Duffy: Η ιστορία απαγωγής και σεξουαλικής κακοποίησης που έζησε

Η γνωστή τραγουδίστρια μιλάει για πρώτη φορά μετά από 10 χρόνια σιωπής

H τραγουδίστρια Duffy έπεσε θύμα απαγωγής και συνεχόμενου βιασμού. Μετά από 10 χρόνια σιωπής περιγράφει σε ένα κείμενό της, όσα συνέβησαν.

Κάποτε, πριν δέκα χρόνια, αγαπήσαμε την Duffy, έφερε έναν αέρα από τα 60s και το Merseybeat στα pop charts και τα ραδιόφωνα την αγάπησαν σχεδόν όσο και την Amy Winehouse, θα έλεγα, πλην της τραγωδίας – της Amy.

Δυστυχώς υπήρξε και μία πολύ άγρια, σκληρή ιστορία και με την Duffy και αυτός ήταν ο λόγος που κυριολεκτικά εξαφανίστηκε από προσώπου Γης εδώ και μία δεκαετία.

Η τραγουδίστρια από την Ουαλία, βραβευμένη με Grammy, ένα όμορφο κορίτσι που μας είχε χαρίσει hits όπως το «Mercy», το «Well, Well, Well» και το «Rain On Your Parade», μετά και το τελευταίο της άλμπουμ «Endlessly», του 2010, χάθηκε από τα media και έζησε μία απίστευτη περιπέτεια από την οποία, χρειάστηκε όλα αυτά τα χρόνια για να επουλώσει τις πληγές – και μάλλον δεν πρόκειται να επουλωθούν, αλλά αποφάσισε να μοιραστεί με το κοινό την ιστορία της, με παρηγορητική ειλικρίνεια: πριν λίγους μήνες, ανέβασε στο λιτό, άδειο, σκληρά κενό από δημοσιοσχεσίτικες φανφάρες, επίσημο site της αυτά που ήθελε να πει «ελπίζοντας ότι θα βοηθήσει κι άλλους ανθρώπους που έχουν υποφέρει τα ίδια».

Μία μακροσκελής ανάρτηση που, ιδωμένη υπό το πρίσμα των όσων συμβαίνουν αυτές τις μέρες και στην Ελλάδα που ζει το δικό της #Me_too, αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Η Duffy περιγράφει πώς, την ημέρα των γενεθλίων της, κάποιοι την νάρκωσαν, την κακοποιούσαν επί τέσσερις εβδομάδες στο σπίτι της και, μετά, την μετέφεραν σε μία ξένη χώρα όπου και βιάστηκε. Η τραγουδίστρια κατάφερε να δραπετεύσει και να επιστρέψει στην πατρίδα της, αλλά όλα είναι πολύ συγκεχυμένα στο μυαλό της και υπάρχουν πολλά και μεγάλα κενά μνήμης.

Το 5ο Σπίτι: Το κείμενο της τραγουδίστριας Duffy για την απαγωγή και τον συνεχόμενο βιασμό της

«Με στεναχωρεί που αυτή η ιστορία μου είναι γεμάτη θλίψη ενώ τόσος πολύς κόσμος χρειάζεται το αντίθετο αυτή την εποχή. Μπορώ απλώς να ελπίζω ότι οι λέξεις μου θα είναι μία στιγμιαία φυγή από σκέψεις και ίσως προσφέρουν κάποια παρηγοριά για το ότι μπορούμε τελικά να βγούμε από το σκοτάδι.

Είμαστε σε ταραγμένους καιρούς, όπου δεν έχουμε ξαναδεί τέτοια εθνική και παγκόσμια ανησυχία από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Τώρα είναι πιο σημαντικό από ποτέ να σκεφτούμε την επίδραση που έχουμε ο ένας στον άλλο.

Θα υπάρξει μία μεγάλη αλλαγή αυτή που θα προέλθει από αυτή την κοινή σε όλους κρίση, μία νέα κατανόηση και εκτίμηση της ελευθερίας και της ανθρώπινης επικοινωνίας. Την απώλεια, όμως τη γιατρεύει μόνο ο χρόνος.

Δεν είμαι φιλόλογος, δεν δίνω ομιλίες αλλά πρέπει να αναφέρω την παρούσα κρίση. Ζούμε τραγικές μέρες. Όπως εσείς, έτσι κι εγώ ανησυχώ για συγγενείς, αγαπημένους ανθρώπους και συνεργάτες. Μοιραζόμαστε τα δάκρυά μας. Η μόνη μας θεραπεία τώρα είναι η πρόληψη, το να μένουμε σπίτι και να συνεργαζόμαστε με εκείνους που εργάζονται στην πρώτη γραμμή.

[…]

Αν διαβάζετε αυτό, πρέπει να σας προειδοποιήσω ότι περιέχει πληροφορίες που κάποιοι μπορεί να αναστατωθούν από αυτές. Η ιστορία δεν πρόκειται να φύγει, θα παραμείνει online, γι’ αυτό και θα σας συνιστούσα, αν δεν μπορείτε να αντέξετε κάποιον να υποφέρει, να μη διαβάσετε παρακάτω.

Η Duffy τραγουδά στο γερμανικό τηλεοπτικό σόου «Wetten dass...? (Bet that ...?)», 28 Φεβρουαρίου 2009, © Germany EPA/Rolf Vennenbernd BASIS

Εγώ, σε τέτοιες στιγμές, θυμάμαι τα λόγια της Maya Angelou που είπε κάποτε “δεν υπάρχει μεγαλύτερη αγωνία από το να κουβαλάς μια ιστορία που δεν την έχεις πει πουθενά, μέσα σου”, και μοιράζομαι τη δική μου ιστορία, σήμερα, με εσάς.

Ανέβασα τα λόγια που έγραψα πριν μερικές εβδομάδες γιατί είχα κουραστεί να κρύβομαι. Ποτέ δεν ένιωσα ελεύθερη ή να μου φεύγει το βάρος. Είχα εγκλωβιστεί μέσα στην ιστορία μου σαν ένα σκοτεινό μυστικό. Με έκανε να είμαι και να νιώθω μόνη.

Αυτό που επίσης βρίσκω δύσκολο να εξηγήσω είναι ότι με το να κρύβομαι, να μη μιλάω, επέτρεπα στον βιασμό να γίνεται η συντροφιά μου. Ζούσαμε εγώ κι αυτό μέσα μου, και δεν ήθελα να νιώθω πλέον εξοικείωση με αυτό, είχε ήδη περάσει μία δεκαετία που ήταν καταστροφική. Έπρεπε να ελευθερωθώ. Πληγώθηκα και θα ήταν επικίνδυνο να μιλήσω με αυτόν τον πόνο αν, πρώτα, δεν ένιωθα έτοιμη.

Πριν δεν μπορούσα να κάνω αυτό που κάνω σήμερα. Επίσης σκεφτόμουν, και είχα αρχίσει να ψάχνω τις νομικές οδούς για να αλλάξω το όνομά μου στα δημόσια αρχεία και να εξαφανιστώ σε κάποια άλλη χώρα, να γίνω ανθοπώλης ή κάτι τέτοιο, για να αφήσω πίσω μου το παρελθόν και να αρχίσω μία νέα ζωή.

Αν και ήδη ήταν δύσκολο να με εντοπίσει κάποιος, εγώ σκεφτόμουν να αλλάξω τα μαλλιά μου, να έχω καινούργιο όνομα, να βρω ένα αγόρι, να με ξεχάσουν εντελώς. Όσο περνούσε ο καιρός όμως καταλάβαινα ότι δεν μπορούσα να συνεχίσω να κρύβομαι, όσο δελεαστικό -σαν να πηγαίνεις για καφέ στο Παρίσι- κι αν ακούγεται αυτό.

[…]

Επειδή δεν έχω ακόμα αποκτήσει μία ουσιαστική προσωπική ζωή, δεν έχω τη δική μου οικογένεια, δίσταζα αν θα πρέπει να δημοσιοποιήσω την ιστορία μου και σκεφτόμουν πόσο θα επηρέαζε τη μελλοντική μου αισθηματική ζωή. Δεν είναι ακριβώς το παρελθόν που θα ήθελα να έχω όταν συναντήσω τον έρωτα της ζωής μου.

Επίσης ανησυχούσα για το πώς θα επιστρέψω στη μουσική και πώς θα αντιμετώπιζα τη μόνιμη ερώτηση “τι συνέβη”, “πού εξαφανίστηκες”,  “γιατί εξαφανίστηκες”, “τι έκανες όλα αυτά τα χρόνια”.

[…]

Κάποιοι με προειδοποίησαν να μην σας πω αυτά που πρόκειται να σας πω. Μερικοί προέβλεψαν ότι θα ήταν το τέλος για μένα σε όποιες πιθανότητες είχα να επιστρέψω στη μουσική, μερικοί είπαν ότι θα με περιφρονήσει το κοινό, ένας άλλος είπε ότι θα με θεωρήσουν εγωίστρια επειδή ο βιαστής είναι ακόμα ελεύθερος.

[…]

Ήταν τα γενέθλιά μου, με νάρκωσαν σε ένα εστιατόριο, ήμουν ναρκωμένη επί τέσσερις εβδομάδες και μετά με ταξίδεψαν σε μία ξένη χώρα. Δεν θυμάμαι πώς μπήκα στο αεροπλάνο και πώς επέστρεψα στο πίσω μέρος ενός οχήματος. Με έβαλαν σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου και ο απαγωγέας επέστρεφε και με βίαζε. Θυμάμαι τον πόνο και την προσπάθεια να μείνω ξύπνια, στο δωμάτιο, όταν έφευγε. Ήρθε και την επόμενη μέρα, δεν με κοίταζε καθόλου, με έβαζε να περπατώ από πίσω του, είχα κάποια αίσθηση αλλά σερνόμουν. Θα μπορούσε να με είχε πετάξει σε κανένα χαντάκι. Σκεφτόμουν να δραπετεύσω, να πάω σε κάποια κοντινή πόλη, καθώς κοιμόταν αλλά δεν είχα καθόλου χρήματα και φοβόμουν ότι θα καλούσε την αστυνομία για να πει ότι χάθηκα και θα με έψαχναν. Δεν ξέρω πώς είχα τη δύναμη να αντέξω τόσες μέρες, ένιωθα όμως ότι υπήρχε κάτι που με βοήθησε να παραμείνω ζωντανή. Με έβαλε σε ένα αεροπλάνο και γυρίσαμε πίσω. Ήμουν όσο ήρεμη και κανονική θα μπορούσα να είμαι σε μία τέτοια κατάσταση και, όταν γύρισα σπίτι, κάθισα ζαλισμένη, σαν ζόμπι. Ήξερα ότι η ζωή μου βρισκόταν σε άμεσο κίνδυνο, μου είχε αφήσει τέτοια υπονοούμενα όταν μου μιλούσε. Με τη λίγη δύναμη που μου είχε απομείνει, το ένστικτό μου με έκανε να αρχίσω να τρέχω, να τρέχω, μέχρι να πάω κάπου όπου θα μπορούσα να ζήσω χωρίς να μπορεί να με βρει.

Ο βιαστής με νάρκωνε και με βίαζε μέσα στο ίδιο μου το σπίτι επί τέσσερις εβδομάδες. Δεν ξέρω αν με βίαζε εκεί, μέσα σε αυτό το διάστημα, το μόνο που θυμάμαι είναι να είμαστε σε ένα αυτοκίνητο σε κάποια ξένη χώρα και μετά την απόδρασή μου από εκεί, μετά από κάποιες μέρες. Δεν ξέρω γιατί δεν με νάρκωσε όσο ήμασταν στο εξωτερικό. Μάλλον, σκέφτομαι, θα μου έδινε κάποιο ναρκωτικό Α’ κατηγορίας που δεν μπορούσε να το κουβαλάει μαζί του στο ταξίδι.

Όταν όλα τελείωσαν, κάποιος γνωστός μου ήρθε στο σπίτι μου και με βρήκε να στέκομαι στο μπαλκόνι με βλέμμα κενό, τυλιγμένη με μία κουβέρτα. Δεν θυμάμαι πώς βρέθηκα σπίτι μου. Ο γνωστός μου είπε ότι ήμουν κατακίτρινη και έμοιαζα σαν πεθαμένη.

Μετά από αυτό δεν ένιωθα ασφαλής να πάω στην αστυνομία. Ένιωθα ότι, αν όλα πήγαιναν στραβά, θα ήμουν νεκρή κι αυτός θα με είχε σκοτώσει. Δεν ήθελα να το ρισκάρω, να χειριστούν λάθος την υπόθεσή μου και μετά να είμαι εγώ σε όλες τις ειδήσεις ενώ ακόμα κινδύνευα. Πραγματικά, έπρεπε να ακολουθήσω το ένστικτό μου. Έχω μιλήσει σε δύο γυναίκες αστυνομικούς, μετά από διαφορετικά περιστατικά με απειλές, τα τελευταία δέκα χρόνια, είναι όλα καταγεγραμμένα.

Και καθώς θρηνούσα κι έλεγα τι έκανα και ήρθε αυτό στη ζωή μου, διάβασα κάτι που έλεγε “στο τέλος, ποτέ δεν είναι ανάμεσα σε εσένα και αυτούς, είναι πάντα ανάμεσα σε αυτούς και τον Θεό”. Αυτό με βοήθησε πολύ, αφού δεν υπήρχε πουθενά αλλιώς δικαιοσύνη.

Κάποια στιγμή, κάποιος με απείλησε ότι θα αποκαλύψει την ιστορία μου κι έπρεπε να το πω στη γυναίκα αστυνομικό για το τι είδους πληροφορίες σχετικά με εμένα είχε αυτός ο άνθρωπος, ότι ήταν κανονική απειλή και φοβόμουν. Το δεύτερο περιστατικό ήταν όταν τρεις άντρες προσπάθησαν να εισβάλλουν στο σπίτι μου και τότε είπα στη δεύτερη γυναίκα αστυνομικό σχετικά με τον βιασμό μου. Η ταυτότητα του βιαστή θα έπρεπε να μείνει μόνο μεταξύ εμού και της αστυνομίας.

Το πρώτο πρόσωπο στο οποίο μίλησα ήταν, μήνες αργότερα, σε μία ψυχολόγο η οποία είναι κορυφαία στη Μεγάλη Βρετανία για τις επιπλοκές και το τραύμα μετά από σεξουαλική βία. Δεν έχω ιδέα πώς ήμουν τόσο τυχερή και τη βρήκα όλα αυτά τα χρόνια, τα όμορφα μπλε μάτια της, ο ροζ καναπές, η τεράστια βιβλιοθήκη, το φοβερό της μυαλό και ικανότητές της. Χωρίς αυτήν μπορεί να μην τα είχα καταφέρει. Υπήρχαν μεγάλες πιθανότητες για αυτοκτονία μου. Η ψυχολόγος με πλησίασε, με είδε σαν πρόσωπο, έμαθε για μένα και με καθοδήγησε. Το έκανε πολύ διακριτικά. Δεν μπορούσα να την κοιτάξω στα μάτια τις πρώτες οκτώ περίπου συνεδρίες που κάναμε, και το να κοιτάζω στα μάτια είναι ακόμα κάτι με το οποίο έχω πρόβλημα. Η ιδέα της θεραπείας ήταν σχεδόν αδύνατη.

Το επόμενο διάστημα από το γεγονός δεν ήθελα να δω κανέναν, ούτε άνθρωπο, για εβδομάδες και εβδομάδες ολόκληρες έμενα μόνη. Έβγαζα τις πιτζάμες μου, τις πετούσα στη φωτιά και φορούσα άλλο ζευγάρι. Τα μαλλιά μου ήταν τόσο αχτένιστα και μπλεγμένα με κόμπους, από τη θλίψη μου, που τα έκοψα όλα.

Το μοιράζομαι αυτό μαζί σας γιατί ζούμε σε ένα σκληρό κόσμο και δεν ντρέπομαι πια επειδή κάτι με πλήγωσε τόσο βαθιά. Πιστεύω ότι αν μιλάς από την καρδιά σου, τότε οι άλλοι θα ανταποκριθούν. Όσο σκοτεινή κι αν είναι η ιστορία μου, μιλάω μέσα από την καρδιά μου, για τη ζωή μου, για τη ζωή των άλλων, και όσων έχουν υποφέρει τα ίδια.

[...]

Μου πήρε τόσο καιρό να μιλήσω γιατί μετά τον βιασμό μου και την ομηρία μου, μετακινούμουν συνέχεια. Μέσα στα επόμενα τρία χρόνια μετακόμισα πέντε φορές, πουθενά δεν ένιωθα ασφαλής, ένιωθα συνέχεια κυνηγημένη για τόσο πολύ καιρό. Βρήκα κάπου να μείνω, το 5ο σπίτι, το οποίο δεν ήταν τόσο απομονωμένο όσο τα άλλα σπίτια και διαμερίσματα. Ένιωθα και νιώθω ασφαλής σε αυτό.

[...]

Η Duffy τραγουδά στο γερμανικό τηλεοπτικό σόου «Wetten dass...? (Bet that ...?)», 28 Φεβρουαρίου 2009, © EPA/CLEMENS BILAN

Η 35χρονή Aimee Duffy, όπως είναι το πλήρες όνομά της, πατάει στα πόδια της ξανά, σιγά σιγά και με τη βοήθεια των ανθρώπων που της συμπαραστάθηκαν με μεγάλη αγάπη και δύναμη από τότε που κοινοποίησε την ιστορία της.

Και ξαναβρίσκει την αγάπη της για τη μουσική - και τη θεραπευτική της επίδραση. Το άλμπουμ της «Rockferry» ήταν το άλμπουμ με τις μεγαλύτερες πωλήσεις στη Μεγάλη Βρετανία το 2008 και κέρδισε τρία Brit Awards και ένα Grammy. Το δεύτερο άλμπουμ, «Endlessly», κυκλοφόρησε το 2010.

Πριν λίγες εβδομάδες, η Duffy κυκλοφόρησε ένα καινούργιο τραγούδι, το «Something Beautiful», ένα τρυφερό τραγούδι που, όμως, πίσω από τη θλίψη του κρύβει μία ελπίδα (ακούστε μόνο τον τρόπο που τραγουδάει το beau-tiful) και, βέβαια, τη φωνή της Duffy, μία κοριτσίστικη ανάσα με μία αδιόρατη βραχνάδα γυναίκας.

Η Duffy τραγουδά στο Superbock Festival στην Πορτογαλία, Ιούλιος 2009 © EPA/JOSE SENA GOULAO

Σε έναν κόσμο που δηλώνει συμπαράσταση όλο και πιο έντονα και ζητάει δικαίωση για ανθρώπους που έχουν υποστεί όσα και η Duffy, ίσως η ελπίδα να μην υπάρχει άδικα μέσα στο τραγούδι της.