Το «πλέον εξαγώγιμο γαλλικό προϊόν μετά τη Ρενώ» γεννήθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου του 1934 και ογδονταρίζει επιτυχώς, δίχως η αρχετυπική γυναίκα να έχει στερηθεί ούτε ρανίδα από τη θηλυκή αίγλη που τη μετέτρεψε από λάγνο pin up σε υπαρξιστικό icon. Ποιος αμφιβάλλει πως η Μπαρντό είναι το τελευταίο εν ζωή sex symbol του 20ού αιώνα;
Ώς τα δεκαοχτώ της είχε ήδη παίξει σε δεκαέξι ταινίες, αλλά χρειάστηκε το καλοϋπολογισμένο πλασάρισμα ενός πυγμαλιωνικού συζύγου, του Ροζέ Βαντίμ, για να πάρει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο «Και ο Θεός έπλασε τη γυναίκα». Η ίδια δεν έκανε κανένα χατίρι στον εαυτό της, φροντίζοντας να τονίζει: «Ξεκίνησα σαν άχρηστη ηθοποιός και παρέμεινα έτσι», αλλά η πραγματικότητα επρόκειτο να τη διαψεύσει.
Το 1963 συστρατεύτηκε με τη νουβέλ βαγκ και μάλιστα με τον εμβληματικότερο εκπρόσωπό της, ερμηνεύοντας την Καμίλ στην «Περιφρόνηση» του Γκοντάρ, πλάι στον Μισέλ Πικολί και τον Τσακ Πάλανς. Δύο χρόνια αργότερα, συναντήθηκε επί της οθόνης με τη Ζαν Μορό και ήταν υποψήφια για βραβείο BAFTA, την υπέρτατη διάκριση της βρετανικής ακαδημίας κινηματογράφου για την παρουσία της στο «Viva María!» του Λουί Μαλ.
Έως τότε, είχε ήδη τραβήξει το ενδιαφέρον των γάλλων τιτάνων της διανόησης και αποτέλεσε ερευνητικό αντικείμενο για τη Σιμόν Ντε Μποβουάρ, η οποία τη χρησιμοποίησε σαν μοντέλο για το δοκίμιο «Το σύνδρομο της Λολίτας». Η Μπαρντό, σύμφωνα με τη συγγραφέα, ήταν «μια λοκομοτίβα της γυναικείας ιστορίας» και όφειλε να διακηρυχθεί σαν «η πρώτη απελευθερωμένη γυναίκα της μεταπολεμικής Γαλλίας».
Όλα αυτά δεν παρατίθενται για να εμβαπτίσουμε την Μπαρντό σε κάποια ανώτερη πνευματική κλάση. Ήταν πάντοτε πρωτίστως η γυναίκα που ξετρέλαινε τους άντρες, η πρώτη ευρωπαία λολίτα, το πρώτο εφηβικό εξώφυλλο του «Elle», η μοναδική μη Αμερικανίδα που έκανε τον γύρο της υφηλίου σε γιγαντοαφίσες διαστάσεων Τζέιμς Ντιν και Έλβις. Όπως έγραψε ο κριτικός των «New York Times» για το πολυθρύλητο «Και ο Θεός έπλασε τη γυναίκα», αυτό που ενέπνεε αρσενικό παροξυσμό γύρω από το άτομό της «δεν ήταν τα όσα έκανε στο κρεβάτι, αλλά αυτά που υποσχόταν στη φαντασία ότι μπορούσε να κάνει».
Μια γενιά αργότερα, διάλεξε να αποσυρθεί διακατεχόμενη από την ίδια σαγήνη. Το 1973, στην ηλικία των 39 και με 50 ταινίες στο παλμαρέ της, κλείστηκε ερμητικά στο αναχωρητήριό της στο Σαν Τροπέ, από όπου πλέον ξεπροβάλλει μονάχα για να υπερασπιστεί τα δικαιώματα των ζώων και να διατυπώσει περιστασιακά ατυχή σχόλια ακροδεξιού περιεχομένου για τους μετανάστες. Δεν έχει κάνει πλαστική ποτέ της.
H Μπριζίτ για την Μπαρντό:
«Η δόξα μου χάρισε αφάνταστη δυστυχία»
«Είμαι εναντίον του γάμου, και χέστηκα για την κοινωνία»
«Είμαι ελεύθερη από σκέψεις, όταν κάνω έρωτα»
«Έδωσα τη νιότη και την ομορφιά μου στους άντρες. Θα προσφέρω τη σοφία και την εμπειρία μου στα ζώα».
«Μια φωτογραφία είναι ένα στιγμιότυπο της ζωής σου αιχμάλωτο στην αιωνιότητα που δε θα πάψει ποτέ να σε κοιτά».
«Είμαι εντάξει, όταν δουλεύω. Παύω να είμαι αχάριστη και επιφανειακή».
«Είμαι υποχρεωμένη να συμβιώσω με όλους του εαυτούς μου όσο καλύτερα μπορώ».
«Αφήνω πριν με αφήσουν. Έχω την πρωτοβουλία των αποφάσεων».
«Είναι οδυνηρό να γερνάς, αλλά ωραίο να ωριμάζεις».
«Οι άνθρωποι θα βρίσκουν πάντα κάτι ελαττωματικό επάνω σου».
*Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο τεύχος 67 του περιοδικού SOUL