Από τον πάταγο του «Drive» ώς τη μεθοδική ερμηνεία του «Ides of March» και από ό,τι άλλο μεσολάβησε μέχρι το «Gangster Squad» και το «Μόνο ο Θεός συγχωρεί», μπορεί να μην είσαι από εκείνους που κοιμούνται κάτω από την αφίσα του, αλλά οφείλεις να το παραδεχτείς: στο πρόσωπό του η δεκαετία που διανύουμε αναγνωρίζει το απόλυτο αρσενικό της. «Μου φαίνεται ότι συνέβησαν όλα πολύ φυσιολογικά», λέει ο ίδιος. Με την εκ των υστέρων αποκτηθείσα γνώση μας, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε κάτι ανάλογο και εμείς, αλλά κακά τα ψέματα, τίποτα δεν μας προϊδέαζε για την κατοπινή ιλιγγιώδη του απογείωση προς τη φήμη την πρώτη φορά που τρυπώσαμε σε μια αίθουσα για την απογευματινή προβολή, προκειμένου να τον δούμε στο «Blue Valentine».
Όλα όμως εξυπηρετούν κάποιον σκοπό. Σε εκείνη την ανεξάρτητη παραγωγή του 2010, με τη συμμετοχή στο διαγωνιστικό του Sundance, το σάουντρακ των Grizzly Bear, τα 70s φλούο χρώματα, θαρρείς περασμένα από θαμπόγυαλο, και τις σταγόνες του ιδρώτα να ποτίζουν το αφυδατωμένο από το αλκοόλ μέτωπό του, ο Ράιαν Γκόσλινγκ έκανε τη μαθητεία του σε μια αμφιλεγόμενη ταινία ερμηνειών. Συμβαίνει σε όλους.
Αυτό που προκύπτει μια στο τόσο όμως είναι μια ταινία σαν το «Drive», ένα φιλμ-κόλακας της αρχετυπικής μυθολογίας του σινεμά, το οποίο δανειζόταν δημιουργικά ισόποσα από το «Samurai» του Μελβίλ και από το «Blade Runner» του Ρίντλεϊ Σκοτ, προκειμένου να μαλάξει κάθε ευαίσθητη χορδή των υποψιασμένων σινεφίλ και να προσδώσει στις θηλυκές παριστάμενες του ακροατηρίου εκείνο το υγρό, ονειροπαρμένο βλέμμα που μονάχα στα ξεκινήματά του ο Τζόνι Ντεπ ή ο Μπραντ Πιτ μπορεί να είχαν το χάρισμα να τους το προσφέρουν τόσο απλόχερα.
Όλα όσα συνέθεταν εκείνη την ταινία ήταν σπάνια και τοποθετημένα στη σωστή τους θέση με την ακρίβεια ελβετικού ρολογιού. Από τα ρετροφουτουριστικά πλάνα ώς το ηλεκτρο-prog σάουντρακ των Chromatics και των Kavinsky. Μα προπάντων ήταν ο ίδιος ο Γκόσλινγκ. Γραμμωμένος ώς τον τελευταίο μυ, σκανδαλωδώς λακωνικός, αποπνέοντας αυτό το σπάνιο χαρμάνι ήπιας αρρενωπότητας που κατά βάθος βρέθηκε σε αυτή τη ζωή για να βρει μια αγκαλιά να κουρνιάσει, ο πρωταγωνιστής του «Drive» πέτυχε το τέλειο κράμα μεταξύ Στιβ ΜακΚουίν και Αλέν Ντελόν, το οποίο μεταμόρφωσε την καριέρα του οριστικά.
Ο Γκόσλινγκ μοιάζει σαν χαρακτήρας από την «Πρώιμη επιτυχία» του Φιτζέραλντ. Ισχύει και στη δική του περίπτωση αυτό που ο συγγραφέας είχε περιγράψει ως εξής: «Η πρόωρη επιτυχία χαρίζει σε κάποιον μια σχεδόν μυθική αντίληψη του πεπρωμένου -στη χειρότερή της μορφή, μια ναπολεόντειο αυταπάτη- σε αντίθεση με τη δύναμη της θέλησης». Όλα αυτά με την έννοια ότι τίποτε δεν μπορεί να του πάει στραβά.
Το «Crazy, Stupid, Love» εξυπηρέτησε ως στάνταρ ρομαντικό κωμειδύλλιο προορισμένο να εξαργυρώσει το hype του «Drive» στο mainstream. Το «Ides of March» ήταν η απόπειρά του σε μια μεθοδική ερμηνεία, στη διάρκεια της οποίας αναμετρήθηκε στα ίσα με τον Τζορτζ Κλούνεϊ - και όπου πιθανότατα τον κέρδισε. Το «The Place Beyond The Pines» τον βρίσκει πάλι σε ρόλο ευαίσθητου, τατουαζάτου κωλοπαιδαρά, ενώ το «Gangster Squad» προσφέρει δύο χορταστικές ώρες μυθικού Ράιν Γκόσλινγκ, φιλμαρισμένου σε απολαυστικό aspect ratio τελευταίας τεχνολογίας.
Κι ένα ποτ-πουρί με τις πιο καυτές Gosling στιγμές: