Μια σινεφίλ λίστα από το 1963 μέχρι σήμερα
Ζωή Λάσκαρη, η αιώνια μοιραία γυναίκα
Όσο ο μύθος της μεγάλωνε εκείνη παρέμενε η «Ζωίτσα»
Ένα αφιέρωμα στη ζωή και την καριέρα της Ζωής Λάσκαρη.
Δεν της άρεσε ποτέ η λέξη. Αυτή η λέξη «σταρ» που τόσο της ταιριάζει κι εκείνη επέμενε πάντα ν’ απαρνείται. Μπορεί γιατί σπάνια δεχόταν τη συμβατική έννοια των πραγμάτων και τίποτα δεν της συνέβη όπως θα περίμενε κανείς, ακόμα και η επιτυχία τη βρήκε στον «Κατήφορο».
«Τι είναι σταρ, πες μου τι είναι σταρ, έχεις ορισμό; Να σου πω εγώ. Γεννιέσαι με αυτό, δεν γίνεσαι. Υπάρχουν πολλοί σταρ που δεν τους ξέρει κανένας. Αν είσαι γυναίκα, και δη ηθοποιός, θα πούνε: είναι η σταρ, η ωραία, η γκόμενα, η σέξι. Έλεος πια! Αν και δεν με πείραξε ποτέ. Την πορεία μου την έκανα, την κάνω, και ο καθένας έχει τη δική του γνώμη», είχε πει μιλώντας στο περιοδικό SOUL της Athens Voice.
Από γνώμες, άλλο τίποτα, έχει ακούσει πολλές. Αναμενόμενο ήταν για μια ηθοποιό του δικού της βεληνεκούς, από τις μεγάλες κυρίες του παλιού ελληνικού σινεμά και του Φίνου. Η Ζωή Λάσκαρη γεννήθηκε στις 12 Δεκεμβρίου του 1944 ως Ζωή Κουρούκλη κι έτσι πήρε μέρος στα καλλιστεία του 1959. Με το ψευδώνυμο Αμαρυλλίς, έγινε Σταρ Ελλάς στα 15, στα 13 της μάλλον, αφού λέγεται πως δήλωσε πως ήταν δύο χρόνια μεγαλύτερη για να της επιτρέψουν να συμμετέχει. Χωρίς να το ξέρει η καριέρα της είχε ήδη ξεκινήσει κι εκείνη ετοίμαζε βαλίτσες για το Λονγκ Μπιτς της Νέας Υόρκης, όπου θα έπαιρνε μέρος στα καλλιστεία του διαγωνισμού Μις Υφήλιος. Έμεινε δύο χρόνια στην Αμερική και τα υπόλοιπα είναι ιστορία.
Το 1961, ο Γιάννης Δαλιανίδης την επιλέγει για πρωταγωνίστρια στον «Κατήφορο» της Φίνος Φιλμς, με την οποία υπογράφει αποκλειστικό συμβόλαιο συνεργασίας. Αρχικά βέβαια, ο ρόλος της Ρέας που ερμήνευσε, προοριζόταν για την Αλίκη Βουγιουκλάκη, η οποία αρνήθηκε να συμμετέχει από φόβο για τις τολμηρές σκηνές. Η ταινία αποτελεί, πάντως, εισπρακτικά την εμπορικότερη της σεζόν ’61-62 και καθιερώνει τη Ζωή, που από Κουρούκλη γίνεται Λάσκαρη για να μην την μπερδεύουν με την ξαδέρφη της Ζωή Κουρούκλη, η οποία ήταν ήδη γνωστή τραγουδίστρια. «Νονός» ο ίδιος Φίνος που εμπνεύστηκε από το όνομα κάποιου Ιταλού.
Τα επόμενα χρόνια θα πρωταγωνιστήσει σε όλες τις μεγάλες εισπρακτικές επιτυχίες του Φίνου («Νόμος 4000», η «Στεφανία», το «Μερικοί το προτιμούν κρύο», «Μια κυρία στα μπουζούκια», «Κορίτσια για φίλημα», «Οι Θαλασσιές οι χάντρες») και θα συνεργαστεί με όλους τους σταρ της εποχής. Η «Στεφανία» και ο «Κατήφορος», μάλιστα, προβλήθηκαν για πολλές εβδομάδες σε χώρες της Ευρώπης και της Αμερικής, ταξιδεύοντας τη φήμη της κι εκτός συνόρων, φτάνοντας μέχρι το φεστιβάλ Καννών το 1967, όταν οι γαλλικές εφημερίδες μιλούσαν πολύ για εκείνη τη μεγάλη ελληνίδα πρωταγωνίστρια στις «χάντρες».
Στα τέλη της δεκαετίας του 1960, η Ζωή Λάσκαρη, μαζί με τις καλές της φίλες Αλίκη Βουγιουκλάκη και Τζένη Καρέζη, θεωρούνται από τις μεγαλύτερες ντίβες και τις πιο εμπορικές σταρ στην Ελλάδα, ενώ εκείνη έχει στο μεταξύ καταφέρει να διαμορφώσει με τους ρόλους της την περσόνα της δυναμικής αλλά και μοιραίας γυναίκας, όσο σταδικά μετατρέπεται στο νούμερο ένα sex symbol της εποχής της.
«Εγώ έκανα απλώς μια δουλειά που αγαπούσα πάρα πολύ, με έναν άνθρωπο που λάτρευα, τον Φίνο, και από εκεί και πέρα η ζωή, οι παρέες μου, ήταν έξω από όλα αυτά. Δεν έκανα θυσίες, όπως για παράδειγμα η Αλίκη. Και ξενυχτούσα, και πολλές φορές πήγαινα κατευθείαν στο γύρισμα. Ευτυχώς χάρηκα όλες τις ηλικίες μου», θα πει σε μία πρόσφατη συνέντευξή της στο ΒΗΜΑgazino και την Έρη Βαρδάκη.
Το θέατρο έρχεται στη ζωή της λίγο αργότερα και συμπίπτει χρονικά με τη δύση της «χρυσής εποχής» του ελληνικού κινηματογράφου. Το1966, σε συνεργασία με τον Αντρέα Ντούζο, η Ζωή Λάσκαρη περιοδεύει στην Κύπρο με τα έργα «Μιας πεντάρας νιάτα» των Γιαλαμά-Πρετεντέρη, την «Παγίδα» του Robert Thomas και την «Βαθιά γαλάζια θάλασσα» του Terence Rattigan.
Το 1970 κάνει την πρώτη της θεατρική εμφάνιση στην Αθήνα με το έργο «Μαριχουάνα Στοπ» ενώ ακολουθούν οι μεγάλες θεατρικές επιτυχίες «Ξυπόλητη στο πάρκο» του Neil Simon, «Η κυρία του Μαξίμ» του Georges Feudeau και το «Miss Πέπσι» του Pierrette Bruno.
Μις Πέπσι, 1984
Η τελευταία φορά που πρωταγωνιστεί στον κινηματογράφο είναι το 1982 στην ταινία του Γιώργου Καρυπίδη «Αναμέτρηση» και λίγα χρόνια μετά μένει στην ιστορία για τη θρυλική γυμνή της φωτογράφηση για το περιοδικό «Playboy» το 1985, προκαλώντας θυελλώδες πολιτικό ζήτημα. Θα επιστρέψει στη μεγάλη οθόνη το 2015 με την πολυσυζητημένη ταινία «The Republic» του Δημήτρης Τζέτζα. «Εχουν περάσει περισσότερα από 30 χρόνια από την τελευταία φορά που δούλεψα στα κινηματογραφικά πλατό. Σε αυτό το διάστημα μου έγιναν προτάσεις για σινεμά, αλλά δεν τις δέχτηκα. Κυρίως γιατί ήθελαν την κινηματογραφική μου ανάμνηση από τη δεκαετία του 1960, μια ρετρό Λάσκαρη δηλαδή. Και εμένα το ρετρό μού είναι απωθητικό», είχε δηλώσει η ίδια την περίοδο των γυρισμάτων.
Στις 23 Οκτωβρίου του 1967, ένας γάμος ταράζει τους καλλιτεχνικούς κύκλους. Δεν ήταν τόσο το γεγονός, όσο οι φήμες ότι η Ζωή Λάσκαρη μετά το γάμο της με τον επιχειρηματία Πέτρο Κουτουμάνο, θα περιόριζε τις εμφανίσεις της σε ταινίες και ίσως να εγκατέλειπε εντελώς την καλλιτεχνική ζωή για να αφοσιωθεί στο σύζυγό της. Μετά από επτά μήνες περίπου, στις 10 Μαΐου του 1968, γίνεται μαμά και γεννιέται η Μάρθα, το πρώτο της παιδί.
Η αδερφή της θα είναι ετεροθαλής και θα έρθει δέκα χρόνια μετά, στις 12 Νοεμβρίου του 1978, όταν η Ζωή Λάσκαρη θα φέρει στον κόσμο το δεύτερο παιδί της, τη Μαρία-Ελένη, καρπό του γάμου της με τον Αλέξανδρο Λυκουρέζο, τον οποίο γνώρισε λίγους μήνες μετά το διαζύγιό της. Η επίσκεψή της στο δικηγορικό γραφείο του Αλέξανδρου Λυκουρέζου, οδήγησε στον γάμο τους στις 21 Ιουνίου του 1976.
Το 1992 στην εκπομπή Ενώπιος Ενωπίο (Mega) με τον Νίκο Χατζηνικολάου
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, αν και στράφηκε αποκλειστικά στο θέατρο, πρόλαβε να συμμετάσχει και σε ταινίες βίντεο. Η βιντεοταινία «H Γυναίκα της πρώτης σελίδας», σε σκηνοθεσία του Nίκου Φώσκολου, κυκλοφόρησε το 1987 σε τρία μέρη και το 1990 προβλήθηκε στο Mega, ως σειρά 12 επεισοδίων.
Λάτρης του θεάτρου και του κλασικού ρεπερτορίου συνεχίζει, αρχές δεκαετίας του 90, να παρουσιάζει μεγάλα έργα του παγκόσμιου θεάτρου σε συνεργασία με μεγάλους Έλληνες σκηνοθέτες («Καινούρια σελίδα» του Neil Simon σε σκηνοθεσία Μίνου Βολανάκη, «Τρελοί για έρωτα» του Sam Shepard, «Ποιος φοβάται την Βιρτζίνια Γούλφ» του Edward Albee στο Βασιλικό Θέατρο σε σκηνοθεσία Ανδρέα Βουτσινά, το «Ορφέα στον Άδη» στο Βασιλικό Θέατρο σε σκηνοθεσία Ανδρέα Βουτσινά κ.α.). Η συνεργασία της με τον Μιχάλη Κακογιάννη στις «Τρωάδες» το 1997 κατάφερε να τραβήξει την προσοχή του αμερικανικού τύπου, με τους «New York Times», τη «New York Post» και τη «Herald Tribune» να αναφέρονται σε μια «…συγκλονιστική διαμαρτυρία εναντίον της σκληρότητας του πολέμου στα χρονικά της δραματικής λογοτεχνίας» και για μια «…βαθύτατα συγκινητική αναβίωση του Ευριπίδη».
Το 1997 γίνεται γιαγιά της Ζένιας, της εγγονής της από τον γάμο της κόρης της Μάρθας με τον Βλάση Μπονάτσο, ενώ συνεχίζει τη θεατρική της συνεργασία με τον Ανδρέα Βουτσινά και τον Σταύρο Τσακίρη στις αρχές του 2000. To 2003 Ιδρύει την δική της θεατρική σκηνή στον πολυχώρου Αθηναΐδα που φέρει το όνομα της και παρουσιάζει πολλές αξιόλογες παραγωγές. Το 1999 διετελεί και δημοτική σύμβουλος στον Δήμο Αθηναίων έχοντας εκλεγεί με το ψηφοδέλτιο του Δημήτρη Αβραμόπουλου.
Ο θάνατος που όπως είχε πει σε μία συνέντευξή της στον Θανάση Φωτίου άλλοτε τη φόβιζε κι άλλοτε καθόλου, τη βρήκε στα 73, στο σπίτι της στο Πόρτο Ράφτη. «Είναι αναπόφευκτο μεν, αλλά πόσο εξοικειωμένος μπορεί να είσαι;» είχε πει. «Ακόμα κι αν είσαι, «ην εγγύς έλθη θάνατος ουδείς βούλεται θνήσκειν». Που πάει να πει, όταν πλησιάζει ο θάνατος, κανείς δεν θέλει να πεθάνει».