Jean Paul Gaultier: Ζαν ο τρομερός!

Ο Γκοτιέ και το στιλ γιορτάζουν κάθε μέρα

Γεννήθηκε στα περίχωρα του Παρισιού στις 24 Απριλίου του 1952, μία χρονιά ιδιαιτέρως αποδοτική για τους κρασοπαραγωγούς της περιοχής. Στο σχολείο οι συμμαθητές του τον αποκαλούσαν «το κορίτσι». Εκείνος αδιαφορούσε για τα κακεντρεχή σχόλια, διάβαζε τα περιοδικά της γιαγιάς του, βαφόταν με το ρουζ της και μαδούσε την ξεσκονίστρα, για να εξασφαλίσει τα αγαπημένα του φτερά και πούπουλα.

«Η γιαγιά μου με οδήγησε για πρώτη φορά σε μία έκθεση με κορσέδες. Τους λάτρεψα με την πρώτη ματιά. Μου άρεσαν τα χρώματα, η αίσθηση του σατέν, οι δαντέλες. Έχω την εντύπωση ότι εκείνη τη στιγμή γεννήθηκε στο μυαλό μου η ιδέα του χρυσού κωνικού σουτιέν. Δεν είναι υπέροχο;» ομολογεί ο ίδιος σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «New York Times». Στα 18 του ξεκινά την καριέρα του ως συνεργάτης των Πιερ Γκαρντέν, Ζακ Εστερέ και Ζαν Πατού, ενώ το 1976 παρουσιάζει την πρώτη πρετ-α-πορτέ κολεξιόν του. Δυστυχώς στην πρόσκληση του δημιουργού ανταποκρίνονται μόλις 16 άτομα...

n

Μαντόνα μία!

Το «τρομερό παιδί» του πρετ-α-πορτέ μεγαλουργεί για αρκετά χρόνια εμπνεόμενος από τους λονδρέζικους δρόμους, προκαλώντας πολλαπλά εγκεφαλικά επεισόδια στους οπαδούς του κλασικού. Μόνο όταν κάνουν την εμφάνισή τους μερικά ακόμα «τρομερά παιδιά», όπως ο Τζον Γκαλιάνο ή ο Αλεξάντερ Μακ Κουίν, ο Γκοτιέ σταματά να αποκαλείται προκλητικός, εξωφρενικός, περίεργος. Είναι απλά αντισυμβατικός.

n

Η γενιά των 80s τον ανακαλύπτει νωρίς, καθώς τρελαίνεται για στιλ αλλά κυρίως για στιλίστες κύρους. Το ευρύ κοινό ωστόσο τον εντοπίζει το 1990, όταν αναλαμβάνει να ντύσει τη Μαντόνα στη σειρά συναυλιών «Blonde Ambition». «Φορούσε τα ρούχα μου, πριν ακόμα συνεργαστούμε. Στην πρεμιέρα της ταινίας της ‘‘Ψάχνοντας για τη Σούζαν’’ φορούσε έναν κορσέ μου», λέει ο ίδιος ο Γκοτιέ για τη μούσα του. «Όταν μου τηλεφώνησε για πρώτη φορά το 1989 και ζήτησε να συναντηθούμε, σκέφτηκα ότι ο βοηθός μου μου έκανε κάποια φάρσα. Ήμουν από τους φανατικότερους οπαδούς της. Η Μαντόνα με ρώτησε αν μπορούσα να σχεδιάσω τα ρούχα της περιοδείας της.

Ήξερε τι ήθελε: ένα ριγέ κοστούμι κι ένα γυναικείο κορσέ. Πάντα ξέρει τι θέλει. Της αρέσουν τα ρούχα μου, γιατί συνδυάζουν τη θηλυκότητα με το δυναμισμό και απευθύνονται σε ανθρώπους που τολμούν να δηλώσουν άφυλοι και ανοιχτοί σε εμπειρίες κάθε είδους», τονίζει. Με τη μεγάλη σταρ συνεργάστηκε και σε διάφορες περιοδείες της. «Πήγα στο γάμο της φορώντας σκοτσέζικο κιλτ. Μόλις με είδε, μου είπε: ‘‘Μου αρέσουν τα κιλτ. Θέλω να μου ράψεις κάτι τέτοιο για τη νέα μου περιοδεία’’». Εκτός από τη Μαντόνα έντυσε την Κάιλι Μινόγκ το 2008, αλλά και την Άννα Βίσση (γνωστός φιλέλληνας με σπίτι στην Αθήνα) με ένα κουκουλάρικο σικ στην εθνική πανωλεθρία Eurovision 2006.

Τα σουτιέν - κορνέτο που πρωτοφόρεσε η Μαντόνα αποτελούν το προϊόν ενός δημιουργικού παραληρήματος, που αποκαλύπτει σε ένα πρωταρχικό και μάλλον ακατέργαστο στάδιο τις αρετές του σχεδιαστή και αποδεικνύει την ικανότητά του να παρατηρεί την εποχή του, να οσμίζεται τις ανάγκες της, να τις μεταφράζει ενδυματολογικά και να αναπαράγει με μεγάλη επιτυχία την απολαυστική εξωφρενικότητα των καταστάσεων. Ο Γκοτιέ ποτέ δεν θεώρησε τον εαυτό του καλλιτέχνη. «Δεν είμαι ζωγράφος ή γλύπτης. Ο ρόλος μου είναι να σχεδιάζω ρούχα. Η μόδα αντανακλά την εκάστοτε εποχή και αυτό είναι αρκετά δύσκολο να το πετύχεις».

n

Έθνικ trip

Πριν κόψει εισιτήριο για το ατελείωτο έθνικ trip της δεκαετίας του ’90, ο Γκοτιέ αποφεύγει να ακολουθεί συγκεκριμένες τάσεις ή να μπαίνει στο λούκι του ενιαίου ύφους, της πάγιας θεματικής και του κόνσεπτ. Τότε είναι ακόμα ένας εξωστρεφής οργισμένος αναζητητής που ψάχνει και ψάχνεται. Τα σοφιστικέ και εκλεπτυσμένα κιμονό του 21ου αιώνα υπάρχουν μόνο στην κυτταρική του μνήμη. Με την άφιξη των 90s ο Γκοτιέ στρέφεται προς την Ανατολή. Ντύνει γυναίκες και άντρες με κιμονό, τα οποία συνδυάζει με αθλητικά παπούτσια, με το σκεπτικό ότι ο σύγχρονος άνθρωπος ταξιδεύει πολύ και κατά συνέπεια δέχεται ερεθίσματα από όλες τις περιοχές του πλανήτη.

Ο Γκοτιέ είναι ένας αντιδραστικός μεταμοντέρνος προβοκάτορας, που με κάθε του βελονιά αποδομεί τη μόδα και την εμπλουτίζει με μία καθαρά προσωπική και αναγνωρίσιμη φουτουριστική αισθητική, η οποία, παρά την εξόφθαλμη εκκεντρικότητά της, γίνεται αμέσως αποδεκτή από το ευρύ κοινό. Σχεδιάζει υπέρ το δέον ευφάνταστα, γίνεται συχνά σκληρά ερωτικός, ενώ δεν διστάζει να απογειώσει κωμικά τόσο τις δημιουργίες όσο και τα σόου του με αξιοπρόσεκτες σουρεαλιστικές πινελιές. Η παιγνιώδης διάθεση, ο ιδιότυπος ρομαντισμός και το σαρκαστικό ύφος απέναντι στους πάντες και τα πάντα συναιρούνται σε ένα και μόνο σύνολο, το οποίο αποτελεί την κορυφαία εκδοχή επιτυχούς συνδυασμού ουσίας και στιλ.

Ο Ζαν Πολ δίνει την εντύπωση ότι μπορεί να αναλάβει οποιοδήποτε σχεδιαστικό ρίσκο, να καταργήσει στεγανά, να δημιουργήσει ερμαφρόδιτα ρούχα και να ντύσει τους άντρες με φούστες φακέλους και τις γυναίκες με διάφανα αντρικά πουκάμισα. Άλλωστε το ύφος του ευδοκίμησε κυρίως σε μία εποχή που οι γυναίκες αποκτούσαν θέσεις εξουσίας, οι άντρες άρχιζαν να πλένουν πιάτα και οι γκέι έβγαιναν με προσεκτικές κινήσεις από το καβούκι τους.

n

Η ενηλικίωση

Στενή είναι η σχέση του Γκοτιέ με τον κινηματογράφο. Σχεδίασε τα κοστούμια για τις ταινίες «Ο κλέφτης, ο μάγειρας, η γυναίκα του κι ο εραστής της» και «Η πόλη των χαμένων παιδιών», ενώ έντυσε τη Βικτόρια Αμπρίλ στην «Κίκα» και τον Μπρους Γουίλις στο «Πέμπτο στοιχείο». Οπαδός του δηλώνει και η Κατρίν Ντενέβ. Η καλύτερη πελάτισσά του είναι μία κοσμοπολίτισσα Λιβανέζα, όμως ο ίδιος πιστεύει ότι ο σχεδιαστής δεν αισθάνεται καθόλου ευτυχισμένος, αν δεν μπορεί να δει τα ρούχα του στους ανθρώπους που κυκλοφορούν στο δρόμο.

«Το όνειρό μου δεν ήταν να ντύσω τους πλουσιότερους ανθρώπους του κόσμου. Το όνειρό μου ήταν να φτιάξω όμορφα ρούχα, μέσα στα οποία οι άνθρωποι θα αισθάνονταν άνετα και τελικά θα τα λάτρευαν. Αν λάτρευαν τα ρούχα μου, τελικά θα λάτρευαν κι εμένα τον ίδιο. Δεν έχω δοκιμάσει ποτέ κανέναν από τους κορσέδες που σχεδιάζω. Είμαι πολύ ντροπαλός. Για το λόγο αυτό θαυμάζω τους ανθρώπους που φορούν τα ρούχα μου. Είναι γενναίοι», λέει χαρακτηριστικά παίζοντας με το οξυζεναρισμένο μαλλί του.

Στα 45 του δήλωνε: «Δεν αισθάνομαι πια ως τρομερό παιδί. Ίσως κάποια πράγματα που σχεδίασα στο παρελθόν θεωρήθηκαν προκλητικά κυρίως από τους συμπατριώτες μου, ωστόσο σήμερα έπαψαν να σοκάρονται με τις δημιουργίες μου. Πέρασα τη φάση της πρόκλησης και τώρα προσπαθώ να σχεδιάσω όσο το δυνατόν πιο όμορφα και διακριτικά ρούχα που απευθύνονται στη σικάτη γυναίκα. Σε καμία περίπτωση δεν αποκηρύσσω το παρελθόν μου. Αντιθέτως, είμαι πολύ περήφανος!».

Ίσως τον ακριβέστερο χαρακτηρισμό για τον Ζαν Πολ έχει δώσει ο Τζο Άνταμς, fashion editor των «Sunday Times»: «Κανείς δεν μπορεί να κάνει αυτό που κάνει ο Γκοτιέ. Δεν είναι ποτέ άσχημος. Είναι πάντα ωραίος, μοντέρνος, έξυπνος, πνευματώδης, στιλάτος. Νομίζω πως είναι απλά ιδιοφυής». Συμφωνούμε και επαυξάνουμε.

Η Άννα Βίσση με Γκοτιέ:


Και η Madonna!