Η πτώση του Τζόνι Ντεπ
Τέσσερα χρόνια μετά το πολύκροτο διαζύγιο του Τζονι Ντεπ και της Άμπερ Χερντ, οι δύο πρώην σύζυγοι είναι και πάλι αντίδικοι
Τζόνι Ντεπ: Από κουλ και χαριτωμένος celebrity τη δεκαετία του 1990, στα δικαστήρια για επιθετική συμπεριφορά σήμερα - Πώς έχει καταρρεύσει η δημόσια εικόνα του
Ο Τζόνι Ντεπ μήνυσε την πρώην σύζυγό του, Άμπερ Χερντ, για συκοφαντική δυσφήμιση μετά από δηλώσεις της για ενδοοικογενειακή βία − κάτι που είχε συζητηθεί ευρέως ως αιτία του διαζυγίου το 2016 και πάλι το 2018. Είτε κερδίσει αυτή τη δίκη, είτε όχι, είτε η Άμπερ Χερντ συμμετείχε στο παιχνίδι της βίας, είτε όχι −φέρεται να του πέταγε στο κεφάλι κατσαρόλες και τηγάνια−, η δημόσια εικόνα του Τζόνι Ντεπ έχει φθαρεί. Παρότι έχει καταβάλει δεκάδες εκατομμύρια δολάρια για να κάνει την Χερντ να σωπάσει, η δίκη αυτές τις μέρες που εκτυλίσσεται στο Φέρφαξ της Βιρτζίνια εντείνει τις φήμες για απαράδεκτη συμπεριφορά: μεταξύ άλλων, η Χερντ είπε χθες ότι «όντας μεθυσμένος τη βίασε με μπουκάλι». Το παιδί από το Κεντάκι, αν και δεν λείπουν οι μάρτυρες υπεράσπισης −ένας παιδικός του φίλος, η αδερφή του η Christi Dembrowski− βρίσκεται στο χαμηλότερο σημείο της δημοτικότητάς του και η δίκη, προς το παρόν τουλάχιστον, δεν φαίνεται να τον ευνοεί.
Στη δεκαετία του 1990 ήταν κουλ∙ χαριτωμένος και εναλλακτικός. Ήταν όμως διαφορετική και η εποχή: αν και είχαν ακουστεί φήμες για σκηνές βίας με την Κέιτ Μος σε ξενοδοχείο, λίγοι τότε έδιναν σημασία σε κάτι τέτοια∙ οι σταρ απολάμβαναν κάποιας ασυλίας. Ιδιαίτερα οι άνδρες, τα «αγόρια». Όμως αργότερα, εικόνες παραβατικής συμπεριφοράς υπό την επήρεια αλκοόλ και ναρκωτικών, καθώς και η χασούρα στη δικαστική του υπόθεση κατά της βρετανικής εφημερίδας Sun, έπεισε ακόμα και τους θαυμαστές του Τζόνι Ντεπ ότι στην περίπτωσή του δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά. Το 2020 η ετυμηγορία των βρετανικών δικαστηρίων ήταν ότι «δέρνει γυναίκες»: δεν είναι βεβαίως ο μόνος.
Ο Σον Κόνερι είχε ξυλοκοπήσει την πρώτη του σύζυγο και παραδεχόταν συχνά ότι «αν η γυναίκα είναι σκύλα, ή υστερική ή επιθετική» ίσως να της χρειάζεται ένα καλό μπερντάχι. Ο Ντεπ πάντως ήταν πολύ διαφορετική φιγούρα από τον Κόνερι: δεν παρίστανε το αρσενικό της ζούγκλας και το κοινό του δεν του ζητούσε ό,τι ζητούσε από τον Τζέιμς Μποντ. Το ότι ο Ντεπ μήνυσε τη Sun για συκοφαντική δυσφήμιση όταν τον περιέγραψε ως «ένοχο ενδοοικογενειακής βίας», και επανέλαβε το ίδιο όταν η Χερντ μίλησε για κακοποίηση σε τηλεοπτική εκπομπή, τον διαφοροποιεί από τον Κόνερι. Ο Κόνερι δεν θα μήνυε κανέναν για κάτι τέτοιο.
Στη δεκαετία του 1990 ο Τζόνι Ντεπ αντιπροσώπευε μια ευάλωτη αρρενωπότητα. Μαζί με τον Κερτ Κομπέιν και τον Ρίβερ Φοίνιξ ήταν όμορφα αγόρια, άλλοτε λίγο βασανισμένα, άλλοτε παιγνιώδη σαν ήρωες παραμυθιών. Ιδιαίτερα ο Ντεπ διάλεγε ρόλους που, αν και δεν τους έλειπε η σκοτεινή πλευρά, είχαν ένα στοιχείο Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων. Ο Κομπέιν και ο Φοίνιξ έχασαν τη ζωή τους και ο Ντεπ έχασε τη δημόσια εικόνα του. Γι’ αυτή την πτώση δεν ευθύνεται μόνο η υπόθεση του μελανιασμένου προσώπου της Χερντ, αλλά και οι εμφανίσεις του ίδιου στα ΜΜΕ: συχνά είναι μεθυσμένος και high∙ είναι ασυνάρτητος. Όταν το 2018 τον ρώτησαν αν πράγματι ξόδευε μηνιαίως 30.000 δολάρια για αλκοόλ, απάντησε «με προσβάλλετε […] ξοδεύω πολύ περισσότερα». Τέτοιες εξυπνάδες μπορούσαν να ειπωθούν στις δεκαετίες του 1970, του 1980 και του 1990, αλλά σήμερα δεν επιτρέπεται πια. Ιδιαίτερα όταν συνοδεύονται από μαρτυρίες για υπερβολική χλιδή με ιδιωτικά τζετ, κοκαΐνη για πρωινό και καυγάδες για το αν η Χερντ ή το σκυλάκι της, ένα γιορκσάιρ τεριέ, είχε αφοδεύσει στο κρεβάτι του Ντεπ. Καταστροφικό για την καριέρα του Ντεπ και απογοητευτικό για όσους τον ακολουθούσαν από τις πρώτες μέρες είναι ότι έχει πέσει πολύ χαμηλά στην προσωπική του ζωή: απαθανατίστηκε να πετάει τηλεφωνική συσκευή στο κεφάλι της γυναίκας του, αναφέρθηκε στον Λεονάρντο Ντι Κάπριο με τον χαρακτηρισμό «κολοκύθας», ενώ για τον Τσάνινγκ Τέιτουμ είπε ότι «έχει μυαλό πατάτας». Παραλλήλως φαίνεται ότι έστελνε μοχθηρά email σε φίλους του βρίζοντας την Άμπερ Χερντ σαν εξάχρονο. Αν θυμάται κανείς τον Ντεπ όταν ήταν νέος, θα θυμάται σίγουρα κι ένα είδος λόγιας ευφράδειας που τον έκανε να ξεχωρίζει.
Το στιλ του έχει παρακμάσει θλιβερά. Πηγαίνει στο δικαστήριο σαν παρωδία του εαυτού του με πειρατικό μαντίλι του και μπλε γυαλιά ηλίου − χώρια το ότι ασχολείται με αφόδευση σκυλιών. Πώς να τον αντιμετωπίζει σήμερα ο Κιάνου Ριβς, ένας από τους επιζώντες της γενιάς του grunge; Ή οι θαυμαστές του που τον έβλεπαν το 1987 στο «21 Jump Street» ή στο «Cry-Baby» του Τζον Γουότερς; Κάτι άρχισε να μην πηγαίνει καλά από τον ρόλο του ως τσιγγάνου στο «Σοκολάτα» δίπλα στη Ζυλιέτ Μπινός, αλλά έκανε σπουδαίες εμφανίσεις στον «Ψαλιδοχέρη», στο «Τι τρώει τον Τζίλμπερτ Γκρέιπ;», στον «Νεκρό» του Τζιμ Τζάρμους, στον «Ντόνι Μπράσκο»: ήταν ανεξάρτητες ταινίες και συνοδεύονταν από έναν αέρα ρομαντισμού. Στο μεταξύ, τα τατουάζ έδειχναν την εξέλιξή του: όταν έβγαινε με τη Γουαϊνόνα Ράιντερ, στο μπράτσο του έγραφε «Winona Forever», κάτι που άλλαξε σε «Wino Forever» όταν την αντικατέστησε με το ποτό, ενώ αργότερα το τατουάζ για τη Χερντ με το χαϊδευτικό «Slim» άλλαξε σε «scum» και μετά σε «scam». Για τους φαν, ο Ντεπ και η Ράιντερ ήταν ακαταμάχητοι: νέοι, ωραίοι, λίγο γοτθικοί, λίγο αουτσάιντερ∙ όταν ο Ντεπ άρχισε να βγαίνει με το φωτομοντέλο, την Κέιτ Μος, αν και φαίνονταν τρελά ερωτευμένοι −ιδιαίτερα όταν κρατιούνταν από το χέρι του στο κόκκινο χαλί του φεστιβάλ των Καννών− μαθεύτηκε ότι έκαναν (έκανε) γυαλιά καρφιά ένα δωμάτιο ξενοδοχείου προκαλώντας ζημιά αξίας 8.000 δολαρίων. Πολλοί σταρ πάθαιναν αμόκ και κατέστρεφαν δωμάτια ξενοδοχείων εκείνη την εποχή: οι φαν τα συγχωρούσαν όλα. Εξάλλου, τον Ντεπ τον αγαπούσαν οι σκηνοθέτες− τα καστ και τα συνεργεία μιλούσαν επαινετικά για τον επαγγελματισμό και τη φιλικότητά του.
Αφού χώρισε με την Κέιτ Μος, γνώρισε τη Βανέσα Παραντί και απέκτησε μαζί της δύο παιδιά, τη Λίλι-Ρόουζ και τον Τζακ. Κατά τη διάρκεια της 14χρονης σχέσης τους, εκθείαζε την ομορφιά της και έγινε γαλλόφιλος, δίνοντας συνεντεύξεις σε γαλλικά περιοδικά και λέγοντας πόσο αγαπούσε τη χώρα. Η Γαλλία, είπε στο περιοδικό VSD το 2010, «μου έδωσε τα πάντα. Μια υπέροχη οικογένεια και μια ισορροπία που μου έλειπε πάρα πολύ». Για ένα διάστημα, φαινόταν ότι είχε βρει έναν τρόπο να είναι απόλυτα πιστός στον εαυτό του, ενώ παρέμενε A-lister στο Χόλιγουντ. Αλλά καθώς περνούσε ο καιρός ταυτιζόταν όλο και περισσότερο με τους ήρωες του Χάντερ Σ. Τόμσον («Τρόμος και αθλιότητα στο Λας Βέγκας», «Τα ημερολόγια του ρουμιού») τους οποίους υποδύθηκε στην οθόνη: έμοιαζε να έχει στα 55 του τα ίδια πρότυπα και τους ίδιους ήρωες που είχε στα 20. Αποδεικνύεται η ηλικία όπου γίνεσαι διάσημος είναι η ηλικία όπου σταματάς να μεγαλώνεις.
Η καλή του φήμη για επαγγελματισμό άρχισε να υποχωρεί από τότε που γύριζε την πέμπτη ταινία «Οι Πειρατές της Καραϊβικής»: καθυστερούσε στα γυρίσματα και δεν θυμόταν τα λόγια του ρόλου του. Παραλλήλως, έχασε την κομψότητά του, υιοθέτησε ένα στιλ χέβι μέταλ, το οποίο προβάλλει και σε μια κακόγουστη διαφήμιση κολόνιας, κι άρχισε να φέρεται όπως ο Κιθ Ρίτσαρντς και ο Ίγκι Ποπ πριν από το 1977. Αντί να κόψει τα ναρκωτικά και τις καταχρήσεις όπως κάνουν οι άνθρωποι όταν ενηλικιώνονται και πήζει το μυαλό τους, ο Τζόνι Ντεπ ακολούθησε αντίθετη πορεία. Μόνο οι ανόητοι περιμένουν «συνέπεια» από διασημότητες (από οποιονδήποτε, για να είμαστε ειλικρινείς): το να είσαι κακό παιδί στα 60 σου δεν είναι συνέπεια, είναι ανωριμότητα, είναι κουταμάρα.