Anna Wintour. H ιστορία της ισχυρότερης γυναίκας της μόδας
Anna Wintour / © John Shearer/Getty Images for THR
Fashion

Anna Wintour. H ιστορία της ισχυρότερης γυναίκας της μόδας

Τι φοράει ο διάβολος;

Ένα πορτρέτο της Anna Wintour, διευθύντριας της αμερικάνικης Vogue, διάσημης για το καλό της γούστο και την ιδιοφυΐα της σχετικά με τη μόδα και τα περιοδικά της

Όλοι πιστεύουν ότι «ο διάβολος που φοράει» Prada είναι η Anna Wintour, διευθύντρια της αμερικάνικης Vogue, διάσημη για το καλό της γούστο και την ιδιοφυΐα της σχετικά με τη μόδα και τα περιοδικά της, διαβόητη για την «απάνθρωπη» συμπεριφορά της προς τις υφιστάμενές της voguettes, και ο κύριος (αν όχι ο μόνος) λόγος για τον οποίο το βιβλίο «The devil wears Prada» (Ο διάβολος φοράει Prada), ένα roman à clef (βλ. μυθιστόρημα, όπου κάθε ομοιότητα με πρόσωπα, καταστάσεις και γεγονότα δεν είναι καθόλου συμπτωματική, όσο κι αν η συγγραφέας Lauren Weisberger διαρρηγνύει τα ιμάτιά της ότι δεν είναι αλήθεια), έγινε best seller από την πρώτη στιγμή που εκδόθηκε, το 2003, και ταινία.

Tον Ιούνιο του 2006 στη VIP πρεμιέρα της ταινίας και λίγο πριν πέσουν οι τίτλοι του τέλους, η Anna σηκώθηκε από τη θέση της και βγήκε από την αίθουσα προβολής. Φυσικά, το καταδιωκτικό απόσπασμα δημοσιογράφων, φωτογράφων και κάμεραμεν την ακολούθησε από κοντά, αλλά όπως ήταν αναμενόμενο δεν απέσπασαν κανένα σχόλιο. Αργότερα, ένας εκπρόσωπός της πρόσφερε στην αγέλη μία δήλωση για αναμάσημα: «Βρήκε την ταινία πολύ διασκεδαστική. Πρόκειται για ένα σατιρικό έργο. Τι θα μπορούσε να μην της αρέσει;». Κόντρα στις περισσότερες προβλέψεις, η Anna Wintour όχι μόνο εμφανίστηκε στην περίφημη πρεμιέρα αλλά μάλιστα φόρεσε και Prada. (Ε, τι στο διάβολο να φορούσε!)

Αυτή η ενδυματολογική της επιλογή επιβεβαίωνε τη φήμη της εξίσου chic και κοφτερής –αλλά και λίγο black– ειρωνείας που τη διακρίνει (αντάξια της βρετανικής της καταγωγής). Συγχρόνως, όμως, αποκαθιστούσε την περιβόητη coolness της, που είχε φανεί να κλονίζεται άσχημα από τη στιγμή που έμαθε ότι το βιβλίο θα γινόταν ταινία. Διάφορες πηγές δεν παρέλειπαν να αναφέρουν με βουλιμική συχνότητα και χαιρεκακία πως έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να προκαλέσει προβλήματα στην παραγωγή. Πως απειλούσε τα στούντιο ότι δεν θα είχαν καμιά προβολή από τη Vogue, αλλά και από κανένα άλλο έντυπο, ή μέσω της εκδοτικής εταιρείας Condé-Nast. Κυρίως, όμως, τα δημοσιεύματα τόνιζαν ότι εξαπόλυσε μια θύελλα τηλεφωνημάτων προς όλους τους μεγάλους σχεδιαστές μόδας, τους οποίους οι παραγωγοί προσέγγιζαν ζητώντας τους να κάνουν καμέο εμφανίσεις στην ταινία. Τους ξεκαθάριζε ότι, αν αποδέχονταν, θα έμπαιναν κατευθείαν στη μαύρη λίστα του περιοδικού. Οι ψίθυροι επέμεναν ότι «έπεισε» τους περισσότερους (πλην του Valentino, ο οποίος γύρισε μία σκηνή –χωρίς όμως να έχει ούτε ένα τόσο δα από το μπρίο που θα είχε σε αντίστοιχη περίπτωση ο Λάκης Γαβαλάς). Η Vogue προσπάθησε να διαψεύσει αυτές τις φήμες αλλά ελάχιστοι πείστηκαν, μια και δεν ήταν η πρώτη φορά που η Anna Wintour πέταγε το γάντι στο Χόλιγουντ (τα ίδια ακριβώς είχαν συμβεί και το 1994, για το περίφημο «Prêt-à-Porter» του Robert Altman).

Η Αννούλα του χιονιά

Παγερή, ανέκφραστη, δεσποτική, υπολογίστρια, επιθετικά μοχθηρή και εργασιομανής. Αυτά είναι τα κύρια χαρακτηριστικά στα οποία συγκλίνουν οι περισσότερες περιγραφές της από ανθρώπους που συνεργάζονται μαζί της. Ο συνεργάτης της André Leon Talley (επιμελητής ύλης στη Vogue – με τον οποίο η Wintour κατά περιόδους συνδέεται με σχέσεις αγαστής φιλίας και κατά άλλες με σχέσεις μίσους) έχει πει για την προϊσταμένη του ότι αποτελεί κράμα της Τζάκι Κέννεντυ-Ωνάση και της Μεγάλης Αικατερίνης της Ρωσίας (που, ως γνωστόν, πέθανε πεοθηλάζοντας γάιδαρο). Ο Michael Kors –πιο μετριοπαθής και ψύχραιμος– λέει ότι στο πρόσωπό της ενσαρκώνεται το πρότυπο της σύγχρονης δυναμικής και κομψής γυναίκας: «Να μπορεί να αποκτά όποιο υλικό αγαθό τύχει να επιθυμήσει, να έχει κύρος και δύναμη και να είναι πάντα σέξι. Έτσι θέλει η γυναίκα να είναι σήμερα» (πες τα, βρε Michael!).

Στη Vogue βογκούν οι νέες

Το μεγαλύτερο ζόρι στη δουλειά το τραβάνε οι νεαρότερες εργαζόμενες του περιοδικού που απασχολούνται στα λιγότερο σημαντικά πόστα. Δεν τους επιτρέπεται να της απευθύνουν το λόγο, αν δεν τους μιλήσει εκείνη πρώτη. Η εμφάνισή τους πρέπει να είναι πάντα αντάξια του κύρους και του ύφους του περιοδικού. Επίσης απαγορεύεται να τρώνε στη δουλειά (στην πραγματικότητα απλώς απαγορεύεται να τρώνε γενικά – η Anna απεχθάνεται τους παχείς ανθρώπους και έχει επανειλημμένα δηλώσει ότι δεν θα προσλάμβανε μία παχουλή, ακόμη κι αν ήταν η καλύτερη συντάκτης ή fashion editor του κόσμου. Η ίδια βέβαια τρώει τον αγλέουρα και κυρίως ό,τι πιο παχυντικό, διότι –όπως λέγεται– έχει έναν κτηνώδη μεταβολισμό που καίει τα πάντα. Οι voguettes την τρέμουν. Πανικοβάλλονται όποτε τη συναντούν. Αποφεύγουν να παίρνουν το ίδιο ασανσέρ μ’ εκείνη και στους διαδρόμους την προσπερνούν χωρίς να την κοιτάζουν, με το κεφάλι στραμμένο στο πάτωμα. Η Anna στο γραφείο συμπεριφέρεται σαν αυστηρή λυκειάρχης. Ρόλος που ταιριάζει γάντι στην ευρέως επικρατούσα άποψη ότι η Vogue είναι ένα σχολείο μεταπτυχιακών σπουδών για καθωσπρέπει κορασίδες καλών οικογενειών (και αρκετά εύπορων ώστε να στηρίζουν τα παιδιά τους, που ζουν ζωή υποχρεωτικά χλιδάτη ενώ παίρνουν μισθούς πείνας).

Επί στιλέτου κρεμάμενες

Φυσικά όλες πρέπει να εμφανίζονται παντού και πάντα με ψηλοτάκουνα παπούτσια κι ακόμα καλύτερα με γόβες στιλέτο. Η Anna όμως δεν είναι έτσι μόνο με τις υφιστάμενές της. Ανάμεσα στα πολλά ανέκδοτα σχετικά με τις καθημερινές performances της ως στρίγγλα, είναι κι ένα που λέει ότι σε επίσημο δείπνο ζήτησε από τον Karl Lagerfeld να επιπλήξει τη νεαρή κοπέλα που συνόδευε, επειδή στη διάρκεια της βραδιάς είχε σηκωθεί έξι φορές για να πάει στην τουαλέτα («Καρλ, είναι δική σου καλεσμένη! Πρέπει να την κοντρολάρεις!»). Αντίστοιχα αδυσώπητη είναι και με τις διασημότητες που φωτογραφίζονται για το περιοδικό. Η Hillary Clinton, που έγινε «cover girl» την εποχή που ο σύζυγός της θα λογοδοτούσε για το σκάνδαλο με τη Μόνικά του, ειδοποιήθηκε να μη διανοηθεί να εμφανιστεί στο στούντιο με κανένα από τα μπλε-μαρέν ταγιέρ που συνήθιζε να φοράει. Όσο για την Oprah Winfrey, που είναι διαβόητη για το ότι συνεχώς παχαίνει και αδυνατίζει (βλ. yoyo dieting), χρειάστηκε να περιμένει μέχρι να φτάσει σε ένα ναδίρ κιλών πριν φωτογραφηθεί για τη Vogue. Ανάλογα, «ωραία και κυριλέ» πρέπει να είναι και όλα τα θέματα που παρουσιάζονται. Αν τύχει να μην είναι, ή δεν παρουσιάζονται καθόλου ή τροποποιούνται μέχρι να γίνουν «ωραία» (όταν κάποτε της παρουσίασαν ένα θέμα για μια αεροσυνοδό που είχε καρκίνο του στήθους, εκείνη το απέρριψε γιατί το επάγγελμα της αεροσυνοδού της φαινόταν πολύ ντεκλασέ για τη Vogue. Το άρθρο όμως δημοσιεύτηκε. Απλά, στη θέση της αεροσυνοδού βρισκόταν πια μια επιτυχημένη μπιζνεσγούμαν του Μανχάταν που είχε ακριβώς το ίδιο πρόβλημα υγείας).

Business is business is business

Δεν έχει καμία αναστολή μπροστά στο «εμπορικό» της καθήκον. Έχει ανοικτά δηλώσει ότι όποτε τυχαίνει να έχει δύο ανάλογα κομμάτια να παρουσιάσει,θα επιλέξει πάντα εκείνο του οίκου που διαφημίζεται στο περιοδικό. Όταν η μόδα του grunge είχε αρχίσει να κερδίζει έδαφος και εξ αυτού οι πωλήσεις των καλλυντικών έπαιρναν την κάτω βόλτα, τηλεφώνησε η ίδια σε κάθε μεγάλο ντιζάινερ ξεχωριστά και τους διαμήνυσε πως θέλει να προσθέσουν αμέσως στο νέο λουκ που προτείνουν όλα όσα χρειάζεται για να μη διαταραχθεί η ομαλή κατανάλωση προϊόντων beauté, γιατί διαφορετικά δεν θα παρουσίαζε καμία νέα συλλογή. Πολλές φορές όμως αυτενεργεί και χωρίς να ειδοποιεί. Είναι παροιμιώδης η περίπτωση που κόντυνε περί τα 20 εκατοστά όλες τις φούστες και τα φορέματα ενός σχεδιαστή, πριν τα φωτογραφίσει (η μεταποίηση έγινε στο στούντιο και χωρίς ο σχεδιαστής να το ξέρει – την είδε τυπωμένη στη Vogue και ήταν η νέα μόδα που δεν είχε λανσάρει). Οι γύρω της όμως βρίσκουν εξίσου ανίερους τρόπους να εκδικούνται τις αυθαιρεσίες της. Η Anna έχει ένα γιο και μια κόρη με τον τέως σύζυγό της David Shaffer, εξαιρετικό παιδοψυχολόγο (η Anna τον είχε συστήσει στη Donatella Versace, όταν η κόρη της Allegra παρουσίασε τα πρώτα ψυχοσωματικά σχετικά με τη διατροφή – τίποτα σπουδαίο, τα κλασικά: ανορεξίες, βουλιμίες κ.λπ. Εκείνος έσωσε το κορίτσι!).

Όταν λοιπόν η κόρη της Bee έφτασε στην ηλικία να εμφανιστεί ως débutante στον κόσμο των περιοδικών, η Anna κανόνισε μια εμφάνισή της στη Γαλλική Vogue. Οι οδηγίες της για το πώς θα γινόταν η φωτογράφιση ήταν λεπτομερέστατες και σαφείς, ωστόσο δεν προέβλεψε ότι η Γαλλίδα ομόλογός της Carine Roitfeld θα δημοσίευε (τεύχος Φεβρουαρίου 2005) το αφιέρωμα στο τρυφερούδι της, κολλητά με ένα λεσβιακο-πορνο-chic editorial του φωτογράφου Andres Serrano. H Wintour θεωρείται ότι δεν συγχώρεσε ποτέ την απερίσκεπτη Roitfeld και της απάντησε με ένα διόλου κολακευτικό πορτρέτο της που δημοσιεύτηκε στο Newsweek.

Η φιλάνθρωπος και τα ζώα

Κατά τα άλλα η Anna ασχολείται πολύ με τις φιλανθρωπίες. Διοργανώνει γκαλά για το AIDS, για την υποστήριξη των νέων σχεδιαστών μόδας, του Μητροπολιτικού Μουσείου Τέχνης της Νέας Υόρκης και χίλια δυο άλλα. Μόνο με τα ζώα δεν τα πηγαίνει καλά. Οι φιλοζωικές οργανώσεις πάντα την κατηγορούσαν για την προώθηση της μόδας της γούνας, αλλά όταν πια εκείνη αρνήθηκε να καταχωρήσει στη Vogue διαφήμισή τους σχετικά με το θέμα (παρά το ότι οι οργανώσεις ήταν διατεθειμένες να πληρώσουν τα ίδια χρήματα για τη διαφήμιση που πληρώνουν και οι γουναράδες), της κήρυξαν ανοικτό πόλεμο. Ξεκίνησε ένα μπαράζ απρόκλητων επιθέσεων εναντίον της, που οι περισσότερες από αυτές στέφθηκαν με επιτυχία (παρά το ότι –στη Νέα Υόρκη τουλάχιστον– κυκλοφορεί με σωματοφύλακες). Η ίδια λέει ότι ήταν τόσες πολλές, που έχει χάσει πια το λογαριασμό. Από τις πιο ενδιαφέρουσες περιπτώσεις ήταν μια στο Παρίσι, επειδή της πέταξαν ιαπωνικό tofu, δηλαδή κάτι αρκούντως chic για την περίσταση. Αλλά και εκείνη όπου ένας άγνωστος εμφανίστηκε στο πολύ καλό εστιατόριο της Νέας Υόρκης στο οποίο εκείνη έτρωγε ήσυχα και καλά και της έβαλε στο πιάτο ένα ψόφιο (και σε ελαφρά αποσύνθεση) ρακούν. Η Anna βέβαια παρέμεινε ατάραχη και φώναξε το γκαρσόνι για ν’ απομακρύνει το νεκρό ζώο. Συνέχισε το δείπνο της σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.

Μικρή ανακαίνιση

Στα μέσα του Αυγούστου του 2009 διέρρευσε στον τύπο ότι η Anna ανακαινίζει το γραφείο της. «Τίποτα το σπουδαίο! Ένα μικρό βάψιμο για φρεσκάρισμα» φέρεται να είχε δηλώσει η ίδια. Στην πραγματικότητα, όμως, είχε εκμυστηρευτεί σε φίλους της πως, μετά την προβολή «του διάβολου που φοράει Prada», αισθανόταν ότι ο ιδιωτικός της χώρος είχε υποστεί μια εισβολή και δεν της ήταν πια οικείος όπως πριν. Η αλήθεια είναι ότι ο σκηνογράφος της ταινίας είχε αναπαραστήσει με αξιοθαύμαστη ακρίβεια το γραφείο της (από φωτογραφίες που είχαν δημοσιευτεί στον τύπο – φυσικά και δεν του είχαν επιτρέψει να το επισκεφτεί). Έτσι, τώρα πηγαίνει στη δουλειά της χωρίς να φοβάται ότι θα της έρχεται σε φλάσμπακ το δυσάρεστο στρες που της προκάλεσε η ταινία. Θα μπαίνει και θα εργάζεται απερίσπαστη στα νέα πρότζεκτ της, γιατί αυτή είναι η φύση των περιοδικών: κάθε περασμένο είναι και αυτομάτως ξεχασμένο. Και φυσικά θα συνεχίσει να φοράει τα αγαπημένα της Prada (προφανώς αδιαφορώντας για την πιο σοφή και εύστοχη άποψη που διατυπώθηκε ποτέ για τις δημιουργίες του οίκου, από τον Pedro Almodovar στην ταινία του «Όλα για τη μητέρα μου», ότι η Prada σχεδιάζει ρούχα για καλόγριες).

Ο μπαμπάς της Charles Wintour (πολιτικός συντάκτης της Evening Standard) και η μαμά της Elinor (μια ακούραστη ριζοσπάστρια αμερικανικού τύπου, κόρη καθηγητού του Χάρβαρντ) είχαν γνωριστεί ως φοιτητές στο Cambridge. Παρά τη μάλλον στενή σχέση της οικογένειας με καλά πανεπιστήμια, η Anna δεν πήρε ούτε απολυτήριο λυκείου. Ο Charles Wintour την εποχή της δόξας του (στα ’60ς) είχε το παρατσούκλι «παγερός Τσάρλι». Η Anna, που πέρασε την παιδική της ηλικία λαχταρώντας τη συντροφιά του πολυάσχολου πατέρα της, έχει πει ότι πληγωνόταν από τις αλλεπάλληλες αναφορές του τύπου στην κατεψυγμένη του συμπεριφορά και την τόσο «χαλύβδινη ιδιοσυγκρασία του». Δεν καταλάβαινε πώς είναι δυνατόν να λέγονται τέτοια πράγματα για έναν τόσο «ζεστό και υπέροχο» μπαμπά.

Swinging στο Λονδίνο

Στην εφηβική της ηλικία ήταν μάλλον κοντόχοντρη και δεν πολυνοιαζόταν για το χτένισμά της. Ασχολήθηκε με τον αθλητισμό και είχε καλές επιδόσεις ως δρομέας, αλλά εγκατέλειψε το στίβο από φόβο ότι οι μύες της θα διαγράφονταν έντονα στις γάμπες της. Από τα 15 της έμενε μόνη σε υπόγειο στο Kensington και ένα χρόνο αργότερα (με τη βοήθεια του μπαμπά της) άρχισε να ασχολείται με τη δημοσιογραφία. Γρήγορα ανακάλυψε τον κόσμο της μόδας, τη φρενίτιδα της νυχτερινής ζωής του Λονδίνου του ’60 και τους «κατεργάρηδες» άνδρες. Τότε ήταν που σχετίστηκε με τον Michael White (θεατρικό παραγωγό –μεταξύ άλλων και του «Rocky Horror Show»–, αλλά και με τον Bob Marley (αυτό σύμφωνα με μια μη έγκριτη βιογραφία της – από τον maitre των kitchy-trashy σκανδαλοθηρικών του είδους Jerry Oppenheimer).

Σπάζοντας καλούπια

Από το 1970 άρχισε να ασχολείται με τα περιοδικά μόδας. Δημιούργησε αίσθηση με την πρώτη της κιόλας δουλειά, όταν πρότεινε μια φωτογράφιση μόδας στην οποία τα μοντέλα (με αφέλειες και χαμηλοτάκουνες μπότες μέχρι κάτω από το γόνατο – όλα πολύ στη μόδα τότε) αναπαριστούσαν γνωστούς πίνακες του Μανέ και του Ρενουάρ. Το 1976 έφυγε στην Αμερική για να δουλέψει σε πολλά από τα εκεί μεγάλα γυναικεία περιοδικά. Γύρισε στην Αγγλία δέκα χρόνια αργότερα ως αρχισυντάκτρια της βρετανικής Vogue κι ένα χρόνο μετά έγινε διευθύντρια του περιοδικού διακόσμησης House & Garden. Αυτή ήταν ίσως η μόνη αμφιλεγόμενη στιγμή της καριέρας της. Επέμενε τόσο πολύ στο να μπαίνουν σε όλες τις φωτογραφίσεις μοντέλα με ωραία μοδάτα ρούχα, που στο χώρο των μίντια το περιοδικό απόκτησε διάφορα παρατσούκλια όπως «House & Garment» (βλ. Σπίτι και Ρούχο), «Vanity Chair» (βλ.παραφθορά του Vanity Fair) κ.ά. Ενώ σε όλες τις προηγούμενες δουλειές της κατάφερνε να αυξάνει τις πωλήσεις των περιοδικών, εδώ αυτή η τάση δεν φάνηκε ξεκάθαρα. Όταν, μάλιστα, ο εκδοτικός οίκος αναγκάστηκε να εγκαταστήσει έξτρα τηλεφωνική γραμμή παραπόνων αναγνωστών, φάνηκε ότι είχε φτάσει το τέλος της εκεί θητείας της. Ωστόσο, το 1987 οι εκδότες εντυπωσιασμένοι από την απίθανη ικανότητά της να ανακαλύπτει και να δημιουργεί νέα στερεότυπα, της πρόσφεραν μια σημαντική θέση στην αμερικανική Vogue. Τότε διευθύντρια του περιοδικού ήταν η Grace Mirabella, που είχε ήδη συμπληρώσει θητεία 17 χρόνων στο πόστο (την οποία, μερικοί που από χόμπι ασχολούνται με την ιστορία του εντύπου, ονομάζουν «τα μπεζ χρόνια της Vogue», αναφερόμενοι βασικά στο ότι η Mirabella είχε βάψει μπεζ τους τοίχους του γραφείου της, τους οποίους η προκάτοχός της Dianne Vreeland διατηρούσε κόκκινους – αλλά κυρίως,υπαινισσόμενοι ότι εκείνη ήταν η πιο βαρετή περίοδος του πιο έγκυρου περιοδικού μόδας).

Η ίδια η Anna Wintour έχει πει ότι κατά την πρώτη συνάντησή τους, η Mirabella (της οποίας θα γινόταν αρχικά βοηθός) την είχε ρωτήσει ποια ακριβώς δουλειά θα ήθελε να κάνει στο περιοδικό και η Anna απάντησε χαμογελώντας: «τη δική σας». Η Mirabella μάλλον δεν είχε καταλάβει ότι εκείνη τη στιγμή η Wintour δεν αστειευόταν αλλά εννοούσε αυτό που της έλεγε. Αρκετά χρόνια αργότερα, στο βιβλίο της «In and Out of Vogue», η Mirabella σημείωνε ότι πίσω από την πλάτη της και όποτε διαφωνούσαν η Anna προσπαθούσε να αλλάζει το σχεδιασμό του περιοδικού, να επεμβαίνει στις φωτογραφίσεις και να κάνει όποια αλλαγή θεωρούσε εκείνη σωστή, παρακάμπτοντας την ίδια και τους συνεργάτες της. Όποτε δεν κατάφερνε να πετύχει το στόχο της, ασκούσε εντονότατη κριτική και πρόσβαλλε συντάκτες, art directors και fashion editors (δηλαδή όποιον έβρισκε μπροστά της). Τελικά η Wintour έφαγε τη θέση της Mirabella (η οποία κατέληξε να κάνει δικό της περιοδικό που έχει το όνομά της). Από το 1988 έγινε η απόλυτη κυρίαρχος στη Vogue.

Νεωτερισμοί «η Anna»

Νέος αέρας φυσούσε. Είχε βρεθεί επιτέλους μια διευθύντρια σύνταξης-ντίβα. Δηλαδή, εκείνο το κάτι διαφορετικό, κάτι που είχε λείψει από την εποχή της Dianne Vreeland. Πολλά απ’ όσα σήμερα θεωρούνται αυτονόητα για κάθε περιοδικό μόδας ξεκίνησαν από τις σελίδες της Vogue ως παρεμβάσεις της Wintour. Καταρχάς ξεκίνησε από την πολύ απλή παραδοχή ότι ένα περιοδικό μόδας πρέπει να περιέχει κυρίως μόδα (σ.σ. επί Mirabella, η Vogue έμοιαζε περισσότερο με φιλολογικό περιοδικό). Έφερε λοιπόν τη μόδα στις μπροστινές σελίδες και της παρείχε όλο και περισσότερο χώρο. Ταυτόχρονα επιτέθηκε στα τότε ισχύοντα φωτογραφικά στερεότυπα. Κατάργησε τα γκρο πλαν των ξανθών που προτιμούσε η Mirabella, δίνοντας βάθος στις φωτογραφίες και δείχνοντας όλο το σώμα των μοντέλων. Προτίμησε αντί των φωτογραφίσεων σε στούντιο, που μέχρι τότε ήταν σχεδόν απαράβατος κανόνας για το περιοδικό, τις φωτογραφίσεις σε εξωτερικούς χώρους με φυσικό φως (ποιος δεν θυμάται την Care Otis γυμνόστηθη στις ακρογιαλιές της Σαντορίνης;). Οι φωτογραφίσεις μόδας όπου διασημότητες (ηθοποιοί, κοσμικές, πολιτικοί) αντικαθιστούσαν τα μοντέλα ήταν το νέο κλου. (Αυτό πυροδότησε και το «παζάρι» των προσφορών από τους μεγάλους οίκους προς ηθοποιούς κ.λπ.με αποτέλεσμα σήμερα να έχουμε φτάσει στο σημείο όπου η εκάστοτε σταρ φοράει όχι το φόρεμα που επέλεξε και της αρέσει, αλλά εκείνο του σχεδιαστή που της πρόσφερε το μεγαλύτερο ποσό για να το φορέσει). Νέοι ντιζάινερς άρχισαν να προωθούνται με ενθουσιασμό και τυμπανοκρουσίες (χωρίς την Anna Wintour άνθρωποι σαν π.χ. τον John Galiano, τον Michael Kors ή τον Marc Jacobs, ίσως να μην έπαιζαν σήμερα το ρόλο που παίζουν στο χώρο της μόδας). Θεωρείται ότι μπορεί να «μυρίζεται» τους καλούς νέους ντιζάινερ και γι’ αυτό οι μεγάλοι οίκοι συχνά τη συμβουλεύονται όταν αναζητούν νέο αίμα σχεδιαστών.Αντίστοιχα, ευνοούνταν πάντα οι όλο και πιο νεαροί συντάκτες.

«Παγίδευσε» με μεγάλης διάρκειας συμβόλαια τους καλύτερους φωτογράφους.

Υποστήριξε η ίδια και επέβαλε όσο κανείς άλλον την έννοια-ιδιότητα supermodel. Τα άλλα περιοδικά κατέβαλλαν αγωνιώδεις προσπάθειες να κλείσουν συμβόλαια για φωτογραφίσεις με τα μοντέλα που εκείνη είχε κατατάξει σε αυτή την κατηγορία. Σε συνεργασία με τους μεγάλους οίκους ραπτικής καθιέρωσε την κατ’ αποκλειστικότητα παρουσίαση σχεδίων τους μόνο από τις σελίδες της Vogue.Ταυτόχρονα, άρχισε να αναμιγνύει ακριβά κομμάτια (της haute) με απλά και φτηνά.Δηλαδή,αυτό που οι περισσότερες γυναίκες κάνουν λίγο πολύ στην καθημερινή τους ζωή. Ήταν η πρώτη που έκανε εξώφυλλο ρούχα της haute συνδυασμένα με τζιν, κάτι που μέχρι τότε θεωρείτο αδιανόητο. Απενοχοποίησε το «επιμελώς ατημέλητο λουκ» (κυρίως σε ό,τι αφορά τα χτενίσματα). Το ταλέντο της ήταν να προτείνει υπερστιλιζαρισμένους, φρέσκους και υπέρκομψους συνδυασμούς που ήταν εύκολο να αναπαραχθούν από οποιανδήποτε αναγνώστρια. Αντικατέστησε το uber alles απρόσιτο ύφος της Vogue (που σχεδόν ταπείνωνε τις αναγνώστριές του) με ένα νέο uber alles ύφος που ήταν κατανοητό και αποδεκτό, κυρίως γιατί παρείχε συμβουλές για το πώς μία θα κατάφερνε να φαίνεται σαν να έχει μόλις κατέβει από μια πασαρέλα της haute, έχοντας δαπανήσει μόνο όσα της επέτρεπε ο πραγματικός μισθός της. Η Donna Karan έχει πει ότι «η Anna βλέπει το περιοδικό σαν μια γέφυρα μεταξύ του σχεδιαστή και του καταναλωτή», ενώ ο Calvin Klein υπερθεματίζει: «Όποτε υπάρχει άρθρο της για μας, υπάρχει αυτομάτως και μια θεαματική αύξηση των πωλήσεών μας». Θεωρείται πια ότι οι δικές της εντολές καθιερώνουν ή καταργούν μια μόδα. Η παρουσία της σε ένα ντεφιλέ είναι απόδειξη της εκτίμησης που τρέφει για κάποιο σχεδιαστή. Καμία επίδειξη δεν ξεκινά αν εκείνη αναμένεται και δεν βρίσκεται στη θέση της. Ωστόσο,πολλοί λένε ότι παρά τις τόσες επιτυχείς και αξιοζήλευτες καινοτομίες της, η Anna Wintour δεν κατάφερε ποτέ να αναστήσει (ή έστω να επανεφεύρει) το πλουσιοπάροχο και σχεδόν μελοδραματικό πνεύμα της αβανγκάρντ εκκεντρικότητας που διέκρινε το περιοδικό επί των ημερών της πάλαι ποτέ, εξίσου célèbre προκατόχου της, Diana Vreeland. Τι σημασία έχουν όμως όλα αυτά, όταν το τιράζ του περιοδικού ξεπερνά σταθερά το ένα εκατομμύριο τεύχη και οι διαφημίσεις (άρα και τα έσοδα) δεν έπαψαν ποτέ να αυξάνονται στις σελίδες της Vogue; Το Σεπτέμβριο του 2005 το περιοδικό κυκλοφόρησε με 832 σελίδες και καταγράφτηκε στην ιστορία του Τύπου ως το μεγαλύτερο περιοδικό που κυκλοφόρησε ποτέ, ενώ στις συνειδήσεις των αναγνωστών ως το «θεμέλιο τούβλο» του κάθε fashionista. Βέβαια όλα αυτά ανταμείβονται. Ήδη, εδώ και χρόνια θεωρείται η πιο ακριβοπληρωμένη διευθύντρια σύνταξης στην Αμερική. Οι ετήσιες αποδοχές της ξεπερνούν το ένα εκατομμύριο δολάρια, χωρίς σ’ αυτά να συμπεριλαμβάνονται οι λοιπές παροχές (λιμουζίνα με σοφέρ, κάλυψη των περισσότερων εξόδων παραστάσεως, διαμονή στα καλύτερα ξενοδοχεία όποτε ταξιδεύει κ.λπ.).

Top Reads

Δείτε ακόμα

Στην Athens Voice