Azzedine Alaia: Ο άνθρωπος που έκανε τις γυναίκες να μοιάζουν με γλυπτά
Η ζωή του και η διαδρομή του στο χώρο της μόδας
Ένας μικρόσωμος Τυνήσιος που αγάπησε και έντυσε το γυναικείο σώμα με μία απαράμιλλη γλυπτική τέχνη και έγραψε την ιστορία του στη μόδα σαν ένας άνθρωπος που αγνόησε τις νόρμες και τις συνήθειές της.
Πέθανε στις 18 Νοεμβρίου 2017 από καρδιακή προσβολή στο σπίτι του στο Παρίσι, σε ηλικία 77 ετών – αν και, κατά τον Guardian, ήταν 82. Πολλοί ήταν αυτοί που τον χαρακτήρισαν σαν έναν από τους μεγαλύτερους σχεδιαστές της γενιάς του. Η γκουρού της μόδας Suzy Menkes ήταν απόλυτη: «Για μένα» έγραψε, «ήταν ο μεγαλύτερος couturier που υπήρξε».
Ο Azzedine Alaïa γεννήθηκε στην Τυνησία στις 26 Φεβρουαρίου του 1940 – αν και υπάρχουν αμφιβολίες για την ακριβή ημερομηνία μια και ο ίδιος συχνά έλεγε ψέματα για την ηλικία του, μία μικρή ματαιοδοξία απόλυτα συμπαθής σε αυτό τον χώρο. Γιος αγροτικής οικογένειας που εξελίχθηκε σε έναν μεγάλο σχεδιαστή ρούχων, παπουτσιών και δερμάτινων ειδών με τη δική του φίρμα από τις αρχές των 80s, ακριβώς δηλαδή στην εποχή που η μόδα γινόταν pop υπόθεση, οι μεγάλες πόλεις σαν το Παρίσι αποκτούσαν πολυ-πολιτισμικό προφίλ και τα υπερ-μοντέλα επισκίαζαν τις σταρ του κινηματογράφου. Το σεξ υπήρχε παντού σαν ταμπού πια, σαν εικόνα και σαν απειλή λόγω AIDS. Ό,τι φαινόταν απειλητικό στο σκοτάδι, κάτω από τους προβολείς γινόταν θέαμα, αξεσουάρ και σεξ-απήλ στη μόδα, τη μουσική, τον κινηματογράφο. Η ειρωνεία απέναντι στη σεμνοτυφία και η υπερβολή, τύπου “Like a prayer” της Madonna και των υπέρλαμπρων πορτρέτων «αγίων» που φωτογράφιζαν οι Pierre & Gilles, κυριάρχησαν στα media.
Η υπογραφή του Alaïa, το σημάδι αναγνώρισης στις δημιουργίες του, ήταν η υπέροχη σχέση που είχε με τα ύφασμα, χρησιμοποιώντας το με τα ίδια του τα χέρια για να σμιλεύει τη γυναικεία σιλουέτα. Συχνά έλεγε ο ίδιος ότι δεν μπορεί να εμπνευστεί αν δεν βρεθεί μπροστά σε ένα μανεκέν και αν δεν πιάσει στα χέρια του ύφασμα και ψαλίδι. Η δουλειά του πάντα είχε μία graphic αισθητική γιατί αγαπούσε τα πλακάτα χρώματα και περισσότερο το μαύρο. Τα ρούχα του και τα φορέματά του ήταν όσο στενά μπορούσε να αντέξει το διάφραγμα του μοντέλου, συχνά με τεράστιο άνοιγμα στην πλάτη και με το ζέρσεϊ ύφασμα να δίνει την αίσθηση της σάρκας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τα κορίτσια που συνοδεύουν τον Robert Palmer στο βίντεο του “Addicted to Love”, ορόσημο για τα 80s, ανέκφραστες, σούπερ-κουλ θεότητες με γυαλιστερό μέικαπ και στενά, μαύρα φορέματα του Alaïa.
Με τις ευλογίες της Μαντάμ Πινό
Ο Alaïa είχε μία δίδυμη αδερφή, την Hafida, με την οποία, στα παιδικά τους χρόνια, μοιράζονταν την ίδια αγάπη για ο,τιδήποτε γυάλιζε και έπεφτε με όμορφες πτυχώσεις. Η μικρή είχε μάθει να ράβει σε σχολή καλογραιών και δίδαξε στον αδερφό της την τέχνη για να βγάζουν το χαρτζιλίκι τους, ενώ μία φίλη της μητέρας του, η Μαντάμ Πινό (η οποία ήταν μοδίστρα αλλά και η μαία που είχε βοηθήσει στις γέννες όλη την οικογένεια), από τη στιγμή που ο μικρός τής είχε πει ότι του άρεσε να ζωγραφίζει, άρχισε να τον τροφοδοτεί με βιβλία όπως άλμπουμ για τον Πικάσο, φυλλάδια από εκθέσεις ζωγραφικής και τεύχη της Vogue, τονώνοντας και διευρύνοντας σιγά σιγά το ταλέντο του. Η Μαντάμ Πινό ήταν εκείνη που, παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα του που έλειπε, έγραψε τον Azzedine στη Σχολή Καλών Τεχνών της Τυνησίας για να σπουδάσει γλυπτική (δίνοντας, τι ειρωνεία, ψεύτικη ηλικία για να τον πάρουνε). Η γοητεία που ένοιωθε για το ανθρώπινο σώμα ο Azzedine μαζί με τις γνώσεις που πήρε στη γλυπτική έγιναν ένα χαρακτηριστικό εργαλείο στη μετέπειτα πορεία του. Ο ίδιος έλεγε «όταν κατάλαβα ότι δεν θα γινόμουν καλός γλύπτης, άλλαξα κατεύθυνση».
Το μόνο που χρειάστηκε ήταν μία αγγελία: μία εταιρία ζητούσε ράφτες. Ο Azzedine έπιασε δουλειά σε ένα μικρό ατελιέ 5 τετραγωνικών μέτρων, σαν βοηθός – έκανε το φινίρισμα στα φορέματα επί παραγγελία. Εκεί, έλεγε ο ίδιος, έμαθε πάρα πολλά και έκανε την πρακτική που χρειαζόταν για να εξελιχθεί. Σύντομα άρχισε να φτιάχνει αντίγραφα των μοντέλων της haute couture που έβλεπε στα περιοδικά, για τις κυρίες της γειτονιάς του που είχαν βρει έναν μικρό θαυματοποιό στη διπλανή τους πόρτα.
Ο ίδιος είχε πει σε μία συνέντευξή του:
«Κοντά στη μπουτίκ υπήρχε ένα μεγάλο σπίτι όπου δύο πλούσια κορίτσια ήταν πάντα στο μπαλκόνι τους κοιτάζοντας στο δρόμο. Με έβλεπαν να μπαίνω και να βγαίνω στο μαγαζί κρατώντας κιβώτια και υφάσματα και τελικά, μία μέρα μετά τη σχολή με πλησίασαν και με ρώτησαν για τη δουλειά μου και με προσκάλεσαν να πάω στο σπίτι τους το ίδιο βράδυ. Όταν πήγα, με σύστησαν στην ξαδέρφη τους που φορούσε ρούχα του Dior και του Balmain. Εκείνη με έστειλε να δουλέψω για την Leila, μία μοδίστρα που έφτιαχνε αντίγραφα μοντέλων του Balmain. Μία φίλη της με βοήθησε για να πάω στο Παρίσι και να δουλέψω για τον Dior, στο τμήμα με τα γυναικεία κοστούμια. (…) Εκείνη την εποχή τα ονόματα που κυριαρχούσαν ήταν Dior, Balenciaga και Chanel. Όλοι φαντασιώνονταν μαζί τους, κάθε γυναίκα ονειρευόταν να φορέσει δημιουργίες τους. Δεν ήταν όπως σήμερα με τα ready-to-wear».
Από τον Dior στο Marais
Το 1957, όταν ο Azzedine άρχισε να δουλεύει στου Dior ράβοντας τις ετικέτες στα ρούχα, ο πόλεμος στην Αλγερία, μεταξύ της Γαλλίας και των αλγερινών κινημάτων ανεξαρτησίας, βρισκόταν στο ζενίθ του. Ο νεαρός δεν είχε νόμιμα χαρτιά μετανάστευσης κι έτσι τον έδιωξαν μετά από μόλις πέντε μέρες, κάτι που του άφησε για πάντα πικρία απέναντι στον Yves Saint Laurent που τότε είχε αναλάβει τον Οίκο Dior.
Γρήγορα όμως βρήκε δουλειά στο ατελιέ του Guy Laroche όπου έμεινε για δύο σεζόν τελειοποιώντας ακόμα περισσότερο τις ικανότητές του στη ραπτική ενώ δούλευε και σαν οικονόμος στο σπίτι της Μαρκησίας ντε Μαζάν. Ούτε εκεί έμεινε πολύ γιατί το 1960 τον «έκλεψε» από τη Μαρκησία, η Κοντέσα de Blégiers. Εκεί, μέσα στο βασίλειο των υπέρκομψων παγωνιών της ελίτ, έμεινε τα επόμενα πέντε χρόνια δουλεύοντας σαν οικονόμος, σαν baby sitter αλλά και σαν μόδιστρος για την Κοντέσα και τις φίλες της, ενώ γινόταν όλο και πιο δημοφιλής με τον ευχάριστο και προσηνή χαρακτήρα του σε όλη τη λαμπερή high society του Παρισιού: πλούσιες συζύγους, σπάταλες ερωμένες, ακόμα και την παλιά ντίβα του γαλλικού κινηματογράφου, την Arletty, την Greta Garbo (που λέγεται ότι πήγαινε ινκόγκνιτο στο ατελιέ του για πρόβα), την οικογένεια Rothschild και χορεύτριες από το καμπαρέ Crazy Horse οι οποίες τον δίδαξαν πόσο γυμνό δέρμα και πότε πρέπει να αποκαλύπτεται σε ένα ρούχο. Ο κοντούλης Alaïa, ντροπαλός και με απροσδιόριστη ηλικία, πάντα είχε να ανταλλάξει νέα, κουτσομπολιά και γελάκια με τους καλούς του πελάτες οι οποίοι τον ακολούθησαν πιστά και στα επόμενα βήματά του. Μετά από τη θητεία του στον οίκο του Thierry Mugler, με τον οποίο έγιναν καλοί φίλοι, η πριβέ πελατεία που είχε αποκτήσει ο Alaïa τον πίεζε και τον έπεισε τελικά, στα τέλη της δεκαετίας του 1970, να ανοίξει το δικό του μικρό ατελιέ στην rue de Bellechasse.
Η πρώτη του ready-to-wear συλλογή παρουσιάστηκε το 1980 όταν μετακόμισε και σε μεγαλύτερες εγκαταστάσεις στην rue du Parc-Royal στην περιοχή του Marais.
Το ατελιέ του, showroom, μαγαζί και χώρος εργασίας ταυτόχρονα, ήταν ένας φωτεινός, τεράστιος χώρος με ξύλινο παρκέ, μεγάλα παράθυρα με τοίχους και κολώνες από τούβλο σε εκτυφλωτικό κόκκινο χρώμα και μία διαχρονική αίσθηση αρμονίας που ταίριαζε με τις συλλογές του ακόμα και σήμερα. Εκεί δούλευε όλη τη νύχτα, μόνος, τα σχέδιά του, ακούγοντας τον ήχο από παλιές κινηματογραφικές ταινίες και μουσικές.
Το 1979, μία εποχή που κυριαρχούσε ένα ψευδομιλιτέρ look στη μόδα, ο Azzedine ετοίμασε μία ready-to-wear συλλογή για τον Charles Jourdan με καπαρντίνες από καουτσούκ και δέρμα, σέξι streetwear, ρούχα χωρίς καθόλου εξωτερικά στολίδια αλλά με μία απίστευτη φόρμα που αγκάλιαζαν και αναδείκνυαν το γυναικείο σώμα. Τα χρώματα που κυριαρχούσαν ήταν το μαύρο και το κόκκινο ενώ εντυπωσίασε το απλό, μαύρο, στενό φόρεμα που παρουσίασε με το φερμουάρ να αγκαλιάζει σαν ερπετό το σώμα.
Ο ίδιος είχε πει σε συνέντευξή του για εκείνο το σόου:
«Τότε δεν χρησιμοποιούσαμε μουσική στις επιδείξεις. Τα κορίτσια περπατούσαν στο lounge: η Iman, η Jerry Hall, όλες οι σπουδαίες κοπέλες της εποχής έκαναν τις επιδείξεις μέσα σε πέντε μέρες. Κι εμείς, μια μέρα, κάναμε το δικό μας σόου στους δρόμους του Belles-Chasses στο Παρίσι. Οι Γιαπωνέζοι ήθελαν να το τραβήξουν σε φιλμ αλλά εμείς κάναμε εκείνα τα σόου μόνο για τους πελάτες μας. Γι’αυτό επιλέξαμε να το κάνουμε έξω. Τραβούσαμε βίντεο ενώ τα παιδάκια από το διπλανό σχολείο έβγαιναν τρέχοντας έξω για να δούνε τα μοντέλα. Τα οποία περπατούσαν φορώντας τζάκετς από δέρμα κροκοδείλου. Είχα δει αυτά τα δέρματα να στεγνώνουν σε μία αποθήκη και ήταν τεράστια, μεγάλα όσο ένα τραπέζι! Ήταν απίστευτο. Μου είχαν πει ότι τα έφτιαχναν για κάλυμμα επίπλων ή για χαλιά. Ήθελα πολύ να τα χρησιμοποιήσω για τα ρούχα μου, τα επεξεργάστηκα για να μαλακώσουν τρίβοντάς τα. Μετά έγιναν σαν βελούδο. Με αυτά τα δέρματα έκανα μερικά τζάκετς χωρίς φοδράρισμα, μονοκόματα. Ακόμα τα έχω. Με αυτά περπάτησαν τα μοντέλα στους δρόμους του Belles-Chasses».
«Θα είναι έτοιμο όταν θα είναι έτοιμο»
Οι αγοραστές βρήκαν την πρώτη του εκείνη συλλογή πολύ σαδομαζοχιστική για την αγορά αλλά το περιοδικό Elle την παρουσίασε στις σελίδες του και τότε άρχισε να συζητιέται πολύ ενώ το νεοϋορκέζικο Barneys την αγόρασε ολόκληρη. Οι υπόλοιποι πελάτες έπρεπε να περιμένουν – ο Alaïa ποτέ δεν πιεζόταν με ημερομηνίες. «Θα είναι έτοιμο όταν θα είναι έτοιμο» έλεγε πάντα.
Η Catherine Lardeur, πρώην διευθύντρια του γαλλικού Μarie Claire στα 1980s, η οποία είχε βοηθήσει και τον Jean-Paul Gaultier στην αρχή της καριέρας του, είχε πει σε μία συνέντευξή της: «Η μόδα έχει πεθάνει. Οι σχεδιαστές σήμερα δεν δημιουργούν τίποτα, φτιάχνουν μόνο ρούχα για να μιλούν για αυτούς και να γράφονται δημοσιεύματα. Το πραγματικό χρήμα για τους σχεδιαστές έρχεται μόνο από τα αρώματα και τις τσάντες. Μετράει μόνο η εικόνα. Ο Alaïa παραμένει ο βασιλιάς. Είναι αρκετά έξυπνος για να κάνει όχι μόνο τον κόσμο να μιλάει για αυτόν. Παρουσιάζει τις επιδείξεις του μόνο όταν έχει κάτι να δείξει, με δικό του προγραμματισμό. Ακόμα και όταν δούλευε για την Prada παρέμενε ελεύθερος και έκανε αυτό που ήθελε ο ίδιος».
«Ο κόσμος της μόδας» έλεγε την εποχή του σκανδάλου με τον μεθυσμένο Galliano και τα σχόλιά του εναντίον των Εβραίων, «μπορεί να είναι πολύ αγχωτικός. Το σύστημα εξαναγκάζει σχεδιαστές σαν τον Galliano και άλλους, να κάνουν τέσσερις κολεξιόν για τη φίρμα τους, τέσσερις κολεξιόν με σχέδια για το σπίτι, τέσσερις αντρικές κολεξιόν, και τέσσερις γυναικείες. Ενώ όταν έχεις μία ιδέα το χρόνο θεωρείται ήδη θαύμα! Τώρα έχει καταντήσει να δουλεύεις στο χέρι με φρενήρεις ρυθμούς. Δεν είναι αυτό όμως το νόημα της μόδας. Πώς μπορείς να είσαι δημιουργικός κάτω από αυτές τις συνθήκες; Για τους νέους σχεδιαστές είναι πολύ δύσκολο, και για τους πιο ώριμους, τους κάνει να πίνουν περισσότερο, να παίρνουν περισσότερα ναρκωτικά… αυτό που εννοώ είναι ότι το σύστημα δεν είναι δίκαιο. Πρέπει να δούμε τη δουλειά από άλλη οπτική γωνία. Αν θέλεις να κάνεις μία δημιουργική δουλειά χρειάζεται χρόνος. Ποιο το νόημα; Εγώ δουλεύω 24 ώρες την ημέρα. Είχα ένα σπίτι στην Τυνησία επί 20 χρόνια και ποτέ δεν είχα το χρόνο να πάω γιατί είχα τις κολεξιόν και τις πρόβες…»
Αυτή τη λογική ακολούθησε και σε όλη την καριέρα του. Από το 1992 και μετά άρχισε να αδιαφορεί παντελώς για τις ημερομηνίες που προγραμματίζονταν διεθνώς οι επιδείξεις μόδας – αυτός παρουσίαζε τις συλλογές του απολύτως όποτε ήθελε, χωρίς να τις διαφημίζει και συχνά έχοντας το κοινό να περιμένει με τις ώρες στις θέσεις του, αναστατώνοντας τους συντάκτες μόδας και την αγορά.
Μία τέτοια απροειδοποίητη επίδειξη-έκπληξη, και δυστυχώς η τελευταία του, ήταν αυτή που παρουσίασε τον περασμένο Ιούλιο του 2017 (η πρώτη του από το 2011), με ονόματα να κάθονται στην πρώτη σειρά όπως η Carla Bruni-Sarkozy, το πρώην μοντέλο και συμπατριώτισσά του Farida Khelfa και ο Nicolas Ghesquière, διευθυντής του δημιουργικού στην Louis Vuitton. Τα μοντέλα, φορώντας πανύψηλα τυρμπάν καλυμμένα με πλαστικό και λεοπάρ μπότες πάνω από το γόνατο, δερμάτινα, κεντητά και μάλλινα υφάσματα, όλα κατασκευασμένα από τον ίδιο τον Alaïa στο ατελιέ του, περπάτησαν στην πασαρέλα και στο τέλος, μέσα σε θύελλα χειροκροτημάτων, ο Azzedine τηρώντας πιστά την παράδοσή του, δεν βγήκε να χαιρετίσει το κοινό πιστεύοντας ανέκαθεν ότι τα συγχαρητήρια οφείλονται σε ολόκληρο το ατελιέ και όχι μόνο σε αυτόν.
Την επίδειξη εκείνη είχε ανοίξει μία παλιά, καλή φίλη: η Naomi Campbell. Άλλη μία απόδειξη της σχέσης αγάπης που τους συνδέει, από τότε που η 16χρονη Campbell έφτασε ολομόναχη για πρώτη φορά στο Παρίσι και ο Azzedine της έδωσε στέγη για να μείνει, στο ατελιέ του, και ρούχα να φορέσει. Από τότε εκείνη τον αποκαλούσε “Papa” και ο Alaïa είχε αναλάβει το ρόλο του μπαμπά, λέγοντάς της ακόμα και τι ώρα να γυρίζει το βράδυ.
Ήταν ακριβώς εκείνη η εποχή των 80s που άρχιζε το μεγάλο πάρτι με τα πρώτα σούπερ-μοντέλα να κάνουν την εμφάνισή τους - Naomi, Linda Evangelista, Christy Turlington, Cindy Crawford, Stephanie Seymour, Claudia Schiffer.
Το φόρεμα με το φερμουάρ
Σε μία συνέντευξή του, το 2011, είχε μιλήσει για την έμπνευσή του:
«Δεν θα έλεγα ότι έχω “έμπνευση”, αυτό που κάνω στ’ αλήθεια είναι να κατασκευάζω εικόνες. Κατά καιρούς έχω εκλάμψεις που προέρχονται από ταινίες ή φωτογραφίες. Για παράδειγμα, το φόρεμα με το φερμουάρ που είχα φτιάξει για την Arletty. Έκανα ένα φόρεμα με το φερμουάρ να θυμίζει φίδι. Σχεδίασα το φερμουάρ έτσι ώστε να μην μπορείς να δεις τα στήθη, μετά να γυρίζει γύρω από στήθος και πίσω από τον γοφό και τέλος να αγκαλιάζει το πιο όμορφο μέρος του σώματος, τον πισινό. Έτσι, όταν θέλεις να δείξεις τον πισινό σου το ανοίγεις και δείχνει πανέμορφος! Το φόρεσε και η Ines de la Fressange. Voila! Αυτή είναι η ιδέα! Τώρα, ο Hervé Léger ισχυρίζεται ότι αυτός είναι που ανακάλυψε την ιδέα του φορέματος με το φερμουάρ. Καλύτερα να προσέχει γιατί μπορώ να του κάνω μήνυση (γελώντας)».
«Ο Βασιλιάς του Κολλητού»
Μέχρι το 1988 ο Alaïa είχε ανοίξει τις δικές του μπουτίκ διεθνώς και τα περίφημα «στενά» του ρούχα είχαν γίνει διάσημα. Τα περιοδικά μόδας τον αποκαλούσαν 'The King of Cling', ο Βασιλιάς του Κολλητού. Ο ίδιος, ντυμένος πάντα με μαύρα κινέζικα σακάκια τα οποία άλλαζε τέσσερις φορές τη μέρα «γιατί σακούλιαζε το ύφασμα» και γέμιζαν τρίχες από τα σκυλιά του, ήταν η ίδια δημοφιλής φιγούρα που ήθελαν όλες οι πελάτισσες να αγκαλιάζουν. Μία από τις πιο κλασικές φωτογραφίες στην ιστορία της μόδας είναι εκείνη που η πανύψηλη, θεόρατη Grace Jones ντυμένη με το φούξια κολλητό φόρεμα με την κουκούλα, τον κρατάει στην αγκαλιά της την ώρα της πρόβας όταν της έφτιαχνε τα κοστούμια για το φιλμ “View to a kill” και για τις συναυλίες της.
Άλλες διάσημες πελάτισσές του ήταν η Tina Turner, η Raquel Welch, η Madonna, η Janet Jackson, η Brigitte Nielsen, η Stephanie Seymour, η Tatiana Sorokko, η Shakira, η Franca Sozzani, η Isabelle Aubin, η Carine Roitfeld, η Carla Sozzani, η Gwen Stefani, η LeAnn Rimes, η Heidi Klum, η Mariah Carey, η Victoria Beckham, η Ashley Olsen, η Katie Holmes, η Vanessa Traina, η Julia Roberts, η Jada Pinkett Smith, η Katherine Heigl, η Cameron Diaz κ.α.
Το 1985, βραβεύτηκε με δύο Όσκαρ Μόδας στο Παρίσι (Σχεδιαστής της Χρονιάς και Καλύτερη Συλλογή της Χρονιάς) στο Γαλλικό Υπουργείο Πολιτισμού όπου ο σχεδιαστής έκανε την είσοδό του στη σκηνή με την Grace Jones (φυσικά) να τον σηκώνει στα χέρια της.
Ήταν το απόγειο της καριέρας του μικρόσωμου Τυνήσιου με editors μόδας σημαντικών περιοδικών όπως η Melka Tréanton του Depeche Mode και η Nicole Crassat της γαλλικής Elle να του αφιερώνουν πολλές σελίδες. Την ίδια χρονιά ρούχα του παρουσιάστηκαν στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης στο Bordeaux μαζί με γλυπτά του Dan Flavin ενώ ο Jean Paul Goude που τόσο πολύ ταίριαζε στην αισθητική του με τα ρούχα του Alaïa, είχε την καλλιτεχνική διεύθυνση στο σόου που παρουσιάστηκε στο Palladium της Νέας Υόρκης.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’90 ο Azzedin, αν και σε κατάθλιψη από το θάνατο της αδερφής του, συνεχίζει να εξυπηρετεί την πριβέ του πελατεία και να φτιάχνει πρετ-α-πορτέ σειρές με μεγάλη επιτυχία. Το 1992, στην ανοιξιάτικη συλλογή του, παρουσιάζει ένα καινούργιο ύφασμα από ανθρακόνημα (που δημιουργήθηκε στη NASA για τις στολές των αστροναυτών) το οποίο αποκαλεί “Relax” γιατί, σύμφωνα με πληροφορίες, λειτουργεί σαν ασπίδα εναντίον των εκπομπών μικροκυμάτων «από τις ηλεκτρικές συσκευές του σπιτιού». Το 1996 συμμετείχε στη Biennale della Moda της Φλωρεντίας όπου, στο Palazzo Corsin, δίπλα στα έργα του καλού του φίλου, ζωγράφου Julian Schnabel, παρουσίασε ένα εκπληκτικό φόρεμα σχεδιασμένο ειδικά για το γεγονός.
Το 1998 παρουσιάστηκε η πρώτη του ρετροσπεκτίβα στο Μουσείο Groninger στην Ολλανδία όπου τα μοντέλα του στήθηκαν δίπλα σε έργα του Pablo Picasso, του Jean-Michel Basquiat, του Anselm Kiefer και του Christophe von Weyhe όπως και το 2000, στο παρισινό Palais Galliera, όταν μοντέλα του παρουσιάστηκαν μαζί με έργα του Andy Warhol σε ένα σκηνικό του σχεδιαστή Martin Szekely.
Το 2000 υπέγραψε συνεργασία με τον όμιλο Prada απολαμβάνοντας μία αναγέννηση της καριέρας του και το 2007 ο οίκος του και η φίρμα Azzedine Alaïa πέρασαν πάλι στα χέρια του αν και το τμήμα παπουτσιών και δερμάτινων ειδών παρέμειναν στην Prada.
Ο Καρλ και η Άννα
Ο Karl Lagerfeld και η Anna Wintour. Δύο κυρίαρχα ονόματα στο χώρο της μόδας για τα οποία ο Alaïa, στα 71 του, δεν δίστασε να πει τη γνώμη του σε μία συνέντευξη στο Ground Magazine, δημιουργώντας έναν από αυτούς τους μικρούς κατακλυσμούς στα παρασκήνια των ατελιέ.
Για τον Lagerfeld: «Δεν μου αρέσει η μόδα του, το πνεύμα του, η συμπεριφορά του. Είναι περισσότερο καρικατούρα. Ο Karl Lagerfeld δεν άγγιξε ποτέ ψαλίδι στη ζωή του. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι σπουδαίος, απλά είναι μέρος ενός άλλου συστήματος. Είναι ικανός. Τη μία μέρα κάνει φωτογράφηση, την επόμενη μέρα κάνει διαφημίσεις για την Coca-Cola. Εγώ θα πέθαινα αν έβλεπα το πρόσωπό μου σε διαφήμιση αυτοκινήτου. Δεν κάνουμε την ίδια δουλειά. Και νομίζω ότι δεν δίνει καλό παράδειγμα στους νεαρούς σχεδιαστές που μπορεί να πιστέψουν ότι έτσι είναι ο χώρος. Θα χάσουν το παιχνίδι πριν το τέλος της καριέρας τους.»
Για την Anna Wintour, διευθύντρια μόδας της Vogue: «Το έχω πει και παλιότερα. Κάνει πολύ καλά τη δουλειά της στο περιοδικό, αλλά όχι στο θέμα της μόδας. Όταν βλέπω πώς ντύνεται, δεν πιστεύω ούτε λεπτό ότι έχει γούστο. Το λέω και δυνατά! Έχει χρόνια να φωτογραφήσει δουλειά μου αν και είμαι best seller στις ΗΠΑ. Έχω 140 τετραγωνικά μέτρα κατάστημα μέσα στο Barneys. Οι γυναίκες της Αμερικής με λατρεύουν. Δεν μου χρειάζεται η υποστήριξή της. Η Anna Wintour δεν ξέρει από εικόνες, απλώς κάνει δημόσιες σχέσεις και μπίζνες και τρομοκρατεί τους πάντες. Αλλά όταν με βλέπει, τότε εκείνη είναι που τρομοκρατείται (γελώντας). Πολλοί έχουν την ίδια γνώμη με μένα αλλά δεν το λένε γιατί φοβούνται ότι δεν θα δουν τα ρούχα τους στην Vogue. Τέλος πάντων, ποιος θα θυμάται την Anna Wintour στην ιστορία της μόδας; Κανένας. Πάρτε την Diana Vreeland, τη θυμούνται όλοι γιατί ήταν τόσο chic. Αυτά που έκανε για το περιοδικό ήταν σπουδαία, με τον Avedon και όλους τους μεγάλους φωτογράφους. Η Vogue παραμένει ενώ οι διευθύντριες μόδας της έρχονται και φεύγουν».
Πάντα κλασικός
Ένα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της γραμμής Alaïa ήταν η διαχρονικότητα. Τα υλικά του, ο τρόπος που διαχειριζόταν τη σιλουέτα και η τέλεια ραφή του κάνουν τα ρούχα του να στέκονται σε κάθε εποχή, σε κάθε δεκαετία, να γίνονται ένα αγαπημένο vintage στην γκαρνταρόμπα κάθε γυναίκας – και της κόρης της. Το σχήμα «κλεψύδρα» που δημιουργείται από τα σφιχτά ζέρσεϊ με τον ψηλό λαιμό και τα στενά μανίκια κολακεύει και δημιουργεί αίσθηση.
Ο ίδιος, εκτός από τη μίνιμαλ, μαύρη σιλουέτα τυλιγμένη με μαύρο δέρμα, δαντέλα ή μαλακό μάλλινο, αγάπησε και τα έθνικ στοιχεία της δικής του παράδοσης. Χαρακτηριστικό είναι ότι το πρώτο άρωμα που δημιούργησε με το όνομά του είχε αναφορά στο κτήμα που περνούσε τα παιδικά του καλοκαίρια και θύμιζε τη μυρωδιά που έβγαζε το πυρωμένο από τον αφρικανικό ήλιο τούβλο όταν έπεφτε επάνω του δροσερό νερό.
Την ημέρα του θανάτου του, η Lady Gaga έγραψε στo instagram:
«Θα θρηνώ για πάντα τον χαμό του φίλου μου. Ένας αληθινά ιδιοφυής άνθρωπος όχι μόνο στη μόδα αλλά και στην καρδιά του. Ήταν ένας βασιλιάς και είχε τα υψηλότερα στάνταρντς στο design και στο ήθος της δουλειάς του. Ακεραιότητα. Αυθεντικότητα. Είχε τόση δοτικότητα και αγάπη, η καρδιά του ήταν γεμάτη και αγνή. Τον παρακολουθούσα εντυπωσιασμένη καθώς έφτιαχνε ο ίδιος στο χέρι κάθε κομμάτι, τα δάχτυλά του να αγγίζουν το ύφασμα σαν ποίηση. Και μετά ήθελε να μας ταΐσει όλους μας, μαγείρευε μόνος του και μιλούσε με τις ώρες στο τραπέζι με τα σκυλιά του να τρέχουν γύρω μας χαρούμενα μυρίζοντας τις λιχουδιές που μας έφτιαχνε. Το να πω ότι ήταν ξεχωριστός, θα ήταν υποβάθμιση. Το να πω ότι ήταν ακέραιος, σημαντικός και επιδραστικός στη μόδα δεν θα ήταν αρκετό. Κανένας δεν έφτιαξε αυτά που έφτιαχνε ο ίδιος. Κανένας δεν γνώριζε το γυναικείο σώμα όσο αυτός. Θα έπρεπε να αναγνωριστεί σαν ένας από τους μεγαλύτερους σχεδιαστές μόδας που έχει γνωρίσει ο κόσμος. Σ’ αγαπώ Αζεντίν. Είμαι συντετριμμένη που δεν πρόλαβα να σε αποχαιρετίσω. Σ’ αγαπώ.»