Την αγαπάμε γιατί: διαθέτει περίσσεια ταλέντου, ξεχειλίζει νατουραλιζέ γοητεία, είναι προικισμένη με υγιές σεξαπίλ και όσο τσαμπουκά είναι απαραίτητος για να επιβιώσει ένα εικοσιτετράχρονο κορίτσι στην αχαλίνωτη κοινωνία του θεάματος.
Η σταρ που εκτέθηκε όσο καμία άλλη στο σκάνδαλο διαρροής γυμνών φωτογραφιών στο ίντερνετ, και της οποίας το προσωπικό περιεχόμενο του iCloud έγινε κτήμα του κάθε ματάκια της οικουμένης, δεν δίστασε να τοποθετηθεί κατηγορηματικά σχετικά με ό,τι συνέβη: «Δεν είναι σκάνδαλο. Είναι σεξουαλικό έγκλημα. Είναι αηδιαστικό». Αυτά και πολλά άλλα δήλωσε στο cover story του Vanity Fair, το οποίο μας θύμισε όλους τους λόγους για τους οποίους δεν τη χορταίνουμε, επί και εκτός της μεγάλης οθόνης.
Καμιά δεν έχει φάει τα μούτρα της με τόση χάρη. Η πρώτη από τις δύο μεγαλοπρεπείς πτώσεις της στα σκαλιά του Dolby Theater στο Λος Άντζελες, τη νύχτα της 24ης Φεβρουαρίου 2013, όταν της απονεμήθηκε το Όσκαρ Α' γυναικείου ρόλου για την ερμηνεία της στο «Silver Linings Playbook», δεν αποτέλεσε το μοναδικό ευτράπελο κατά την πιο μεγάλη βραδιά της ζωής της. Νωρίτερα, έξω από την αίθουσα, δήλωσε ότι «λυσσάει στην πείνα», αναζητώντας υποψήφιο για να τον αγγαρέψει ώς τα McDonald’s. Όταν δε τη ρώτησαν τι φοράει, αποκρίθηκε: «Τι εννοείς; Αυτό είναι το από πάνω και αυτό είναι το από κάτω». Και φυσικά, υπάρχει και το περίφημο στιγμιότυπο με το κωλοδάχτυλο, το οποίο δεν δίστασε να υψώσει προς κάθε ενδιαφερόμενο στο πρες ρουμ της Ακαδημίας.
Γιατί το έκανε; Γιατί όχι; Όταν είσαι η Τζένιφερ Λόρενς, μια πιτσιρίκα από το Κεντάκι η οποία διεκδίκησε το πρώτο της Όσκαρ το 2010 με το «Winter’s Bone», μια ανεξάρτητη παραγωγή χαμηλού προϋπολογισμού αλλά υψηλών ερμηνευτικών στάνταρ, προφανώς σε παίρνει να κάνεις κάτι τέτοια. Έχοντας μάλιστα πάρει σπίτι σου το βραβείο τρία χρόνια αργότερα, χάρη σε μια φαινομενικά ανάλαφρη ταινία, που σε πλάσαρε από την πρεμιέρα της στα φαβορί, και ενώ λίγους μήνες πριν υποδύθηκες μια προλετάρια τοξοβόλο στην πλέον εμπορική παραγωγή της σεζόν, τότε μάλλον καθοδηγείσαι από άστρο που αψηφά τους νόμους της διασημότητας. Η Κάτνις Έβερντιν του «Hunger Games» έχει προ πολλού ικανοποιήσει την πείνα της επιτυχίας. Τα καλύτερα είναι μπροστά της.
Φανταστείτε πόσο αλλιώτικα θα είχαν εξελιχτεί τα πράγματα, αν στα δεκαεφτά της τα είχε καταφέρει στην οντισιόν για τον ρόλο της Μπέλα του «Twilight». Τελικά, η Κρίστεν Στιούαρτ πέρασε το κάστινγκ, η Τζένιφερ Λόρενς κέρδισε μια απαρασάλευτη από βαμπιρικές επιπτώσεις σταδιοδρομία. Όταν μάλιστα έφτασε η δική της σειρά να δοκιμαστεί σε επικών προδιαγραφών μπλοκμπάστερ, τα πήγε πρίμα.
Το «Hunger Games», τοποθετημένο σε ένα δυστοπικό μέλλον, με τους υπηκόους ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος υποβαλλόμενους στα νεκροφιλικά γούστα μιας πληθυσμιακής ελίτ που διεγείρεται με την καρμανιόλα ενός μείγματος ρωμαϊκής αρένας και ριάλιτι σόου, ήταν ένα φιλμ πολύ πιο βαθύ από τις επιδερμικές περιγραφές του. Καθηλωτικά διασκεδαστικό, υποδόρια σατιρικό, έδινε παράλληλα τροφή για σκέψη και ξυπνούσε σωρεία ερωτηματικών για τους μηχανισμούς της σύγχρονης κοινωνίας στις μάζες των μούλτιπλεξ, ενώ ταυτόχρονα δεν δυσαρεστούσε στο παραμικρό και τους αναγνώστες του Χάξλεϊ ή του Όργουελ.
Έχοντας σπάσει ταμεία σε όλες τις χώρες προβολής του (πλην της Ελλάδας, για κάποιο ανεξήγητο λόγο), το πρώτο «Hunger Games» καθιέρωσε τη Λόρενς στο ευρύ κοινό, χωρίς να χρειαστεί από πλευράς της το λανσάρισμα ενός χαρακτήρα αλλιώτικου από εκείνο που είχε υιοθετήσει στο «Winter’s Bone»: σκληροτράχηλο κορίτσι της φτωχολογιάς με όλο το βάρος του κόσμου στους ώμους του.
Γεγονός είναι ότι τα υπαρξιακά βάθη στα οποία η Λόρενς απαιτήθηκε να κατέλθει προκειμένου να κρατήσει ακέραια την ορφανή από πατέρα οικογένειά της στα μαστιζόμενα από το κρακ Όρη Όζαρκ του Μισούρι, παραήταν σκοταδιστικά για τα δεδομένα της στάνταρ ανεξάρτητης ταινίας, του είδους που φτιάχνεται στα μέτρα του φεστιβάλ Σάντανς. Όμως η νεαρή ηθοποιός πραγματοποίησε έναν υποκριτικό θρίαμβο ως στωική, ακαταπόνητη, μικρομέγαλη αδελφή που κρατά ενωμένη τη φαμίλια της με κάθε κόστος.
Όσο για το «Silver Linings Playbook», παρά τη λάιτ επίστρωση, εκεί την είδαμε και πάλι να δοκιμάζεται στην ιδιοσυγκρασία των οριακών χαρακτήρων. Δυσλειτουργικές οικογένειες, διασαλευμένες προσωπικότητες, ποικιλώνυμες αναπηρίες -σπανίως τόσες πολλές εμμονές συναρμολογήθηκαν για να φτιάξουν μια τόσο διασκεδαστική κομεντί.
Στο τέλος αυτής της φιλμογραφικής τριλογίας, η Τζένιφερ Λόρενς στο σήμερα. Με το δεύτερο «Hunger Games», με υπότιτλο «Catching Fire», να σαρώνει –επίκεινται άλλα δύο, το 2014 και το 2015. Με το δράμα εποχής «Serena», όπου πρωταγωνιστεί ξανά με τον Μπράντλεϊ Κούπερ, σε στάδιο post production. Με ένα σίκουελ του «X-Men», στο οποίο στάθηκε περίφημα ανάμεσα στον Μάικλ Φασμπέντερ και τον Τζέιμς Μάκαβοϊ. Προπάντων, με τη μνημειώδη ερμηνεία της ανάμεσα στην πλειάδα αστέρων του «American Hustle», που της χάρισε το ρεκόρ της νεότερης ηθοποιού που προτάθηκε τρισάκις για Όσκαρ.
Και ασφαλώς, με τα περιστασιακά πλήγματα της ανεπιθύμητης δημοσιότητας, τα οποία υπομένει ακέραια, αναντίρρητα ταλαντούχα και αξιολάτρευτα αλαφροΐσκιωτη στο μέσο όλης αυτής της μιντιακής υπερέκθεσης. Αν αυτή είναι η πιο ελπιδοφόρα ηθοποιός της γενιάς της, θέλουμε να τη δούμε να εκπληρώνει όλες τις υποσχέσεις που τη συνοδεύουν. Μείνε όπως είσαι, Τζένιφερ.