Celebrities

Μπριζίτ Μπαρντό: Σύμβολο του σεξ, ακτιβίστρια υπέρ των ζώων, ρατσίστρια και ακροδεξιά

Η θυελλώδης ζωή μιας γυναίκας που άλλαξε τον όρο Σταρ
Γιάννης Νένες
13’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Brigitte Bardot: Η ζωή της από τα πρώτα βήματα σαν σύμβολο του σεξ μέχρι τους αγώνες για τα δικαιώματα των ζώων και τις αντιδραστικές κοινωνικές απόψεις

Το όνομά της είναι Brigitte Anne-Marie Bardot αλλά όλος ο πλανήτης, στα 50s, 60s και στα 70s την έλεγε Μπε-Μπε, τα δύο αρχικά Β που θα γίνονταν συνώνυμα της ανασηκωμένης γατίσιας μυτούλας, του ναζιάρικου και απαξιωτικού βλέμματος, της έντεχνα μισο-καλυμμένης γύμνιας, του σεξ ως joie de vivre και της γαλλικής αισθαντικότητας τόσο που, τελικά, έγιναν και το προφίλ της ίδιας της Γαλλικής Δημοκρατίας: το 1970 η Μπριζίτ απαθανατίστηκε στη μορφή του περίφημου αγάλματος της Γαλλικής Δημοκρατίας, στο άγαλμα της Μαριάν.

(Η επίσημη προτομή της Μαριάν είχε αρχικά ανώνυμα χαρακτηριστικά, εμφανιζόμενη ως γυναίκα του λαού. Από το 1969, ωστόσο, η προτομή της Μαριάν αλλάζει με την πάροδο των ετών και αντικαθίσταται από νέα μορφή παίρνοντας τα χαρακτηριστικά γυναικών που επιλέγονται από διακεκριμένες και δημοφιλείς Γαλλίδες. Μετά την Μπαρντό ακολούθησαν η τραγουδίστρια Μιρέιγ Ματιέ (1978), η ηθοποιός Κατρίν Ντενέβ (1985), το μοντέλο Ινές ντε Λα Φρενσάνζ (1989), η ηθοποιός Λετίσια Καστά (2000) και η παρουσιάστρια Εβελίν Τομά (2003).)

Η Μπριζίτ γεννήθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου 1934 στο Παρίσι. Αμέσως μετά τον πόλεμο ο κόσμος είχε ανάγκη από ελπίδα και σφρίγος ζωής. Η Μπριζίτ άνθισε την ακριβώς κατάλληλη στιγμή, στη δεκαετία του ‘50 για να δώσει έμπνευση και ερωτικό οίστρο στην εποχή του τεχνικολόρ κινηματογράφου και των άπειρων περιοδικών, που ξεκινούσε. Και έγινε μύθος ενώ ήταν ακόμα στα είκοσί της. Την ερωτεύτηκαν καλλιτέχνες και μποέμ, ζιγκολό και πλέιμπόι, σταρ του σινεμά και, πραγματικά, κάθε αρσενικό του πλανήτη. Όσα ρούχα πετούσε από πάνω της η νεαρή Μπριζίτ για να φωτογραφηθεί για εξώφυλλα περιοδικών και αφίσες, τόσο περισσότερο δυνάμωνε η φωνή της γυναικείας χειραφέτησης και της σεξουαλικής απελευθέρωσης χωρίς η ίδια να το καταλαβαίνει και πολύ καλά. Αυτό που λειτουργούσε περισσότερο μέσα της ήταν το χαριτωμένο θράσος, ο ατόφιος εγωισμός μιας μικρής που καταλαβαίνει τη δύναμή της να σπάει ταμπού ριζωμένα για δεκαετίες. Ήταν το παιδί της αθωότητας που εξελισσόταν μέρα με τη μέρα σε μοιραία γυναίκα. 

Ενζενί και χειριστική, λολίτα και και προκλητική, έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα δημιουργώντας μία καριέρα που σύντομα θα την παρατούσε για να αφοσιωθεί στη μεγάλη της αγάπη, τα ζώα, πεισμωμένη και θυμωμένη με έναν κόσμο ο οποίος την ήθελε αγέραστη κι εκείνη έβλεπε τις πρώτες ρυτίδες να τσαλακώνουν το ιλουστρασιόν χαρτί. Γύρισε 50 ταινίες, ηχογράφησε περισσότερα από 80 τραγούδια σε 21 χρόνια καριέρας. Σαν μαχητική ακτιβίστρια υπέρ των δικαιωμάτων των ζώων, ίδρυσε και είναι πρόεδρος του Ιδρύματος Μπριζίτ Μπαρντό. Πολλοί την κατηγορούν ακόμα ότι δεν αγάπησε έτσι, τόσο πολύ, τον ένα και μοναδικό της γιό.

Μπριζίτ Μπαρντό: Το κορίτσι του Elle

Η Μπριζίτ και η μικρή αδερφή της Μαρί-Ζαν μεγάλωσαν σε πλούσιο σπιτικό, με πατέρα έναν αυστηρό βιομήχανο ο οποίος είχε επαινεθεί από τη Γαλλική Ακαδημία για μια ποιητική συλλογή, είχε πάθος με τον κινηματογράφο και του άρεσε πολύ να κινηματογραφεί την οικογενειακή ζωή σε μια εποχή που τα home videos ήταν ακόμα άγνωστη λέξη. Η μαμά-Μπαρντό ασχολούνταν με τα κοσμικά, τη μόδα και λάτρευε τον χορό. Τη μικρή Μπριζίτ, από τα 7 της, την έβαλε στον κλασικό χορό στα cours Bourgat. Στο σπίτι των Μπαρντό συναντούσε κανείς όλη την αφρόκρεμα του Παρισιού, ανθρώπους των τεχνών, του Τύπου, διευθυντές θεάτρων, εστέτ και καλλιτέχνες.

Στα 15 της, η Μπριζίτ έγινε «το κορίτσι του Elle» όταν την είδε η Ελέν Λαζαρέφ, φίλη της μητέρας της και διευθύντρια του περιοδικού. Το πρώτο της εξώφυλλο την έφερε στην προσοχή του σκηνοθέτη Μαρκ Αλεγκρέ που της πρότεινε έναν ρόλο για μία ταινία που ποτέ δεν γυρίστηκε αλλά στάθηκε η αφορμή να γνωρίσει η Μπριζίτ τον νεαρό βοηθό του, τον Ροζέ Βαντίμ: τον άνθρωπο που θα την «έπλαθε ως γυναίκα» τα επόμενα χρόνια. Εκείνη ήταν 15 κι εκείνος ένας 22χρονος μποέμ με τον οποίο, έγιναν αχώριστοι.

Η Μπριζίτ θυμάται στην αυτοβιογραφία της: «Ο Βαντίμ μου πρότεινε να με συνοδεύσει σπίτι μου. Οι γονείς μου ήταν στο τραπέζι όταν φτάσαμε και -οποία έκπληξις!- βάζοντας πάνω απ’ όλα τους καλούς τρόπους, του πρότειναν να δειπνήσει μαζί μας. Θυμάμαι την αντίθεση ανάμεσα σ’αυτό το δείπνο το αστικό και πολυτελές, με μετρ ντ’οτέλ, κεριά και ασημικά, και την παρουσία του Βαντίμ με τα μακριά μαλλιά και το τριμμένο πουλόβερ του με γυριστό γιακά. Έμοιαζε με τσιγγάνο κι ήμουν ξετρελαμένη μαζί του. Η γοητεία του δεν επέδρασε παρά κατά το ήμισυ φαίνεται πάνω στη μητέρα μου, καθώς όταν βρισκόμασταν στον καφέ, ζήτησε διακριτικά στον μετρ ντ’οτέλ να μετρήσει τα ασημένια κουταλάκια, φοβούμενη μήπως ο Βαντίμ βάλει μερικά στην τσέπη του. Δεν έβαλε κανένα ασημένιο κουταλάκι στην τσέπη του, αλλά έβαλε το ένα του πόδι μέσα στη ζωή μου και κρατούσε, στο εξής, μισάνοιχτη την πόρτα για νέες επισκέψεις».

Στα 18 της τον παντρεύτηκε.

Η Μπριζίτ Μπαρντό στον κινηματογράφο

Με τον Βαντίμ η Μπριζίτ μπήκε σε έναν κόσμο κινηματογράφου ο οποίος άρχιζε να ανθίζει και να απελευθερώνεται εκφραστικά ενώ έπαιξε για μία και μοναδική φορά στο θέατρο, σε έργο του Ανούιγ. Η εμπειρία δεν την ενθουσίασε. Προτιμούσε την έξαψη της κινηματογραφικής λήψης και έπαιξε σε πολλές ταινίες, ρόλους μικρούς που παρόλα αυτά άρχιζαν να τη σχηματίζουν σαν πρόσωπο και όλοι να την αναζητούν. Ποιο ήταν αυτό το απίθανα σέξι κορίτσι;

Ο Βαντίμ, το 1956, έβαλε τα πράγματα στη θέση τους: γύρισε την ταινία «Και ο Θεός έπλασε τη γυναίκα», χάρη στην οποία διεγράφη για πάντα ο όρος «κορίτσι» από την 22χρονη Μπριζίτ και η ίδια εξακοντίστηκε στα αστέρια. Στην ταινία, η ηρωίδα, ένα κορίτσι του Σεν Τροπέ, ζει την εποχή της απόλυτα απελευθερωμένη, ξαπλώνει γυμνή στον ήλιο, απολαμβάνει τη χαρά της ζωής και είναι το ίδιο γενναιόδωρη, «καμιά φορά και ανισόρροπη» όπως είπε ο Βαντίμ για τον ρόλο. Γδύνεται μπροστά στους άντρες με τη φυσικότητα που κάνει ηλιοθεραπεία. Κι έτσι η Μπριζίτ έγινε σύμβολο του σεξ και διάσημη σε όλο τον κόσμο.

«Γνώρισα πρόσωπα φανταστικά χάρη στον Βαντίμ» έλεγε η ίδια. Και θυμόταν την πρώτη της γνωριμία με τον Μάρλον Μπράντο:

«Μια μέρα βρήκα, φτάνοντας στου Βαντίμ, έναν ασυνήθιστο αναβρασμό. Ο Βαντίμ ήταν απασχολημένος στην κουζίνα προσπαθώντας να ετοιμάσει ένα πρωινό α-λα αμερικαίν, με αβγά μελάτα, χυμό πορτοκαλιού κ.λπ. Το δωμάτιο της Εβελύν ήταν νοικιασμένο στον Μάρλον Μπράντο που κοιμόταν ακόμα στις 2 το απόγευμα. Καθώς επιθυμούσα πολύ να τον δω από κοντά πρότεινα να του πάω εγώ το πρωινό. Μπήκα, λοιπόν, αφού χτύπησα προηγουμένως την πόρτα, στο οικείο περιβάλλον αυτού του ιερού τέρατος που ήταν ο Μάρλον Μπράντο.

Μύριζε κρύα τσιγαρίλα, κλεισούρα και αρσενικό ιδρώτα. Ήταν σκοτεινά σαν το εσωτερικό φούρνου, κι άναψα το φως αναγγέλλοντας το πρωινό. Είδα ένα πρησμένο κι αναμαλλιασμένο πρόσωπο να βγαίνει κάτω από τα σεντόνια. Άκουσα μια βαριά φωνή να προφέρει γλυκόλογα του είδους, «go away, son of a bitch». Ακούμπησα όπως όπως το δίσκο πάνω στο κρεβάτι, κι ο δίσκος ανατράπηκε αμέσως μόλις εκείνος γύρισε πλευρό για να συνεχίσει τον ύπνο του. Καθώς δεν έφευγα αρκετά γρήγορα, άρπαξε τα αβγά και τα εξαπέστειλε να σπάσουν πάνω στον τοίχο, ύστερα ξανακοιμήθηκε κολυμπώντας μέσα στο χυμό πορτοκαλιού, το γάλα, τον καφέ, τα σπασμένα αβγά και τη διασημότητα.

Δεν τον ξαναείδα ποτέ και διατηρώ μιαν άκρως ιδιαίτερη εικόνα του, η οποία δεν ανταποκρίνεται καθόλου στην επίσημη. Όπως είπε κι-εγώ-δεν-ξέρω-ποιός, “για τον καμαριέρη δεν υπάρχει μεγάλος άνδρας”…»

Ήταν φυσικό το Χόλιγουντ να ενδιαφερθεί για αυτό το κορίτσι. Εκείνη, σαν πεισμωμένη απέναντι σε επίμονο εραστή, αρνήθηκε όλες τις προτάσεις όσες τής έγιναν από τα μεγάλα διεθνή στούντιο, αρνήθηκε ακόμα και να μάθει αγγλικά. Όταν, μετά από χρόνια, συμπρωταγωνίστησε με τον μεγάλο Αμερικανό σταρ Τζακ Πάλανς στην περίφημη ταινία «Η Περιφρόνηση» του Ζαν Λικ Γκοντάρ, δήλωνε απροκάλυπτα την αντιπάθειά της για κάθε τι αμερικάνικο και είπε ότι ήταν η πιο δυσάρεστη συνεργασία στη ζωή της. Ήθελε να είναι και να παραμείνει Γαλλίδα μέχρι το κόκαλο.

“Σ’ αγαπώ… εγώ όχι περισσότερο”

Με τον Βαντίμ, η Μπαρντό χώρισε λίγους μήνες μετά την προβολή της ταινίας τους, και άρχισε να εμφανίζεται στο πλευρό του Ζαν Λουί Τρεντινιάν ξεκινώντας μία από τις πιο θυελλώδεις και παθιασμένες σχέσεις της ζωής της.

Ο Ζαν Λουί με ήθελε ατόφια, γυμνή, φυσική, απλή, πρωτόγονη. Μου μάθαινε τα ονόματα των αστεριών, τη νύχτα, ξαπλωμένος πάνω στη ζεστή άμμο της παραλίας όπου κοιμόμασταν. Μου μάθαινε την κλασική μουσική, η οποία είχε αντικαταστήσει στο πικάπ του καμαρινιού μου το τσα-τσα-τσα! Μου μάθαινε τον έρωτα τον έντονο, τον ολοκληρωτικό! Την εξάρτηση μιας γυναίκας από τον άντρα που αγαπάει…

Ζούσα, εκείνη την περίοδο, σαν μποέμισα.

Όλες οι βαλίτσες μου ήταν στο πορτ-μπαγκάζ του αυτοκινήτου του Ζαν Λουί, κοιμόμασταν οπουδήποτε, δεν είχε καμιά σημασία από τη στιγμή που ήμασταν μαζί. Το πρωί φτάναμε ευτυχισμένοι στον τόπο του γυρίσματος.”

Εκείνος ήταν παντρεμένος με την ηθοποιό Στεφάν Ωντράν κι εκείνη ακόμα με τον Βαντίμ.

Ζούσα, εκείνη την περίοδο, σαν μποέμισα. Όλες οι βαλίτσες μου ήταν στο πορτ-μπαγκάζ του αυτοκινήτου του Ζαν Λουί, κοιμόμασταν οπουδήποτε, δεν είχε καμιά σημασία από τη στιγμή που ήμασταν μαζί. Το πρωί φτάναμε ευτυχισμένοι στον τόπο του γυρίσματος.

Την ίδια εποχή, η Μπριζίτ έδειχνε να την απασχολεί περισσότερο ο τρόπος που συμπεριφέρονται οι άνθρωποι στα ζώα. Όταν το περιοδικό Paris-Match έστειλε τον Βαντίμ να κάνει ένα ρεπορτάζ για το έφιππο κυνήγι που διοργάνωνε η υποκόμισσα Ντε-Λουίν στον πύργο της, στις όχθες του Λίγηρα, πήγε μαζί και η Μπριζίτ για παρέα – κυρίως γιατί ζήλευε τρομερά τον Ροζέ. Φτάνοντας στον πύργο, ήδη είχε αρχίσει να νιώθει δυσφορία βλέποντας τις προετοιμασίες του κυνηγιού. Όταν είδε και το κυνηγημένο, νεκρό ελάφι, από εκείνη τη μέρα άρχισε να μισεί τους κυνηγούς. Και ορκίστηκε να κάνει τα πάντα για να καταλάβουν οι άνθρωποι το λάθος τους. Κράτησε τον όρκο και το μίσος της, από την ίδια εκείνη βραδιά.

Ανάμεσα στους πολλούς έρωτές της, υπήρξε για λίγο μαζί της, σχεδόν όσο κρατάει ένα τραγούδι, και ο Σερζ Γκενσμπούργκ, ο διάσημος «άσχημος» μποέμ της Παρισινής ζωής που την έβαλε στην κουλ πλευρά της πόλης, των μπουάτ, της μουσικής, της ατέλειωτης ξαγρύπνιας με τσιγάρα και ποτά. Ο ίδιος περνούσε τις νύχτες του στο διαμέρισμά της, συνθέτοντας θαύματα στο παλιό της πιάνο Πλεγιέλ. Είχε γράψει γι’ αυτήν πολλά τραγούδια, μεταξύ αυτών το «Harley Davidson» («Δεν έχω ανάγκη κανέναν με τη Χάρλεϊ Νταβιντσόν» τραγουδούσε η Μπριζίτ με τον λάθος γαλλικό τονισμό της στη λήγουσα) και το «Bonny & Clyde». Ήταν σαν να συμπύκνωνε σε ένα πακέτο τα σύμβολα των 70s: τις μηχανές, τους αμαρτωλούς εραστές (που τους είχαν υποδυθεί στον κινηματογράφο, τότε, ο Ουόρεν Μπιτι και η Φέι Νταναγουέι) και την Μπε-Μπε. Η γαλλική ποπ γινόταν λήμμα στις εγκυκλοπαίδειες. Ένα πρωί της έπαιξε το δώρο του έρωτά του, το «Je t'aime... moi non plus». Όπως είπε η ίδια «Έκλαιγε εκείνος, κι εγώ επίσης, το πιάνο περισσότερο». Το τραγούδι ηχογραφήθηκε, σκανδάλισε με τους ερωτικούς αναστεναγμούς που είχε βάλει η Μπριζίτ ανάμεσα στις λιγωμένες, αισθησιακές νότες του Σερζ, δεν κυκλοφόρησε επίσημα ποτέ… αλλά έγινε επιτυχία αργότερα όταν το ξανατραγούδησε ο -σχεδόν παράλληλος- άλλος θρυλικός έρωτας του Γκενσμπούργκ, η Τζέιν Μπίρκιν.

Το 1966 την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα ο Γερμανός πολυεκατομμυριούχος Γκούντερ Ζαχς και το έδειξε στέλνοντάς της μια κυριολεκτική βροχή από ροδοπέταλα για να τη ζητήσει σε γάμο. Εκείνη δέχτηκε με την ίδια άνεση που θα άλλαζε μπικίνι για μία φωτογράφηση στην Κρουαζέτ. Παντρεύτηκαν μετά από δύο εβδομάδες στο Λας Βέγκας σε μία σεμνή τελετή χωρίς φωτορεπόρτερ και χώρισαν δύο χρόνια μετά, με χιλιάδες φλας από τις κάμερες των φωτορεπόρτερ.

H Μπριζίτ Μπαρντό ως μαμά

Η Μπαρντό άλλαζε τους εραστές σαν τα πουκάμισα και οι γονείς της έχαναν τον λογαριασμό μαζί της, όπως παραδεχόταν η ίδια. Είχε ήδη κάνει μία έκτρωση και απεχθανόταν την ιδέα της μητρότητας. Όταν όμως έμεινε έγκυος από άλλον έναν μεγάλο έρωτα, με τον ηθοποιό Ζακ Σαριέ, αποφάσισε να κρατήσει το παιδί αν και πέρασε τρομερά δυστυχισμένη την περίοδο της εγκυμοσύνης της, ανάμεσα σε γυρίσματα που δεν μπορούσε να αναβάλλει, καυγάδες με συνεργάτες, έναν αναγκαστικό γάμο για να έχει πατέρα το παιδί και δυσφορία για το σώμα της που άλλαζε χωρίς να μπορεί να κάνει τίποτα γι’ αυτό. Ο Νικολά Ζακ Σαριέ γεννήθηκε στις 11 Ιουνίου 1960.

«… Όταν η συνείδησή μου επανήλθε και μου επέτρεψε να καταλάβω ότι ήταν το μωρό μου που κολυμπούσε σιγά σιγά πάνω μου, άρχισα να ουρλιάζω παρακαλώντας να μου το πάρουν, τον είχα κουβαλήσει μέσα μου 9 μήνες αυτόν τον εφιάλτη, δεν ήθελα πλέον να τον δω! Μου ανήγγειλαν ότι ήταν αγόρι! “Αδιαφορώ, δεν θέλω πια να τον δω". Και μ’έπιασε νευρική κρίση».

Ήταν μικρή, ήταν τρελαμένη από έναν στρόβιλο επιτυχίας και επιθυμιών γύρω της και ο έρωτάς της για τον πατέρα του παιδιού της μόλις είχε αρχίσει να ξεθυμαίνει. Η σχέση της με τον γιο της έχει περάσει από διάφορα στάδια και από  στιγμές κακές αλλά και καλές. Κατά τη διάρκεια της παιδικής του ηλικίας, η Μπριζίτ απλώς νοίκιαζε ένα διαμέρισμα στον ίδιο όροφο με το δικό της για να μένει ο μικρός με την έμπιστη νταντά του. Η Μπριζίτ τον έβλεπε πάντα βιαστικά, πάντα έχοντας να πάει κάπου, σπάνια έδειχνε να είναι παρούσα στη ζωή του. Ήταν μια απομακρυσμένη σχέση μεταξύ μητέρας και γιου.

Κατά τα πρώτα χρόνια της ενηλικίωσής του, ο Νικολά Ζακ αντιμετώπισε προβλήματα και συναισθηματικές δυσκολίες, οι οποίες σχετίζονταν και με τη δημοσιότητα που είχε η μητέρα του. Ωστόσο, αργότερα, φαίνεται πως η σχέση τους βελτιώθηκε και ήρθαν πιο κοντά, πάντα όμως με ένα παλιό τραύμα να υπάρχει σαν άβυσσος ανάμεσά τους. Παρόλα αυτά, ο Νικολά Ζακ έχει δηλώσει σε συνεντεύξεις πως αν και δεν ήταν πάντα εύκολη η σχέση τους, εκτιμά τη μητέρα του και αντιλαμβάνεται την ξεχωριστή θέση που έχει στην καρδιά του.

Η Μπριζίτ Μπαρντό και το look B.B.

O μύθος Μπε-Μπε χτίστηκε από την αντι-συμβατικότητα της εικόνας της για την εποχή. Τα ξανθά μαλλιά λύθηκαν και έπεσαν άγρια στους ώμους κάνοντας εκατοντάδες Βουγιουκλάκες να γεννηθούν όπου υπήρχαν κάμερες. Η Μπριζίτ τα είχε πολύ μακριά, με μπούκλες, συνήθως τα έκανε αλογοουρά και τα ανακάτευε καθώς χόρευε ξυπόλυτη στα καφέ-μπαρ με τζουκ-μποξ. Και όταν τα μάζευε πάνω σαν “σουκρούτ”, ξινολάχανο, ήταν με τούφες έτοιμες να ξεφύγουν με το πρώτο φιλί.

Τόνιζε τα δύο πιο ζωηρά στοιχεία επάνω της - τα μάτια της έντονα με μαύρο eye-liner και πυκνές βλεφαρίδες, και το στόμα της με κατακόκκινο ή σκούρο ροζ κραγιόν. Τα μάγουλα απλώς «αναψοκοκκινισμένα» με λίγο ρουζ, ούτε καν στα ζυγωματικά.

Η «μόδα» της ήταν το παντοτινό μπικίνι που, νόμιζες, γεννήθηκε μαζί της. Το γαλλικό της φλερ ήταν ρούχα ανεπίσημα και σέξι. Μπλούζες με μεγάλο άνοιγμα που άφηναν τον έναν ώμο γυμνό, στενά ταγιέρ, φαρδιές φούστες με σφιχτές φαρδιές ζώνες -ιδανικές για να χορεύει τουίστ – μπαλαρίνες στα πόδια.       

Η Μπαρντό παρουσίαζε έναν προκλητικό και ελεύθερο χαρακτήρα, που σκανδάλιζε τις κοινωνικές συμβάσεις της εποχής. Η σέξι εμφάνισή της, με τα ανοιχτά ρούχα και το έντονο μακιγιάζ, προκάλεσαν αντιδράσεις, αλλά ταυτόχρονα ενέπνευσαν πολλές γυναίκες να αντιληφθούν την εξουσία της γυναικείας σεξουαλικότητας και της αυτοπεποίθησης. Εκείνη ήταν ανεπιτήδευτη και αυθόρμητη, ποτέ δεν «ντύθηκε» την πανοπλία της σταρ ή του αγαπημένου μοντέλου των οίκων μόδας, φορούσε ό,τι ήθελε όποτε ήθελε, δεν νοιαζόταν ούτε για τις φωτογραφίες της, ούτε για τους παπαράτσι – που, άλλωστε, έγινε ένα από τα μεγαλύτερα θύματά τους όταν άρχισαν να την κυνηγούν ανελέητα δημιουργώντας στην ουσία, μία από τις πρώτες τους λείες. Πολλές φορές έλεγε ότι μπροστά στα φλας των παπαράτσι ένιωθε σαν εκείνο το απροστάτευτο ελάφι στο έφιππο κυνήγι στα δάση της υποκόμισσας.

Στην αυτοβιογραφία της λέει πόσο απεχθάνεται να ζει στο Παρίσι και πώς η πόλη αλλοιώνει τον άνθρωπο ο οποίος γεννιέται για να είναι ελεύθερος, να περπατάει, να τρέχει, να δουλεύει…

«Στην πόλη, ο άνθρωπος γίνεται καρικατούρα, οι γάμπες του κονταίνουν, η κοιλιά του βαραίνει, οι ώμοι του πέφτουν, τα μπράτσα μαλακώνουν και μόλις που έχουν τη δύναμη να γυρίσουν το κουμπί της τηλεόρασης. (…) Ορισμένες φορές, περίεργη, κοιτάζω τους ανθρώπους που διαβαίνουν το δρόμο. Είναι ένα θέαμα τόσο καταθλιπτικό που όταν γυρίζω σπίτι μου, ευχαριστώ τον καλό Θεό που μου έδωσε τη δυνατότητα να διατηρώ τη φόρμα μου. Ναι, βέβαια, όλος ο κόσμος δεν μπορεί να είναι ωραίος, είναι φυσικό. Αλλά, όλος ο κόσμος μπορεί να κάνει μία μικρή προσπάθεια για να είναι λιγότερο άσχημος. Η παχυσαρκία, οι χοντρές κοιλιές, οι δίπλες και οι παραδίπλες, τα άπλυτα, λιγδερά μαλλιά, τα χέρια με τα νύχια που έχουν πένθος ή είναι φαγωμένα, τα βρόμικα και ξηλωμένα ρούχα, οι άνθρωποι που κυρτώνουν τη ράχη, που περπατούν σαν καβούρια, που βάζουν τα δάχτυλα στη μύτη τους, που φτύνουν, που καθαρίζουν τα δόντια τους… Α, ανθρωπότητα, παραμελείς τον εαυτό σου, παραμελείς τον εαυτό σου. (…) Καταλαβαίνετε, ελπίζω, γιατί προτιμώ τα ζώα».

Το καταφύγιό της από τη δημοσιότητα το βρήκε -τι ειρωνεία- στο μέρος που την κυνηγούσαν περισσότερο οι παπαράτσι, στη Μαντράγκ, μια έκταση στο Σαιν-Τροπέ που αγόρασε το 1958. Παρά την απέχθειά της για τη δημοσιότητα, η Μπριζίτ έδινε εκεί θρυλικά πάρτι με διάφορους τζετ-σέτερς που διασκέδαζαν μέχρι τις πρωινές ώρες δίπλα στα γαϊδουράκια και τα άλλα πολυαγαπημένα ζώα που είχε η Μπριζίτ να περιφέρονται ελεύθερα στους κήπους της βίλας. Όλα αυτά έχτιζαν ακόμα περισσότερο τον μύθο του Σεν Τροπέ αλλά και τον δικό της αφού απολάμβανε τη ζωή, τον έρωτα και τους εραστές που άλλαζαν με ρυθμό μηνιαίας θητείας – ένας από αυτούς ήταν και ο μουσικός Σασά Ντιστέλ.

Η Μπριζίτ και οι άλλοι

Το 1968, ο Σαρλ ντε Γκωλ δήλωσε πως η Μπριζίτ Μπαρντό φέρνει στη χώρα τόσο συνάλλαγμα, όσο και η αυτοκινητοβιομηχανία Ρενό. Ο πρόεδρος την εκτιμούσε για την απλότητα, την ειλικρίνεια και το χιούμορ της, κι έτσι της πρότεινε να ποζάρει για την προτομή της Μαριάν, το σύμβολο της γαλλικής δημοκρατίας που υπάρχει σε όλα τα δημαρχεία της χώρας. Εκείνη δέχτηκε κι έτσι έγινε η πρώτη γυναίκα που ενσάρκωσε τα χαρακτηριστικά του Γαλλικού συμβόλου. Όταν όμως, το 1985 κλήθηκε να τιμηθεί με το μετάλλιο και την ονομασία του Ιππότη της Λεγεώνας της Τιμής από τον Πρόεδρο Φρανσουά Μιτεράν, η Μπαρντό αρνήθηκε. Οι πολιτικές της απόψεις είχαν αρχίσει να εκφράζονται με τοξικότητα και απαξίωση και η ίδια να αποσύρεται από τα κοινά όλο και πιο πεισματικά.

Μπριζίτ Μπαρντό: Ο ακτιβισμός, η προστασία των ζώων και οι πολιτικές της θέσεις

Στο απόγειο της καριέρας της, η Μπαρντό αποφάσισε να αφιερωθεί περισσότερο στον ακτιβισμό και να αγωνιστεί για την προστασία των ζώων. Το 1962, ξεκίνησε την πρώτη της μάχη υπέρ των δικαιωμάτων των ζώων, αγωνιζόμενη για την κατάργηση -και το κατάφερε- του επώδυνου πιστολιού που χρησιμοποιούνταν για τη θανάτωση των ζώων στα σφαγεία. Αποφάσισε να γίνει χορτοφάγος και να αγωνιστεί προς την κατεύθυνση αυτή. Αφοσιώθηκε ιδιαίτερα στην προστασία των θαλάσσιων θηλαστικών, όπως των φωκιών και των φαλαινών. Το 1973, ίδρυσε το Brigitte Bardot Foundation για την Ευζωία και τα Δικαιώματα των Ζώων, η οποία αναλαμβάνει δράσεις για την προστασία των ζώων σε παγκόσμιο επίπεδο.

Το 2002, κατά τη διάρκεια του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου, η Μπαρντό εκμεταλλευόμενη την επικαιρότητα, κάλεσε τον κόσμο σε μποϊκοτάρισμα των Νοτιοκορεάτικων προϊόντων, ως ένδειξη διαμαρτυρίας για την κατανάλωση του κρέατος σκυλιών και γατιών στη Νότια Κορέα. Η ίδια υποστήριξε πως για την κίνησή της αυτή έλαβε χιλιάδες απειλητικά γράμματα.

Ωστόσο, η περίφημη ηθοποιός έχει επίσης τραβήξει την προσοχή για τις πολιτικές της θέσεις, οι οποίες έχουν προκαλέσει και σημάδεψαν την καριέρα της. Έχει εκφράσει πολυάριθμες φορές αντιδραστικές, ακροδεξιές απόψεις αντιμετωπίζοντας κύματα κριτικής, ειδικά σχετικά με τη μετανάστευση, το Ισλάμ και άλλα θέματα.

Είχε πει, μεταξύ άλλων «Αν είχα την εξουσία, θα ξανάνοιγα τα μπορντέλα! Προπαντός τώρα, με το AIDS κι όλες τις φρικτές ασθένειες στις οποίες αυτά τα καημένα κορίτσια είναι εκτεθειμένα. Για να μην αναφερθώ στον επιθετικό ανταγωνισμό όλων των τραβεστί που έχουν στήθη γυναικεία και ανδρικά γεννητικά όργανα – όλοι αυτοί οι αγριο-τραβεστί που ροκανίζουν σιγά σιγά και βήμα το βήμα το έδαφος των αληθινών και αυθεντικών πορνών!»

Φανατισμένη εναντίον της «σεξουαλικής ασυδοσίας της κοινωνίας», καταδικάζει εκπαιδευτικούς αποκαλώντας τους «αστέγους της εκπαίδευσης», ανέργους ονομάζοντάς τους «τεμπέληδες χαραμοφάηδες», τα Gay Pride, τη μουσουλμανική εορτή Αϊντ ελ-Κεμπίρ και τους παράνομους μετανάστες. Τον Ιούνιο του 2004 καταδικάζεται για την προώθηση ρατσιστικών αντιλήψεων.

Το 2008, δικαστήριο στο Παρίσι καταδικάζει και πάλι την ηθοποιό σε δύο μήνες φυλάκιση με αναστολή και 15.000 ευρώ πρόστιμο με την κατηγορία ότι προέβη σε δηλώσεις που υποκινούν το ρατσιστικό μίσος, εξαιτίας ενός γράμματος που είχε στείλει στον Νικολά Σαρκοζί όταν εκείνος διένυε τη θητεία του ως Υπουργός Εσωτερικών, στο οποίο και καταδίκαζε μια μουσουλμανική τελετή στην οποία σφάζονται ζώα.

Σήμερα, στα 88 της, ζει απομονωμένη στη βίλα της, θυμωμένη και ίσως λίγο αφηρημένη από το ένδοξο παρελθόν της, υποστηρίζοντας, όπως έχει δηλώσει, την ακροδεξιά Μαρί ΛεΠεν «επειδή αγαπάει τα ζώα». Το βλέμμα της έχει ακόμα εκείνη την προκλητική σπιρτάδα και τη γραμμή του eye-liner.

* Τα αποσπάσματα είναι από το βιβλίο “Αυτοβιογραφία” της Μπριζίτ Μπαρντό, εκδ. Ελληνικά Γράμματα (1997)