Μια Θεσσαλονικιά ποιήτρια του Μεσοπολέμου έρχεται πάλι στο προσκήνιο
Μάθιου Πέρι: Ο ηθοποιός που όλοι αγαπήσαμε ως Τσάντλερ Μπινγκ στα «Φιλαράκια»
Μάθιου Πέρι, 1969 - 2023: Οι πρώτες προσπάθειες στην κωμωδία, τα «Φιλαράκια» και οι εθισμοί του.
Ο Μάθιου Πέρι, διάσημος στο διεθνές κοινό για τον ρόλο του ως Τσάντλερ Μπινγκ στην πολυβραβευμένη «sitcom» σειρά του NBC, «Τα φιλαράκια» (1994-2004), πέθανε ξαφνικά σε ηλικία 54 χρονών, ύστερα από μία μακροχρόνια μάχη με τον εθισμό στα οπιούχα. Ο Πέρι κέρδισε τον ρόλο του στα «Φιλαράκια» σε ηλικία μόλις 24 ετών, όντας ο νεότερος του καστ της επιτυχημένης σειράς. Το κοινό τον αγκάλιασε ως τον ειρωνικό φίλο της παρέας, Τσάντλερ, με τις μεγάλες ατάκες, που συγκατοικεί με τον γυναικά και καλοφαγά Τζόι (Ματ Λε Μπλανκ) και ερωτεύεται την οργανωτική και αυστηρή Μόνικα (Κόρντεϊ Κοξ), με την οποία αργότερα παντρεύεται. Η καριέρα του Πέρι εκτοξεύτηκε στα ύψη με την ακροαματικότητα που είχε η σειρά, όπως άλλωστε συνέβη με την καριέρα όλων των ηθοποιών της τηλεοπτικής «παρέας», αλλά ο Πέρι, ύστερα από ένα ατύχημα με το τζετ σκι, άρχισε να παίρνει το φάρμακο Vicodin (με συνταγή γιατρού), για τον πόνο από τον τραυματισμό που είχε υποστεί. Από το σημείο αυτό και ύστερα ο Πέρι εθίστηκε στα αναλγητικά και η καριέρα του, μαζί με τον εθισμό του που ολοένα και χειροτέρευε, πήρε την κάτω βόλτα. Η μάχη του με τον εθισμό, αλλά και η αρχική του επιτυχία, περιγράφονται στην αυτοβιογραφία του, «Φιλαράκια, Εραστές και το Μεγάλο, Φριχτό Πράγμα» (2022).
Μάθιου Πέρι, 1969 - 2023: Αυτή ήταν η ζωή του
Ο Πέρι γεννήθηκε το 1969 σε μία ευκατάστατη οικογένεια, στο Ουίλιαμσταουν της Μασαχουσέτης, με την Καναδή μητέρα του να είχε υπηρετήσει στο επιτελείο του Πρωθυπουργού του Καναδά, Πιερ Τριντό, και τον Αμερικανό πατέρα του να είχε ακολουθήσει επίσης καριέρα ηθοποιού. Οι γονείς του Πέρι χώρισαν πριν τα πρώτα του γενέθλια και η μητέρα του γρήγορα ξαναπαντρεύτηκε. Ο μέλλων ηθοποιός πέρασε μεγάλο μέρος της παιδικής και της εφηβικής του ηλικίας στο Οντάριο του Καναδά και πήγε σχολείο μαζί με τον Πρωθυπουργό, Τζάστιν Τριντό. Ήταν γύρω στα 15 του, όταν ο Πέρι έφυγε από το Οντάριο για να ζήσει μαζί με τον πατέρα του στο Λος Άντζελες και να ακολουθήσει την καριέρα του ηθοποιού.
Ξεκινώντας ως έφηβος, ο Πέρι έκανε τις πρώτες του προσπάθειες στην αυτοσχέδια κωμωδία όταν πήγαινε ακόμα στο λύκειο και λίγο μετά την αποφοίτησή του, πήρε τον πρώτο του ρόλο στη σειρά «Boys Will Be Boys» (1987-1988), ως Τσαζ Ράσελ. Τα τέλη της δεκαετίας του 1980 και περισσότερο οι αρχές της επόμενης δεκαετίας βρήκαν την καριέρα του Πέρι σε μία ανοδική πορεία, μέχρι, βέβαια, που του δόθηκε η ευκαιρία να κάνει οντισιόν για τη νέα «sitcom» σειρά του NBC, που αρχικά ονομαζόταν «Six of One». Σε μία συνέντευξή του με τον Σεθ Μάιερς, ο Πέρι είχε εξηγήσει πως κόντεψε να χάσει την ευκαιρία να παίξει τον Τσάντλερ Μπινγκ στη σειρά του NBC, που αργότερα ονομάστηκε «Τα φιλαράκια», καθώς την ίδια στιγμή του είχε γίνει μία άλλη πρόταση, την οποία ευτυχώς για όλους τους φαν, ο ηθοποιός τελικά απέρριψε.
Η επιτυχία της σειράς που πραγματεύεται την ιστορία έξι νεαρών φίλων στο Μανχάταν, που κάθε απόγευμα μαζεύονται στο καφέ «Central Perk» και μοιράζονται τους ερωτικούς, επαγγελματικούς και υπαρξιακούς προβληματισμούς τους, γινόταν ολοένα και μεγαλύτερη με κάθε νέα σεζόν, μέχρι το 2002 όπου οι κυρίως ηθοποιοί έφτασαν να παίρνουν αμοιβή 1 εκατομμύριο δολάρια ανά επεισόδιο. Ενώ οι πρώτες σεζόν από τα «Φιλαράκια» θυμίζουν πολύ άλλες επιτυχημένες σειρές «sitcom», όπως το «Seinfeld» (1989-1998), οι μεταγενέστερες σεζόν, όπου οι χαρακτήρες «ωριμάζουν» και αρχίζουν σιγά-σιγά να σκέφτονται το μέλλον τους, έχουν πιο αυθεντικό χαρακτήρα. Η Ρέιτσελ, η Φοίβη, ο Τσάντλερ, ο Ρος, η Μόνικα και ο Τζόι έγιναν διάσημοι, όχι μόνο στα αμερικανικά σπιτικά, αλλά και σε εκείνα όλου του κόσμου με τη σειρά να παίζεται επανειλημμένα σε τηλεοπτικά δίκτυα όλης της υφηλίου.
Με αυτή τη δυναμική, η καριέρα του Πέρι έφτασε στο ζενίθ της και άρχισαν να του γίνονται προτάσεις για ταινίες στο Χόλυγουντ και άλλα μεγάλα πρότζεκτ. Από την άλλη, συστήθηκε ταυτόχρονα σε μία ελίτ της βιομηχανίας του κινηματογράφου και άρχισε να βγαίνει ραντεβού υψηλού προφίλ με ντίβες, όπως τη Τζούλια Ρόμπερτς, η οποία έκανε, χάρη στη σύντομη σχέση της με τον Πέρι, μία εμφάνιση σε ένα επεισόδιο από τα «Φιλαράκια». Από τότε, όμως, κιόλας, ο Πέρι είχε ξεκινήσει τη μακροχρόνια μάχη του με τον εθισμό και το ρομάντζο έφτασε στο τέλος του, όταν εκείνος συνειδητοποίησε πως δεν ήταν σε θέση να προσφέρει όσα ήθελε στη σχέση τους.
Ο Πέρι έπαιξε σε ταινίες, όπως το «Και μετά ήρθε ο έρωτας» (1997), με τη Σάλμα Χάγιεκ, το «Κατά φαντασία ήρωες» (1998), πλάι στην εξίσου δραματική φιγούρα του κωμικού Κρις Φάρλεϊ, τη ρομαντική κομεντί «Three to Tango» (1999), τον «Μαφιόζο της διπλανής πόρτας» (2000) με τον Μπρους Γουίλις και άλλες ταινίες που πήραν μέτριες προς καλές κριτικές. Σε σύγκριση, βέβαια, με την καριέρα της τηλεοπτικής του συζύγου, Κόρτνεϊ Κοξ, ή εκείνη της Τζένιφερ Άνιστον, η καριέρα του Πέρι δεν έφτασε και τόσο ψηλά, δεδομένου ότι εκείνη την εποχή το κοινό, με τη φήμη που είχε αποκτήσει η σειρά, ήταν έτοιμο να πληρώσει εισιτήριο για οποιαδήποτε ταινία στην οποία θα έπαιζε ένα από τα μέλη της παρέας από τα «Φιλαράκια».
Σαν ηθοποιός, ο Πέρι κέρδισε το κοινό με τις ύπουλες, ειρωνικές του ατάκες, πολλές από τις οποίες συνεχίζουν να αποτελούν memes στο διαδίκτυο μέχρι και σήμερα, γνωστοποιώντας το ταλέντο του και στις επόμενες γενιές. Ο αυτοσαρκασμός του δε, σε πολλές σκηνές στα «Φιλαράκια» (όπως εκείνη όπου αναρωτιέται, «Τι πάει στραβά με μένα» και απαντάει αμέσως, «Ας μην το πάμε εκεί») έκανε το κοινό να ταυτιστεί μαζί του, ίσως και περισσότερο απ’ ότι με άλλους χαρακτήρες της σειράς. Ο χαρακτήρας του Τσάντλερ είναι επίσης εκείνος που γνωρίζει τα περισσότερα για την ποπ κουλτούρα και σε ανύποπτο χρόνο «πετάει» μερικά από τα πιο «ψαγμένα» αστεία, κάτι το οποίο ταυτίζεται με το ταπεραμέντο του ίδιου του ηθοποιού. Είναι δύσκολο να πιστέψουμε πως ένας άνθρωπος με τέτοιο πηγαίο και ευφυές χιούμορ ήταν στην πραγματικότητα τόσο δυστυχισμένος.
Όταν πια τα «Φιλαράκια», ύστερα από 10 σεζόν (που για μία σειρά του είδους της, αποτελεί φαινόμενο) έφτασαν στο τέλος τους, οι ηθοποιοί ανακουφίστηκαν μεν, αλλά έχασαν, από την άλλη, τον κεντρικό άξονα της καριέρας τους. Η Τζένιφερ Άνιστον ήταν τότε σε μία πολύ υψηλού προφίλ σχέση με τον Μπραντ Πιτ και η καριέρα της στον κινηματογράφο ήταν πολλά υποσχόμενη, οπότε στη δική της περίπτωση, το τέλος της μακρόχρονης σειράς ήταν μία αναγκαιότητα. Και οι υπόλοιποι πρωταγωνιστές, όμως, είχαν παίξει σε ταινίες με καλή ανταπόκριση από κριτικούς και κοινό, βρίσκοντας έτσι την ολοκλήρωση της περιπέτειας των φίλων του «Central Perk» ως μία ευκαιρία για μια νέα αρχή. Ο Πέρι, από την άλλη, που είχε ήδη μπει σε κέντρο αποτοξίνωσης το 2001, πιεζόταν πολύ για να κρατήσει σε ισορροπία την φήμη του με την προσωπική του ζωή.
Ενώ, λοιπόν, ο Πέρι συνέχισε να εμφανίζεται σε ταινίες και σειρές με μεγάλη απήχηση, στον Κίτρινο Τύπο κυκλοφορούσαν φωτογραφίες του σε άθλια κατάσταση, που δεν είχαν καμία σχέση με τη χολιγουντιανή περσόνα που ήθελε να προωθήσει. Ήταν άλλωστε μία εποχή που ο Κίτρινος Τύπος κυριαρχούσε και είχε «κυνηγήσει» και άλλες τραγικές φιγούρες, όπως την Βρετανίδα τραγουδίστρια Amy Winehouse, που πέθανε από τους εθισμούς της το 2011. Ήταν εκείνη τη χρονιά που ο Πέρι αποφάσισε να μιλήσει ανοιχτά για το πρόβλημά του και να στραφεί προς τον ακτιβισμό που θα βοηθούσε άλλους, με παρόμοια με τα δικά του προβλήματα.
Μετά από μερικές σοβαρές περιπέτειες υγείας για τον ηθοποιό, αλλά και την κυκλοφορία της πολύ ειλικρινούς αυτοβιογραφίας του, ο Πέρι φάνηκε προς στιγμή πως θα τα κατάφερνε, αφήνοντας πίσω του μια για πάντα το «μεγάλο, φριχτό πράγμα». Το νέο του θανάτου του στις 28 Οκτωβρίου ήταν απότομο και εξαιρετικά λυπηρό για τους θαυμαστές του, φέρνοντας στο νου όλες εκείνες τις αγαπημένες και τραγικές φιγούρες που έφυγαν νωρίς, νικημένες από τα πάθη τους. Αν και τα αποτελέσματα της ιατροδικαστικής εξέτασης δεν έχουν ακόμα γνωστοποιηθεί, οι πρώτες πληροφορίες λένε πως πνίγηκε στην μπανιέρα του σπιτιού του, κάτι που στις μεγαλύτερες γενιές θυμίζει έντονα το επίσης τραγικό τέλος του τραγουδιστή των Doors, Τζιμ Μόρισον.
Δειτε περισσοτερα
Η Ρεβέκκα Καμχή γράφει για τη γνωριμία της με τον καλλιτέχνη Κωνσταντίνο Κακανιά και για την αναδρομική του έκθεση στην γκαλερί της
«Η αρχιτεκτονική είναι η τέχνη της διάρκειας»
Η Kovacs μιλάει στην Athens Voice λίγες μέρες πριν τη συναυλία της στην Αθήνα
Οι ταινίες, οι αριθμοί, οι αλλαγές, οι διαμάχες
Ένα φαινόμενο που η παρουσία του μεταξύ ψηφιακού κόσμου και αληθινών γειτονιών καταργεί τα όρια μεταξύ κατασκευασμένου και υπαρκτού