Η τελευταία μάχη της Τατιάνα Σλόσμπεργκ: η συγκλονιστική εξομολόγηση που προηγήθηκε του θανάτου της

Ιδιαίτερη αίσθηση είχε προκαλέσει και το πολιτικό σκέλος της αφήγησής της

Newsroom |

Η τελευταία μάχη της Τατιάνα Σλόσμπεργκ: η συγκλονιστική εξομολόγηση που προηγήθηκε του θανάτου της

Λίγες εβδομάδες μετά τη δημοσίευση μιας βαθιά προσωπικής και σπαρακτικής εξομολόγησης, η Τατιάνα Σλόσμπεργκ, εγγονή του Τζον Φ. Κένεντι, πέθανε σε ηλικία 35 ετών, έπειτα από μάχη με μια σπάνια μορφή λευχαιμίας. Τον θάνατό της ανακοίνωσε η John F. Kennedy Presidential Library and Museum, προκαλώντας κύμα συγκίνησης στις ΗΠΑ και πέρα από αυτές.

Η Σλόσμπεργκ είχε μιλήσει δημόσια για την ασθένειά της τον Νοέμβριο, μέσα από ένα εκτενές δοκίμιο στο The New Yorker, με τίτλο A Battle with My Blood. Στο κείμενο αυτό, που διαβάζεται σήμερα σαν αποχαιρετισμός, περιέγραφε με ωμή ειλικρίνεια τη διάγνωση οξείας μυελογενούς λευχαιμίας με σπάνια γενετική μετάλλαξη, αλλά και την εμπειρία του να μαθαίνεις ότι μπορεί να πεθαίνεις ενώ μόλις έχεις φέρει ένα παιδί στον κόσμο.

Η διάγνωση ήρθε σχεδόν ταυτόχρονα με τη γέννηση της κόρης της, τον Μάιο του 2024, σε νοσοκομείο της Νέας Υόρκης. Εκεί, όπως έγραφε, μια «παράξενη» τιμή στις εξετάσεις αίματος οδήγησε σε έναν εφιάλτη που δεν μπορούσε να πιστέψει ότι αφορούσε την ίδια: μια νέα μητέρα, αθλήτρια, περιβαλλοντική δημοσιογράφο, άνθρωπο που μέχρι τότε ένιωθε απολύτως υγιής. «Αυτό δεν μπορεί να είναι η ζωή μου», σημείωνε χαρακτηριστικά.

Ακολούθησαν μήνες χημειοθεραπειών, μεταμοσχεύσεων μυελού των οστών, κλινικών δοκιμών και επανειλημμένων υποτροπών. Στο κείμενό της μιλούσε με τρυφερότητα για τους νοσηλευτές και τους γιατρούς, με χιούμορ για τις ταπεινώσεις του νοσοκομείου, αλλά και με βαθιά αγωνία για τα παιδιά της, τον γιο και την κόρη της, που φοβόταν ότι δεν θα τη θυμούνται. «Ο μεγαλύτερός μου γιος ίσως κρατήσει λίγες μνήμες. Η κόρη μου όμως; Δεν ξέρω ποια νομίζει ότι είμαι», έγραφε.

Ιδιαίτερη αίσθηση είχε προκαλέσει και το πολιτικό σκέλος της αφήγησής της. Χωρίς να κρύβεται, η Σλόσμπεργκ εξέφραζε τον φόβο της για το μέλλον της δημόσιας υγείας στις ΗΠΑ, συνδέοντας άμεσα τη δική της επιβίωση με την κρατική χρηματοδότηση της ιατρικής έρευνας, των εμβολίων και των κλινικών δοκιμών. Περιέγραφε την αγωνία της βλέποντας, από το κρεβάτι του νοσοκομείου, αποφάσεις που –όπως πίστευε– απειλούσαν την επιστήμη από την οποία εξαρτιόταν η ζωή της.

Παρά τη σκληρότητα της εμπειρίας, το κείμενό της δεν ήταν μια κραυγή οργής, αλλά μια άσκηση μνήμης. Μιλούσε για εικόνες από την παιδική της ηλικία, για στιγμές καθημερινής τρυφερότητας με τα παιδιά της, για τη ζωή όπως την έζησε και όπως φοβόταν ότι θα τη χάσει. «Όταν πεθαίνεις, αρχίζεις να θυμάσαι τα πάντα», έγραφε στην πρώτη παράγραφο, σαν να προετοιμάζει τον αναγνώστη για το αναπόφευκτο.

Ο θάνατός της δίνει σήμερα στο δοκίμιο αυτό ένα βάρος σχεδόν προφητικό. Η Τατιάνα Σλόσμπεργκ δεν έμεινε στη δημόσια μνήμη μόνο ως μέλος της οικογένειας Κένεντι, αλλά ως μια γυναίκα που επέλεξε να μιλήσει ανοιχτά για τον φόβο, την ασθένεια, τη μητρότητα και την επιστήμη, μετατρέποντας τη δική της μάχη σε μια σπάνια πράξη δημόσιας ειλικρίνειας.

Πηγή: Reuters / The New Yorker