Όλες οι λεπτομέρειες που γνωρίζουμε
Ανοίγω ντουλάπες για να βγάλω χειμωνιάτικα, να μαζέψω καλοκαιρινά. Απλώνω το χέρι και πιάνω εκείνη τη μέρα που περπατούσα στη Σόλωνος μ’ ένα καινούργιο κόκκινο φουστάνι και συνάντησα έναν παλιό μου συμφοιτητή. Ήταν η χρονιά που οι πασαρέλες είχαν γεμίσει με έντονα χρώματα και εγώ με μια περίεργη πεποίθηση ότι ο έρωτας είναι υπαρκτός και ζει ανάμεσά μας (και οι δυο τάσεις μια σεζόν κράτησαν). Χώνομαι στην ντουλάπα, βγάζω ένα ζευγάρι παπούτσια με μικρό kitten heel και βρίσκομαι να περπατάω στη Λεωφόρο Κηφισίας όσο πιο γρήγορα μπορώ (γιατί οι φούστες ήταν στενές τότε, αδύνατον να τρέξεις) κουβαλώντας ένα τεράστιο ντοσιέ με κείμενα συνεργατών, τον έλεγχο του παιδιού μου, τη σακούλα με το καλό τυρί από το deli, ένα πάκο λογαριασμούς: τρέχω στη δουλειά μου, είμαι η γυναίκα-που-τα-κάνει-όλα, ισορροπώ πάνω στο κάθε νέο ύψος τακουνιού, κάθε φάρδος φούστας, κάθε βάθος αντοχών. Τραβάω από την κρεμάστρα ένα στενό μαύρο πουκάμισο με πολύ φαρδιά μανίκια, το μαύρο είναι διαχρονικό, δεν φεύγει ποτέ αλλά κάθε σεζόν έρχεται σε διαφορετικά σχήματα και κοψίματα –είναι ακριβώς σαν το θάνατο: είμαι στην κηδεία της μητέρας μου, δεν αισθάνομαι ακόμα τίποτα, παρατηρώ μια άγνωστη απέναντί μου που κλαίει με λυγμούς κι αναρωτιέμαι αν έχει έρθει σε λάθος κηδεία. Τώρα κρατάω το πουκάμισο κι αισθάνομαι, τα αισθάνομαι όλα. Μ’ εκείνο το μαύρο πουκάμισο έχασα τη μαμά μου.
Βγάζω από το συρτάρι το απίστευτο άσπρο παντελόνι που χάλαγε τότε κόσμο, το φορούσαμε όλες, φαρδύ αλλά και κολλητό, ακτινοβόλο σαν τον καλοκαιρινό ήλιο αλλά και λίγο παραπάνω διαφανές απ’ ό,τι θέλω. Διαφανές όπως το πρόσωπό μου, εκείνη την καλοκαιρινή μέρα που γυρνάω από την Ύδρα και στο λιμάνι δεν με περιμένει κανείς. Με κοιτούν γιατί θαυμάζουν το ωραίο φαρδύ μου παντελόνι αλλά μια γυναίκα κοιτάζει το διαφανές μου πρόσωπο που αποσυντίθεται κάτω από το καλοκαιρινό φως και μου λέει «κάτσε λίγο στη σκιά, να σου φέρω νερό;»
Η ζωή μας είναι μέσα στην ντουλάπα μας. Ίσως όχι όλη γιατί πετάμε, χαρίζουμε, χάνουμε τόσα πολλά. Αλλά αρκετή για να σε αρπάξει από τη μύτη με το άρωμα που φορούσαμε όλες εκείνη τη χρονιά, τις βάτες που μας χόρεψαν μέχρι το τέλους του χρόνου, την τσάντα που δώσαμε τρεις μισθούς για ν’ αγοράσουμε και έτσι καταλάβαμε ότι κάτι συμβαίνει, κάτι κακό, κάτι που δεν μπορεί ν’ αντέξει. Αλλά και τίποτα άλλο δεν άντεξε, γιατί δεν ήταν φτιαγμένο για ν’ αντέξει. Η ζωή μόνο αντέχει, και ό,τι της φοράμε, ό,τι μας φοράει, είναι οι καλές πραμάτειες, τα σεντέφια και τα κοράλλια και τα κεχριμπάρια που ονομάζουμε «μόδα». Πιο πολύ κι από τα βιβλία, πιο πολύ κι από τις φωτογραφίες που κρατάμε σε άλμπουμ, κινητά, μνήμες, εκείνο το σακάκι με το φαρδύ πέτο, εκείνο το μαντίλι με τα λαχούρια που όλοι αγόραζαν τότε, στο νησί, κρατούν τη ζωή μας. Τη φόρεσαν, την αγκάλιασαν, την κατάλαβαν μέσα από την ευτέλεια των φθαρτών υλικών τους.
Βγάζω εκείνη την περίεργη φούστα με δαντέλες ολόγυρα, τι είναι αυτό, κομπινεζόν; με ρωτάει η νεότερη φίλη μου. Χαμογελάω, είμαι ήδη ξυπόλυτη μέσα στη θάλασσα, είναι αργά το βράδυ και μόλις παντρέψαμε την καλύτερή μας φίλη και χορεύουμε όλες πάνω στο κύμα, δαντέλα κι αφρός γίνονται ένα. «Έτσι τα φορούσαμε τότε, ήταν η μόδα» της λέω χαμογελώντας και κρατάω τη φούστα σφιχτά, δεν θα τη δώσω ακόμα, τη θέλω μια χρονιά ακόμα εκεί βαθιά μέσα στην ντουλάπα μου.