κακομοίρα, αν και μάλλον είναι. Τριάντα χρόνια συναινετικής ταπείνωσης και μακριά από τη μεγάλη αγάπη της ζωής της δεν είναι και λίγο. Κρίμα που ο Έλτον Τζον δεν θα της γράψει ποτέ τραγούδι, ούτε η βρετανική κοινωνία θα της φορέσει ποτέ το πετράδι του στέμματος, με το οποίο κάποτε έσπευσε να κρύψει τα κέρατα που φόρεσε ο Κάρολος στην Νταϊάνα.
Η Καμίλα είναι μια γυναίκα με πάθος και πάθη. Όσο κι αν δεν χωνεύουμε τον Κάρολο, οπότε από σπόντα μας φαίνεται αντιπαθητική και η Καμίλα, που δεν την ξέρουμε και καλά για να την αντιπαθήσουμε (ίσως πάλι μας τη σπάει η αλογομούρη της), θα πρέπει να ομολογήσουμε πως ο έρωτάς τους υπήρξε δυνατός και πολύ ανθεκτικός, και η περίπτωσή τους σκέτη συγκίνηση.