Γιορτή της Μητέρας: 25 διάσημοι και οι μητέρες τους
Διαβάστε τι λένε γι’ αυτές
Γιορτή της Μητέρας: 25 διάσημοι μιλούν για τις μαμάδες τους.
Mάρλον Μπράντο
©EPA/HANDOUT
«Η μητέρα μου (Ντόροθι Πενμπεϊκερ Μπράντο) ήταν μια ντελικάτη, αστεία γυναίκα που αγαπούσε τη μουσική και της άρεσε να μαθαίνει πράγματα, αλλά δεν ήταν πολύ πιο στοργική από τον πατέρα μου. Ίσαμε σήμερα δεν έχω καταφέρει να κατανοήσω τη δυναμική και τη παθολογία της διαταραχής της ή τις δυνάμεις που την έσπρωξαν στο αλκοόλ. Μπορεί να ήταν κληρονομικό ή μπορεί το οινόπνευμα να ήταν το αναισθητικό που χρειαζόταν για να μην αισθάνεται τις απογοητεύσεις της ζωής της. Πάντα αναρωτιόμουν για τους λόγους, αλλά ποτέ δεν έμαθα την απάντηση. Σπάνια βρισκόταν στο σπίτι όσο μεγάλωνα, αν και έχω λίγες ωραίες αναμνήσεις από στιγμές που ξαπλώναμε μαζί στο κρεβάτι.
Θυμάμαι τις καστανόξανθες μπούκλες της, που χύνονταν πάνω στα μαξιλάρια καθώς εκείνη μου διάβαζε ένα βιβλίο και μοιραζόμασταν ένα μπολ με γάλα και κράκερς. Και μερικές φορές στεκόμασταν όλοι γύρω από το πιάνο και τραγουδούσαμε ενώ εκείνη έπαιζε- μια από τις ελάχιστες οικογενειακές δραστηριότητες που θυμάμαι. Η μητέρα μου ήξερε κάθε τραγούδι που γράφτηκε ποτέ και, για λόγους που παραμένουν μυστήριο για μένα-ίσως επειδή ήθελα να την ευχαριστήσω-, απομνημόνευσα όσο περισσότερα μπορούσα.
Ως σήμερα θυμάμαι τη μουσική και στους στίχους από χιλιάδες τραγούδια που μου έμαθε η μητέρα μου. Ποτέ δεν κατάφερα να μάθω τον αριθμό του διπλώματος οδήγησής μου και υπήρχαν εποχές που δεν κατάφερνα να θυμηθώ ούτε καν τον αριθμό του τηλεφώνου μου, αλλά όταν ακούω ένα τραγούδι, έστω και μία μόνο φορά, ποτέ δεν ξεχνώ ούτε τη μελωδία ούτε τους στίχους του. Μονίμως σιγομουρμουρίζω τραγούδια μέσα στο κεφάλι μου. Ξέρω αφρικάνικα τραγούδια, κινέζικα τραγούδια, ταϊτινά τραγούδια, γαλλικά τραγούδια, γερμανικά τραγούδια και, φυσικά, τα τραγούδια που μου έμαθε η μητέρα μου. Ελάχιστοι λαοί υπάρχουν των οποίων τη μουσική δεν ξέρω.
Περιέργως, δεν μπορώ να θυμηθώ ούτε ένα τραγούδι που γράφτηκε μετά τη δεκαετία του 70. Από τη μητέρα μου λοιπόν φαντάζομαι ότι κληρονόμησα την αγάπη για τη μουσική αλλά και τα ενστικτώδη χαρακτηριστικά μου, τα οποία είναι αρκετά ανεπτυγμένα…Όταν η μητέρα μου έπινε, η ανάσα της ανάδινε μια γλυκύτητα που δεν διαθέτω το κατάλληλο λεξιλόγια για να περιγράψω. Ήταν παράξενος γάμος αυτός, ανάμεσα στη γλυκιά ανάσα της και στο μίσος μου για τη συνήθεια της να πίνει. Έπινε πάντα στα κρυφά από ένα μπουκάλι Έμπιριν, το οποίο αποκαλούσε «το φάρμακο που μου αλλάζει τη ζωή». Συνήθως ήταν γεμάτο τζιν.
Μεγαλώνοντας, βρισκόμουν συχνά με γυναίκες που η ανάσα τους είχε αυτή τη γλυκιά μυρωδιά που δεν περιγράφεται με λέξεις. Η μυρωδιά αυτή πάντα με διέγειρε. Όσο κι αν την απεχθανόμουν, ασκούσε αναμφισβήτητη γοητεία επάνω μου. Καθώς έπινε ολοένα και περισσότερο, γινόταν όλο και πιο δύσκολο γι αυτήν να κρύψει το γεγονός ότι ήταν αλκοολική. Το αποτέλεσμα του αλκοολισμού της ήταν ότι προτιμούσε να μεθάει από το να μας φροντίζει. Η μητέρα μου ήταν πάντα εκκεντρική. Μερικές φορές, όταν έβρεχε, φορούσε στο κεφάλι της μια σακούλα για ψώνια με ένα μικρό άνοιγμα σαν γείσο, που είχε φτιάξει σκίζοντας τις άκρες. Ήταν γελοίο, αλλά εκείνη το θεωρούσε αστείο. Εγώ ντρεπόμουν γι αυτό, παρόλο που αν το έκανε σήμερα, θα γελούσα με την ψυχή μου….
Info: Μάρλον Μπράντο «Τραγούδια που μου έμαθε η μητέρα μου»/ Αυτοβιογραφία σε συνεργασία με τον Ρόμπερτ Λίντσεϊ/ Μετάφραση: Σοφία Ανδρεοπούλου-Δάφνη Βούβαλη/ Εκδόσεις Νέα Σύνορα
Μικ Τζάγκερ
Μέχρι τώρα, ο Τζο και η Ίβα Τζάγκερ είχαν προτιμήσει να μένουν επί το πλείστον έξω από τη ζωή του στο Λονδίνο. Αλλά η σκέψη ότι ο μεγαλύτερός της γιός είχε γραφείο σε απόσταση βολής από τη Βασιλική Ακαδημία, τη Στοά Μπέρλινγκτον και το Φόρτναμ & Μέισον έδινε στην Ίβα, που αρεσκόταν να μεγαλοπιάνεται κοινωνικά, τεράστια ικανοποίηση. Άρχισε να ανεβαίνει από το Ντάρτφορντ τακτικά κάθε εβδομάδα με την Ντόρις, τη μαμά του Κιθ, σαν δύο κυριούλες με τουίντ ταγεράκια από τις κομητείες για να επισκεφτούν τον αριθμό 46α της Μάντοξ Στρητ, να πάνε για ψώνια και να γευματίσουν στο εστιατόριο Φάουντεν στο Φόρτναμ & Μέισον.
Η Ίβα είχε διατηρήσει τη δουλειά της ως αισθητικός μερικής απασχόλησης και έφερνε μαζί της διάφορες κρέμες και κραγιόν για να πουλήσει στις γραμματείς του γραφείου. «Ερχόταν και μας έδειχνε καινούργια προϊόντα και μας έδινε συμβουλές για την επιδερμίδα μας», θυμάται η Σίρλεϊ Άρνολντ. «Όταν το έμαθε ο Μικ έγινε έξω φρενών και το σταμάτησε αμέσως». Ακόμη και μετά την άφιξη της Τζο Μπέργκμαν ως βοηθού του, ο Μικ συνέχιζε να εμπιστεύεται τη Σίρλεϊ για ιδιαίτερα λεπτά ζητήματα, όπως να αγοράζει δώρα γενεθλίων και Χριστουγέννω για τη μητέρα του αν έλειπε ο ίδιος – συνήθως πλεκτά από το Γουάιτ Χάουζ στην Μποντ Στρητ – ή να υποδεικνύει με τακτ στον Κιθ, καθότι κανένας άλλος δεν μπορούσε να το κάνει, να φτιάξει τα φρικτά μπροστινά του δόντια.
Info: "Mick Jagger" Philip Norman/ Μετάφραση: Σέβυ Σπυριδογιαννάκη/ Εκδόσεις Ψυχογιός
Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες
«Έφτασε στις δώδεκα ακριβώς. Άνοιξε δρόμο περπατώντας ανάλαφρα ανάμεσα στα τραπέζια με τα εκτεθειμένα βιβλία, εμφανίστηκε μπροστά μου, κοιτάζοντας με στα μάτια και χαμογελώντας πονηρά, όπως τις παλιές καλές μέρες της, και προτού προλάβω να αντιδράσω μου είπε: «Είμαι η μητέρα σου».
Κάτι είχε αλλάξει πάνω της, που με εμπόδισε να την αναγνωρίσω με την πρώτη ματιά. Ήταν σαράντα πέντε χρονών. Προσθέτοντας τις έντεκα γέννες της, είχε περάσει σχεδόν δέκα χρόνια έγκυος και τουλάχιστον άλλα τόσα θηλάζοντας τα παιδιά της. Είχε γκριζάρει πρόωρα, τα μάτια της έδειχναν μεγαλύτερα και έκπληκτα πίσω από τα πρώτα διπλοεστιακά γυαλιά της και φορούσε κατάμαυρα, σε πένθος για το θάνατο της μητέρας της, αλλά διατηρούσε ακόμα τη ρωμαϊκή ομορφιά της γαμήλιας φωτογραφίας της, εξευγενισμένη τώρα από μια φθινοπωρινή αύρα.
Πριν απ όλα, πριν ακόμα με αγκαλιάσει, μου είπε με το συνηθισμένο επίσημο τρόπο της: «Ήρθα να σου ζητήσω τη χάρη να με συνοδεύσεις για να πουλήσω το σπίτι». Δε χρειάστηκε να μου πει ποιο ούτε πού, γιατί για μας υπήρχε μόνο ένα στον κόσμο: το παλιό σπίτι των παππούδων στην Αρακατάκα, όπου είχα την τύχη να γεννηθώ και όπου δεν είχα ξαναζήσει μετά τα οχτώ μου χρόνια.
Είχα μόλις εγκαταλείψει τη Νομική Σχολή, ύστερα από έξι εξάμηνα. Ούτε η μητέρα μου (Λουίζα Σαντιάγα) ούτε εγώ, βέβαια, θα μπορούσαμε τότε να φανταστούμε πως εκείνη η αθώα βόλτα των δύο ημερών επρόκειτο να είναι τόσο καθοριστική για μένα. Τώρα, με περισσότερα από εβδομήντα πέντε γεμάτα χρόνια, ξέρω πως ήταν η πιο σπουδαία απόφαση από όσες έπρεπε να πάρω στη συγγραφική μου καριέρα. Δηλαδή: Σε όλη μου τη ζωή»
Info: Gabriel Garcia Marquez «Ζω για να τη διηγούμαι»/ Μετάφραση Κλαίτη Σωτηριάδου/ Εκδόσεις Α.Α. Λιβάνη
Ακίρα Κουροσάβα
«Την εποχή του πολέμου είχαμε ένα δημοφιλές τραγούδι που έλεγε, "Πατέρα, ήσουν πολύ δυνατός", εγώ όμως θέλω να πω "Μητέρα, ήσουν πολύ δυνατή". Η δύναμη της μητέρας μου ήταν ακριβώς η αντοχή της. Θυμάμαι ένα εκπληκτικό παράδειγμα, που συνέβη μια μέρα που τηγάνιζε τεμπούρα στην κουζίνα. Το λάδι στο τηγάνι έπιασε φωτιά, και πριν πάρει φωτιά οτιδήποτε άλλο γρήγορα έπιασε το τηγάνι με τα δυο της χέρια –ενώ τα βλέφαρα, τα ματοτσίνορα και τα μαλλιά της είχαν καψαλιστεί– προχώρησε ήρεμα προς την πόρτα, φόρεσε τα τσόκαρά της και βγήκε έξω στον κήπο για να το αφήσει χάμω.
Μετά ήρθε ο γιατρός, που χρησιμοποιούσε λαβίδες για να της αφαιρέσει το καμένο δέρμα, και της έβαλε φάρμακο στα καμένα χέρια της. Δεν άντεχα να κοιτάζω, κι ωστόσο η έκφραση του προσώπου της μητέρας μου δεν έδειχνε ούτε τον παραμικρό πόνο. Πέρασε κοντά ένας μήνας μέχρι να μπορέσει να πιάνει πάλι πράγματα με τα μπανταρισμένα χέρια της. Κρατώντας τα μπροστά από το στήθος της ποτέ δεν είπε ούτε λέξη για πόνο· καθόταν σιωπηλή.»
Info: Ακίρα Κουροσάβα, «Κάτι σαν βιογραφία»/ Μετάφραση Μάκης Μωραίτης/ Εκδόσεις Αιγόκερως
Ζωζώ Σαπουντζάκη
«Όπως έχω ξαναπεί, τότε ήμουν παχουλή και ο Μπουρνέλης είχε πει στη μάνα μου ότι πρέπει να κάνω εγχείρηση, για να…μικρύνω το στήθος μου, ενώ παράλληλα να φρόντιζα ώστε να αδυνατίσω. Μόλις άκουσε για εγχείρηση, η μάνα μου έβαλε τις φωνές:
- Τι λέτε; Αποκλείεται να πειράξω το παιδί μου. Θα μείνει όπως ακριβώς είναι!»
Info: Ζωζώ Σαπουντζάκη «Η βασίλισσα της νύχτας»/ Με τη συνεργασία του Βασίλη Κωστάρα/ Εκδόσεις Α.Α. Λιβάνη
Κιθ Ρίτσαρντς
«Τις μέρες που η Doris αργοπέθαινε, το δημοτικό συμβούλιο του Dartford, σε μία νέα περιοχή της πόλης κοντά στο παλιό μας σπίτι στην οδό Spielman, έδινε ονομασίες στους δρόμους – Οδός Sympathy Street, Οδός Dandelion Row, Λεωφόρος Ruby Tuesday Drive. Μετά από μία ολόκληρη ζωή. Οι ονομασίες αυτές άρχισαν να δίνονται μόνο όταν είχαν αρχίσει πια να μας ξεχνάνε. Και τώρα, ακόμα, δεν ξέρω. Μπορεί το δημοτικό συμβούλιο να άλλαξε πάλι γνώμη και να απέσυρε τα ονόματα, μετά τις ιστορίες με τις στάχτες του Πατέρα μου. Δεν το έχω ψάξει.
Στο νοσοκομείο, η μάνα μου έκανε όλο πλάκες με τους γιατρούς, αλλά η κράση της συνέχιζε να πέφτει όλο και περισσότερο. Μια μέρα η Angela είπε, το ξέρουμε τι συμβαίνει, η γλυκιά μου μας αφήνει σιγά σιγά, όλοι το ξέρουμε πια, απλώς δεν ξέρουμε ποια μέρα θα συμβεί. Πάρε την κιθάρα σου, συνέχισε η Angela, και παίξ’ της. Καλή ιδέα, δεν το είχα σκεφτεί αυτό. Δεν έχεις και πολύ το μυαλό σου στη θέση του όταν πεθαίνει η μητέρα σου. Έτσι λοιπόν, την τελευταία μας νύχτα μαζί, πήρα την κιθάρα μου, κάθισα στην άκρη του κρεβατιού της, την έβλεπα που ήταν έτσι ξαπλωμένη και ήρεμη, και την ρώτησα, «Πώς είσαι, Μητέρα;» Κι εκείνη μου απάντησε, «Αυτό το πράμα, η μορφίνη, δεν είναι και τόσο άσχημο τελικά.»
Με ρώτησε πού έμενα. Της είπα, στο Claridge's. «Πω πω, μεγαλεία βλέπω ε;» μου είπε. Γλιστρούσε σε μία κατάσταση ανάμεσα στον ύπνο και στην πραγματικότητα μέσα στη νάρκη της, κι έτσι όπως ήταν άρχισα να της παίζω μερικές φράσεις από την «Malaguena» και τα άλλα κομμάτια που ήξερε ότι ήξερα να παίζω, από τότε που ήμουν πιτσιρίκι. Αποκοιμήθηκε, και το επόμενο πρωί η βοηθός μου η Sherry, που φρόντιζε την μητέρα μου με τόση αφοσίωση και αγάπη, πήγε να την δει όπως έκανε κάθε πρωί, και της είπε, «Τον ακούσατε τον Keith που σας έπαιζε με την κιθάρα χτες το βράδυ;»
Και η Doris είπε, «Ναι, αν και ήταν κάπως φάλτσος.» Αυτή ήταν η μητέρα μου. Πρέπει όμως να της αναγνωρίσω ότι είχε αλάνθαστο αυτί και μία υπέροχη αίσθηση της μουσικής που είχε κληρονομήσει από τους γονείς της, την γιαγιά Emma και τον παππού Gus, ο πρώτος άνθρωπος που μου δίδαξε να παίζω την «Malaguena.» Η Doris ήταν εκείνη που μου έκανε την πρώτη μου κριτική. Θυμάμαι, μόλις είχε γυρίσει από τη δουλειά. Εγώ καθόμουν στην κορυφή της σκάλας και έπαιζα την «Malaguena.» Πήγε μέσα στην κουζίνα, και κάτι άρχισε να κάνει με τις κατσαρόλες και τα τηγάνια της. Και μετά άρχισε να σιγοτραγουδάει ακολουθώντας την κιθάρα μου. Ξαφνικά έρχεται στη βάση της σκάλας, κοιτάζει προς τα πάνω και μου λέει, «Εσύ παίζεις; Νόμιζα ότι ήταν το ραδιόφωνο.» Δύο στροφές από τη «Malaguena» και τους έχεις κερδίσει όλους.»
Info: Keith Richards, "Life"/ Mετάφραση: Γιάννης Νένες/ Eκδόσεις Το Ροδακιό - Laternative
Φρίντα Κάλο
«Η μητέρα μου (Ματίλντα Καλντερόν ι Γκονζάλες) ήταν μια μικρόσωμη μελαχρινή γυναίκα, με πανέμορφα μάτια και καλοσχηματισμένο στόμα. Έμοιαζε με λουλούδι της Οαχάκα, όπου και γεννήθηκε. Όταν πήγαινε στην αγορά, έσφιγγε στη μέση της προσεχτικά μια ζώνη και κρατούσε το καλαθάκι της με εξαιρετική χάρη. Ήταν πολύ συμπαθητική, δραστήρια, έξυπνη. Δεν ήξερε να διαβάζει και να γράφει. Το μόνο που ήξερε ήταν να μετράει χρήματα».
Η Φρίντα Κάλο με την οικογένειά της. Η ίδια σπάει τα στερεότυπα φορώντας κοστούμι. 1926. ©Guillermo Kahlo
Info: Φρίντα Κάλο «Αυτοπροσωπογραφία μιας γυναίκας»/ Rauda Jamis/ Εκδόσεις Νέα Σύνορα
Φεντερίκο Φελλίνι
«Ήταν γονείς όπως τους ήθελα, πραγματικά ό,τι έπρεπε για μένα. Δεν ξέρω αν τους απογοήτευσα που δεν έγινα δικηγόρος ή μηχανικός όπως επιθυμούσαν, αλλά δεν με πίεσαν ποτέ και διάλεξα τον δρόμο μου χωρίς αντιδικίες και χωρίς να χρειαστεί να δικαιολογηθώ. Ανάμεσα σ΄ όλες τις στεναχώριες που μπορεί να προκάλεσα στη μητέρα μου, αυτό που την πόνεσε πιο πολύ, που την ταπείνωσε, που την πλήγωσε, ήταν το σκάνδαλο που ξέσπασε με την Ντόλτσε βίτα. Η μητέρα μου ήταν μια γυναίκα ευσεβής, πολύ της εκκλησίας, και το γεγονός ότι ο γιος της γύρισε μια ταινία που η εκκλησία καταδίκαζε, την έκανε να υποφέρει βαθύτατα. Ο αρχιεπίσκοπος, που ήταν ήδη γέρος όταν πήγαινα στο γυμνάσιο, εκφράστηκε πολύ αυστηρά για τη ταινία και τον δημιουργό της, τον γιο της κυρίας Ίντα Μπαρμπιάνι»
Info: Συζητήσεις με τον Φεντερίκο Φελλίνι/ Κοστάντσο Κοσταντίνι/ Εκδόσεις Εξάντας
Πρίγκιπας Χάρι
«Ήταν όλα τόσο παράξενα όταν πέθανε. Δεν είχα ποτέ ψυχική ηρεμία. Το πρόσωπό της ήταν πάντα εκεί: στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Προσωπικά δεν ένιωσα ποτέ την απουσία της τα τελευταία δέκα χρόνια. Ήταν πάντα εκεί. Για αυτό χρειαστήκαμε πολύ περισσότερο χρόνο για να συνηθίσουμε το κενό, να συμβιβαστούμε με το θάνατό της».
Info: Από συνέντευξη του μιλάει για τη μητέρα του, πριγκίπισσα Νταϊάνα
Καίτη Γκρέυ
«Όταν ήμουν ενός χρονού με υιοθέτησε ένα αντρόγυνο, μεγάλοι άνθρωποι, στα Ταμπούρια του Πειραιά, Καισαρείας 14. Η μαμά μου, η πραγματική, δεν έδωσε μόνο εμένα για υιοθεσία έδωσε και τον αδελφό μου- το Γιάννη. Δεν μπορούσε να μας ζήσει. Τέτοια φτώχεια στη Σάμο. Το προξενιό γι αυτή την υιοθεσία, τόκανε η αδελφή της θετής μου μαμάς που έμενε κι αυτή στη Σάμο. Τη νέα μου μαμά την λέγανε Ευρύκλεια. Η μαμά μου η πραγματική δεν έδωσε το βαφτιστικό μου όνομα στη μαμά μου τη θετή, για να μπορέσω να μπω σ ένα σχολείο, δεν με παίρναν σε μεγάλο σχολείο αφού δεν είχα βαφτιστικό.
Η μαμά μου ζητούσε, όταν μ έδωσε για υιοθεσία, σαν όρο, για να της δώσει το βαφτιστικό μου της νέας μου μαμάς, να την αφήνουν μια φορά τον μήνα να μπορεί να με βλέπει. Αλλά η θετή μου μαμά φοβόταν ότι αν γινόταν αυτό θα με χάνανε κάποια μέρα κι έτσι με υιοθέτησε χωρίς να ξέρει το βαφτιστικό μου. Δεν μπορούσα πια να πάω σχολείο. Κι ό,τι έμαθα τόμαθα μόνο απ τη θεία μου.
Κάθε Σάββατο λοιπόν, έκανα δουλίτσες στο σπίτι κ΄έπαιρνα μια καρεκλίτσα μ ένα κεντηματάκι, που μούμαθε η θεία μου να κεντάω, καθόμουνα στην αυλίτσα και περίμενα τη μαμά μου, γιατί κάθε Σάββατο πληρωνότανε (δούλευε στου Παπαστράτου) κι ερχότανε και μούφερνε σοκολάτες, καραμέλες ότι μπορούσε. Συντοχρόνω, σπίτι μας, ερχότανε κάπου κάπου κάποια κυρία (η πραγματική μου μαμά) και μου έφερνε σοκολάτες, καραμέλες, και ρώταγα τη μητέρα μου, γιατί ήμουνα πια οκτώ χρονώ, μαμά ποια είναι αυτή η κυρία που έρχεται και μου φέρνει καραμέλες; Είναι μια μακρινή μας θεία. Μου έλεγε. Μας αγαπάει και κάπου κάπου έρχεται και μας βλέπει…»
Info: Καίτη Γκρέυ «Αυτή είναι η ζωή μου»/ Επιμέλεια Γιώργος Χρονάς/ Εκδόσεις Οδός Πανός
Mάο Τσε Τουνγκ
Ο Μάο λάτρευε την πραγματική του μητέρα με ένα πάθος που δεν επέδειξε ποτέ για κανέναν άλλον. Ήταν μια άκακη, ανεκτική γυναίκα και ο Μάο θα θυμόταν αργότερα ότι ποτέ δεν του ύψωσε τη φωνή της. Από εκείνη κληρονόμησε το γεμάτο πρόσωπο, τα αισθησιακά χείλη και την ήρεμη αυτοκυριαρχία στο βλέμμα. Σε όλη του τη ζωή θα μιλούσε με συγκίνηση για τη μητέρα του. Εξαιτίας της ο Μάο, όταν ήταν μικρός έγινε βουδιστής. Πολλά χρόνια αργότερα θα έλεγε στο προσωπικό του: "Λάτρευα τη μητέρα μου [...] Όπου πήγαινε, εγώ την ακολουθούσα [....] στα πανηγύρια των ναών, όταν έκαιγε λιβάνι και χάρτινα νομίσματα ή όταν υποκλινόταν στον Βούδα [...] Πίστευα στον Βούδα, επειδή πίστευε η μητέρα μου." Ωστόσο, αργότερα, στην εφηβεία του, ο Μάο εγκατέλειψε τον βουδισμό.
Ο Μάο (δεξιά) στη μοναδική φωτογραφία που τον απεικονίζει με τη μητέρα του. Η φωτογραφία τραβήχτηκε στο Τσάνγκσα το 1919, λίγο πριν από το θάνατό της. Ο Μάο είναι 25 ετών και ντυμένος με τα ρούχα των λογίων, ενώ τα δύο μικρότερα αδέλφια του, ο Τσε -ταν (πρώτος από αριστερά) και ο Τσε-μιν (δεύτερος από αριστερά), φορούν ακόμη αγροτικά ρούχα.
Info: Μάο, «Η άγνωστη ιστορία»/ Γιουνγκ Τσανγκ-Τζον Χαλλιντέυ/ Μετάφραση Καλλιόπη Καρούση/ Εκδόσεις Εστία
Αλέξανδρος Ιόλας
«Η μητέρα μου, (Περσεφόνη Κουτσούδη), ήταν δικτατορική. Αυστηρών αρχών, αληθινός θηλυκός σατράπης, με αποτέλεσμα ο πατέρας μου Ανδρέας να διαμορφώσει ένα χαρακτήρα αρκετά συγκροτημένο, ωστόσο απολυταρχικό. Η αγάπη του για το εμπόριο τον οδήγησε στην Αίγυπτο, κοντά στα αδέρφια του πατέρα του. Η Περσεφόνη, ήταν μια μικροκαμωμένη, ρομαντική και πολύ καλή ηθοποιός…υποκρινόταν με το παραμικρό.
Αγαπούσε τα καναρίνια, έκλαιγε με το παραμικρό και ήταν πολύ ερωτιάρα και όμορφη. Μέσα στο σπίτι ακούγαμε μόνο οπερέτες. Αυτά στη δική μου οικογένεια, γιατί στις άλλες ελληνικές οικογένειες ακούγονταν τσάμικος, καλαματιανός, χασάπικος… Όλοι τη λάτρευαν την Περσεφόνη. Ήταν όμορφη, πλούσια και πολύ ερωτευμένη με τον πατέρα μου, ο οποίος όμως τον περισσότερο καιρό έλειπε στην Άνω Αίγυπτο. Ο πατέρας μου ήταν Χριστιανός ενώ η μητέρα μου ειδωλολάτρις…»
Info: Αλεξάνδρου Ιόλα «Η ζωή μου»/ Νίκος Σταθούλης/ Εκδόσεις Οδός Πανός
Βιρτζίνια Γουλφ
«Η μητέρα μου, (Julia Duckworth Stephen) φορώντας μια άσπρη πρωινή φούστα, έβγαινε συνήθως στο μπαλκόνι της, που στον τοίχο του μεγάλωναν άνθη του πάθους. Μπορώ άραγε να θυμηθώ, αν έμεινα ποτέ μόνη μαζί της περισσότερο από λίγα λεπτά; Αν ασυναίσθητα πάει το μυαλό μου σ’εκείνη, τη βλέπω να βρίσκεται πάντα μέσα σε ένα δωμάτιο με ανθρώπους Τη βλέπω πάντα μέσα σε μια παρέα, πάντα περικυκλωμένη, κομμάτι του κοινωνικού συνόλου, πάντα εκεί για όλους, πανταχού παρούσα».
Info: Βιρτζίνια Γουλφ «Ιδιοφυής και μόνη»/ Βέρνερ Βάλντμαν/ Μετάφραση Μαρίνα Μπαλάφα/ Εκδόσεις Μελάνι
Μiles Davis
«Η μητέρα μου (Κλεότα Χένρυ Ντέιβις) ήταν όμορφη γυναίκα. Είχε πολύ τύπο, έμοιαζε με Ινδή. Στο στυλ της Κάρμεν ΜακΡέι, με λείο σκούρο καφετί δέρμα, τονισμένα μήλα, μαλλιά όμοια με Ινδής και μεγάλα, πανέμορφα μάτια. Ο αδελφός μου ο Βέρνον κι εγώ της μοιάζαμε πάρα πολύ. Φορούσε γούνες και διαμάντια, ήταν μια εντυπωσιακή γυναίκα που ντυνόταν πάντα με την τελευταία λέξη της μόδας, κι όλες της οι φίλες φάνταζαν στα μάτια μου το ίδιο στυλάτες με κείνη. Ήταν πάντα ντυμένη στην τρίχα.
Της έμοιασα όχι μόνο στην εμφάνιση, αλλά και στην αγάπη της για τα ρούχα και στο καλό της γούστο. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι απ’ αυτήν κληρονόμησα και το καλλιτεχνικό μου ταλέντο, όποιο κι αν είναι αυτό. Δεν τα πηγαίναμε όμως και πολύ καλά οι δυο μας. Μάλλον φταίει το γεγονός ότι ήμαστε κι οι δύο πολύ δυνατοί κι ανεξάρτητοι χαρακτήρες. Βρισκόμασταν σε σύγκρουση διαρκώς. Την αγαπούσα τη μητέρα, ήταν ξεχωριστή περίπτωση. Ούτε να μαγειρεύει δεν ήξερε. Αλλά, όπως σας είπα, την αγαπούσα κι ας μην τα βρίσκαμε. Είχε την άποψή της για τη ζωή που θα ‘πρεπε να κάνω, κι εγώ είχα τη δική μου. Έτσι ήμουν από μικρός».
Info: Μάιλς, Αυτοβιογραφία/ Μάιλς Ντείβις & Κουίνσυ Τρουπ/ Μετάφραση Μαριλένα Μασσάρου/ Εκδόσεις Σέλας
Στέλιος Καζαντζίδης
«Ήταν απαίτηση της μάνας μου (κ. Γεσθημανή) να μπει η «Μπαντουβάλα» σε δίσκο. Παρακολουθούσε τότε (1959) τη δουλειά μου και, όταν της είπα ότι σκέφτομαι να κάνω και δικά μου τραγούδια, έδειξε ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον να δει τι ικανότητες είχε ο γιος της σαν συνθέτης. Στο σπίτι παρακολουθούσε τις πρόβες, άκουγε τα τραγούδια, μου έλεγε «Αυτό είναι πάρα πολύ ωραίο, αυτό δε μου αρέσει και τόσο, κάπου εκεί αυτό δεν ταιριάζει». Και πάντα είχε δίκιο, μα πάντα».
Info: Υπάρχω. Στέλιος Καζαντζίδης/ Μιλάει στον Βασίλη Βασιλικό/ Εκδόσεις Λιβάνη
Τένεσι Ουίλιαμς
Cover Credit: BERNARD SAFRAN
«Το πρώτο μας σπίτι στο Σαιν Λούις βρισκόταν στο Ουέστμινστερ Πλέις, έναν ευχάριστο δρόμο με κατοικίες πλαισιωμένο από μεγάλα δέντρα που τον έκαναν να μοιάζει με Νότιο δρόμο ως προς την εμφάνιση. Η Ρόουζ (η αδελφή του) κι εγώ κάναμε φίλους και περάσαμε μιαν ευχάριστη παιδική ζωή ανάμεσα τους, παίζοντας κρυφτό και περνά, περνά η μέλισσα, και κάνοντας μπάνιο με μάνικες του κήπου μέσα στο ζεστό καλοκαίρι. Η στενότερη φίλη της Ρόουζ ήταν ένα όμορφο παιδάκι του οποίου η μητέρα ήταν μια φαντασμένη που έκανε μπροστά μας κακεντρεχή σχόλια σχετικά με τη Μαμά και τον Μπαμπά. Τη θυμάμαι κάποτε να λέει « Η Κυρία Γουίλλιαμς κατεβαίνει πάντοτε το δρόμο λες και περπατάει πάνω στο ξύλινο πεζοδρόμιο της Ατλάντικ Σίτυ και ο κύριος Γουίλλιαμς βαδίζει κορδωτά σαν τον Πρίγκιπα της Ουαλίας».
Info: Τέννεσση Ουίλιαμς, Αναμνήσεις/ Μετάφραση Εύης Γεωργούλη/ Εκδόσεις Ίνδικτος
Γούντυ 'Αλλεν
Ήταν επίσης και η περίεργη σχέση που είχε με τους γονείς του. Επειδή ήταν κυρίως η συνήθεια της εποχής και επειδή, επίσης, η μητέρα του δεν ήξερε πώς αλλιώς να τον αντιμετωπίσει, συχνά χαστούκιζε ή έδερνε τον Άλαν στην προσπάθειά της να τον ελέγξει. Δεν είναι ότι τον κακομεταχειριζόνταν σαν παιδί ή δεν τον αγαπούσαν, ούτε ότι αυτός δεν αγαπούσε τους γονείς του. Ήταν απλά διαφορετικός από την οικογένειά του, σχεδόν από την αρχή, και να τον αντιμετωπίσουν αποτελούσε κάποιου είδους πρόβλημα γι' αυτούς, ακριβώς επειδή ήταν διαφορετικός.
Info: «Γούντυ 'Αλλεν, η βιογραφία μας ιδιοφυΐας»/ Eric Lax/ Μετάφραση Γιάννης Γαλάτης/ Εκδόσεις Α.Α. Λιβάνη
Σάλμαν Ρούσντι
Όταν είχε γίνει πια συγγραφέας, του είπε η μητέρα του: “Θα πάψω να σ’ τα λέω αυτά τα πράγματα, γιατί τα βάζεις στα βιβλία σου και ύστερα έχω μπλεξίματα”.
Info: «Η βιογραφία ενός ψευδώνυμου»/ Σαλμάν Ρούσντι, Τζόζεφ Άντον/ Μετάφραση Χρήστος Καψάλης, Έλλη Συλλογίδου/ Εκδόσεις Ψυχογιός
Δημήτρης Μητρόπουλος
Το 1924 η μητέρα του Αγγελική που μετά από τους θανάτους της κόρης της και του συζύγου της είχε μετακομίσει στο Βερολίνο άσκησε όλη την επιρροή της για να δεχτεί ο γιος της την πρόταση εκπροσώπου του Ωδείου Αθηνών για να αναλάβει την καλλιτεχνική διεύθυνση της ορχήστρας, μια ιδέα που αρχικά είχε απορρίψει. “Σκέψου την Ελλάδα!” του είπε επιπλήττοντάς τον, μόλις έμαθε για την πρόσκληση. “Σκέψου την Ελλάδα και συμμορφώσου!”. Την επόμενη μέρα εξηγώντας την κατάσταση στον μαέστρο Erich Kleiber είπε: “Δεν τις ξέρετε τις Eλληνίδες μάνες! Είναι βασίλισσες που απαιτούν υποταγή!”
Info: «Ο Ιεροφάντης της μουσικής. Η ζωή του Δημήτρη Μητρόπουλου»/ William R. Trotter/ Μετάφραση Αλέξης Καλοφωλιάς/ Eκδόσεις Ποταμός
John Peel
Ένα απόγευμα παίζαμε με την Francis (η αδελφή του) στον κήπο όταν ακούσαμε τον ήχο μιας μηχανής που περνούσε και τρέξαμε να την χαζέψουμε.Ήμασταν διακοπές στο Tre-Arddur Bay του Anglesey και όσο κι αν φαίνετα περίεργο σήμερα, εκείνη την εποχή σπάνια κυκλοφορούσαν οχήματα. Αντί να περάσει με ταχύτητα έκοψε και μπήκε στο δρόμο μας.Έτρεξα μέσα στο σπίτι.Η μητέρα έπλενε τα μαλλιά της σε ένα νεροχύτη μπροστά από ένα παράθυρο που έβλεπε στο δρόμο.Έτρεξα μέσα φωνάζοντας. Μαμά! Μαμά! Ένας αστείος κύριος στέκεται στην πόρτα μας.Κοίταξε έξω από το παράθυρο, ξέσπασε σε κλάματα και είπε Αυτός είναι ο πατέρας σου.
Info: John Peel, Margrave of the marshes/ Bantam Press
Φίντελ Κάστρο
«Η μαμά (Λίνα Ρους Γκονσάλες) με κρατάει στην ποδιά της και τότε πρώτη φορά γίνεται η γνωριμία με την καταιγίδα, πως είναι να βρίσκεσαι στο μάτι του κυκλώνα και ότι οι καταιγίδες ξεπερνιούνται ακόμα κι αν βρίσκεσαι μέσα σ’ένα σπίτι και ακούς τους ανέμους και τον κατακλυσμό και μαθαίνεις πόσο υπέροχο είναι να βρίσκεσαι κάτω από μια στέγη όταν συμβαίνει αυτό και δέχεσαι αυτή τη γνώση εξ επαφής, από το χέρι του πατέρα, που ακουμπάει στο κεφάλι σου, ενώ η μαμά σε προστατεύει μέσα στην αγκαλιά της».
Info: Η αυτοβιογραφία του Φιντέλ Κάστρο/ Norberto Fuentes/ Mετάφραση Στέλλα Δούκα - Τιτίνα Σπερελάκη/ Εκδόσεις Πατάκη
Άντι Γουόρχολ
«Η μάνα μου (Julia Warhola) εμφανίστηκε μια μέρα στο διαμέρισμά μου με βαλίτσες και σακούλες με ψώνια και μου ανακοίνωσε πως έφυγε από το Πίτσμπουργκ για να «έρθω να μείνω με τον Άντι μου». Της είπα, εντάξει, μπορείς να μείνεις, μόνο όμως μέχρι να αγοράσω συναγερμό για τους διαρρήκτες. Αγαπούσα τη μαμά, αλλά πίστευα πως γρήγορα θα κουραζόταν και θα την έπιανε νοσταλγία για την Πενσιλβάνια και τα αδέλφια μου και τις οικογένειές τους. Τελικά όμως δεν βαρέθηκε και αναγκάστηκα να μετακομίσω σε μεγαλύτερο σπίτι».
Info: POPism, Άντι Γουόρχολ/ Εκδόσεις Penguin
Σιμόν ντε Μποβουάρ
«Η μαμά, (Φρανσουάζ Μπρασέρ) πιο απόμακρη και πιο άστατη, μου γεννούσε ερωτικά συναισθήματα · θρονιαζόμουν στα γόνατά της · ένιωθα την ευωδιαστή γλύκα της αγκαλιάς της και γέμιζα με φιλιά τη δροσερή της σάρκα · καμιά φορά ερχόταν τη νύχτα πλάι στο κρεβάτι μου, ωραία σαν ζωγραφιά, άλλοτε φορούσε μια πράσινη μεταξωτή ρόμπα στολισμένη με ένα μοβ λουλούδι, κι άλλοτε μια γυαλιστερή μαύρη. Όταν θύμωνε, έσμιγε τα φρύδια της · έτρεμα αυτή την άγρια λάμψη που ασκήμιζε το πρόσωπό της · είχα ανάγκη την αγάπη της».
Info: «Οι αναμνήσεις μιας καθωσπρέπει κόρης»/ Σιμόν ντε Μποβουάρ/ Μετάφραση Λέανδρος Πολενάκης/ Εκδόσεις Γλάρος
Serge Gainsbourg
«Ζούσαμε σε ένα μικρό, άθλιο διαμέρισμα δυο δωματίων και η μητέρα μου (Olga Bessman) είχε κρύψει τα ψεύτικα χαρτιά μας κάτω από το μουσαμά του τραπεζιού της κουζίνας. Μια ωραία μέρα, έγινε έρευνα, όχι από τα SS αλλά από το γαλλικό στρατό. Aυτό μας ανησύχησε περισσότερο. Η μητέρα μου κάθισε στην άκρη του τραπεζιού και είπε στους άντρες να ψάξουν με τον τρόπο τους. Έψαξαν τα πάντα, αλλά δεν σκέφτηκαν να πουν στη μητέρα μου να σηκωθεί κι έτσι δεν βρήκαν τίποτα».
Info: Gainsbourg ou le garcon sauvage/ Gilles Verlant/ Editions Albin Michel
Μαργαρίτα Καραπάνου
«Όταν ερωτεύεται η μαμά (Μαργαρίτα Λυμπεράκη), κάνει υγιεινή ζωή και πίνει μεταλλικό νερό. Έτσι, δεν τη βλέπω καθόλου. […]. Όταν είναι ερωτευμένη, κοιτάζεται πολύ στον καθρέφτη, βάζει ρουζ κάθε τέταρτο, αλλάζει ρούχα κάθε πέντε λεπτά.
-Μαμά, εγώ δεν υπάρχω;
-Υπάρχεις, υπάρχεις, μου λέει αφηρημένη…»
Info: «Μαμά»/ Μαργαρίτα Καραπάνου/ Εκδόσεις Ωκεανίδα
Το κείμενο δημοσιεύτηκε αρχικά το 2013 και συνεργάστηκαν οι δημοσιογράφοι: Γιάννης Νένες, Λένα Χουρμούζη, Δημήτρης Μαστρογιαννίτης, Γιώργος Δημητρακόπουλος, Κωνσταντίνος Τζήκας.