Όλα άρχισαν από τη φωτογραφία της βάφτισής μου. Βρισκόταν πάντα δίπλα στο παιδικό μου κρεβάτι, ήταν κορνιζαρισμένη και με έδειχνε χαρούμενο να διασκεδάζω με το κολιέ της μίας νονάς και να ετοιμάζω επίθεση στα σκουλαρίκια της άλλης. Το τραυματικό είναι ότι φορούσα φουστάνι. Τα χ και ψ χρωματοσώματά μου αντιδρούσαν, αναζητούσαν απάντηση στο ερώτημα γιατί βαφτίστηκα μέσα σε κοριτσίστικο κλίμα, αλλά καμία απάντηση δεν με ικανοποιούσε, γι’ αυτό μόλις άρχισα να σχηματίζω λογικές προτάσεις, έβαλα βέτο. Θα ντύνομαι σαν άντρας! Η επιμονή μου έφερε αποτελέσματα και εκεί γύρω στα πέντε, λίγο πριν ανοίξει το Τριώδιο, η μάνα μου με ρώτησε τι αντρικό θα ήθελα να φορέσω. Έχοντας νωπά στη μνήμη τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα» που έφερνε στο σπίτι ο αδερφός μου, θυμήθηκα ότι το απόλυτο αρσενικό, ο Ιβανόης, φορούσε σιδερένια περικεφαλαία που στην κορυφή της ήταν στερεωμένη μία κεραία και πάνω της κυμάτιζαν τουλάχιστον δύο μέτρα κόκκινης σημαίας. Ζήτησα επομένως ασπίδα, ακόντιο, ένα άσπρο άλογο, σπαθί, τσεκούρι και φυσικά μία πανοπλία. Η μάνα μου με κοίταξε παραξενεμένη, κλείστηκε στο σαλόνι, κάτι ψιθύριζε για ώρα με τον πατέρα μου και μετά μου ανακοίνωσε ότι θα ντυθώ ποντικός. Το δέχτηκα, υπό την προϋπόθεση ότι θα μου ζωγραφίσουν μουστάκια.
Πέρασε μία ακόμη χρονιά στη σκιά της ντροπιαστικής φωτογραφίας με το φουστάνι, αλλά ήρθε η ώρα της γλυκιάς εκδίκησης. Στις επόμενες Αποκριές έβγαλα απο την ντουλάπα τα απίστευτα καουμπόικα πιστόλια, το καπέλο, το σήμα του σερίφη και το γιλέκο που μου είχε φέρει ο θείος Πάτροκλος απ’ την Αμερική. Μύριζαν ναφθαλίνη και αντρίλα. Ξυπνούσα πρωί πρωί για να τα φορέσω μπροστά στον καθρέφτη και να φανταστώ τη στιγμή που θα εμφανιζόμουν στον αποκριάτικο χορό του σχολείου, θα φώναζα «στάκαμαν» και θα πυροβολούσα όσους τόσο καιρό δεν με έβαζαν τερματοφύλακα. Την ημέρα του χορού έβρεχε. Φόρεσα την υπέροχη στολή του καουμπόι, μου ζωγράφισαν ένα τρομερό τσιγκελωτό μουστάκι σαν του Ρήγα Φεραίου, και από πάνω η μάνα μου με τύλιξε σε ένα αδιάβροχο με τεράστια κουκούλα και τόσο μακρύ που με εμπόδιζε να τσαλαβουτάω με τις γαλότσες στις γεμάτες με νερό λακκούβες. Το φερμουάρ χάλασε, το αδιάβροχο δεν βγήκε ποτέ και όλοι οι συμμαθητές με ρωτούσαν τι μου ήρθε και ντύθηκα βοσκός (στα σκετς για τα Χριστούγεννα, οι βοσκοί φορούσαν αδιάβροχα).
Η τρίτη προσπάθεια αντρικού ντυσίματος ήταν πολύ πιο επιτυχημένη. Επί μήνες η μάνα μου με τις (ράφτρες) νονές, ετοίμαζαν τη στολή του Ρομπέν των Δασών αντιγράφοντας με λεπτομέρειες αυτή που φορούσε ο Έρολ Φλιν στην ομότιτλη ταινία. Τη μεγάλη μέρα ο ουρανός έλαμπε, τα βέλη του τόξου ήταν κατάλληλα ακονισμένα με βεντούζες στην άκρη και σημάδευα τον τοίχο με τη σιγουριά ότι θα το πετύχω και ότι θα ξεπλύνω μια και καλή την ντροπή του βαφτιστικού φουστανιού. Εκείνη τη στιγμή ένας συμμαθητής που είχε ντυθεί Γιουσούφ Αράπης (θα έπαιζε τον ομώνυμο ρόλο στο σκετς «Το τίμημα της λευτεριάς» την 25η Μαρτίου) με ρώτησε από πού πήρα το πράσινο κολάν γιατί ψάχνει κάτι τέτοιο και η αδερφή του αλλά δεν το βρίσκει.
Γύρισα ανάποδα τη φωτογραφία της βάφτισης για να μην τη βλέπω και αποφάσισα ότι το σωστό αντρικό ντύσιμο είναι μια υπόθεση πολύ μεγάλη για να περιοριστεί στις Απόκριες και πρέπει να κάνω υπομονή μέχρι να πάω στο Γυμνάσιο για να βγάλω τα κοντά παντελόνια και να επιβάλω το προσωπικό στιλ μου. Πήγα. Ήμουν ντυμένος σαν τον πατέρα μου. Το παντελόνι είχε τσάκιση, το πουκάμισο ήταν σιδερωμένο, τα παπούτσια λουστρίνια και ο γυμνασιάρχης με έβαλε να πω το «Πάτερ ημών» γιατί ήμουν ο πιο επίσημα ντυμένος. Οι υπόλοιποι φορούσαν τζιν καμπάνα και μασούσαν τσίχλα, γεγονός που με υποχρέωσε να ανοίξω τον κουμπαρά μου για να αγοράσω και εγώ τζιν. Ο έμπορος ειδοποίησε τον πατέρα μου, ο πατέρας μου κουνούσε από μακριά το κεφάλι του, φύγαμε από το μαγαζί χωρίς τζιν και εγώ την επομένη δεν έβαλα κολόνια στα μαλλιά, για να μάθουνε. Μετά από τρία χρόνια έγινα χίπης. Πήρα ένα άσπρο φανελάκι, το έδεσα κόμπο, το έχωσα μέσα σε μοβ χρωματιστό νερό και μετά έλυσα τους σπάγγους και το άνοιξα. Σχηματίστηκαν δεκάδες ψυχεδελικά σχέδια και ήμουν ίδιος ο Joe Cocker που είχα δει στο Woodstock, αν εξαιρέσουμε τα μαλλιά και ότι το δικό μου μπλουζάκι ήταν μοβ ενώ το δικό του πορτοκαλί. Το φόρεσα χωρίς να περιμένω να στεγνώσει και αμέσως έφυγα για την πλατεία με τη σιγουριά ότι όλοι θα με θαυμάζουν πιο πολύ και από τον ροκ συμμαθητή που είχε έρθει από την Αθήνα και έπαιζε στην ηλεκτρική κιθάρα την εισαγωγή από το «Κυριακή χωρίς σύννεφα» με τον Δάκη και τις αδερφές Μπρόγιερ. Ο δρόμος γέμισε με μοβ ζουμιά, έγινα ολόκληρος μοβ, βάφτηκε μοβ το παντελόνι μου, τα εσώρουχά μου και ζήτησα καταφύγιο στο σπίτι των παππούδων γιατί η νύχτα στο πατρικό θα ήταν δύσκολη.
Στα χρόνια που ακολούθησαν πέρασα οριστικά στην αντίσταση. Φόρεσα στρατιωτικό αμπέχονο, στρατιωτικό πουκάμισο, στρατιωτική τσάντα, στρατιωτικό τζόκεϊ και όλα αυτά γιατί ήμουν ειρηνόφιλος. Ταυτόχρονα είδα το «Grease» και σήκωσα τους γιακάδες του δερμάτινου μπουφάν για να θυμίζω Τραβόλτα και Αλέκο Τζαννετάκο. Ήταν η αρχή μιας ενδυματολογικής περιπέτειας που θύμιζε ταινία. Σχεδιαστής που διαφημιζόταν στο Περιοδικό μού έφτιαξε su misura ένα υπέροχο σακάκι με βάτες, αλλά δεν πρόλαβε να μου πάρει μέτρα για το παντελόνι και χρειάστηκε να προσθέσω 20 πόντους ρεβέρ από άλλο ύφασμα. Στον γάμο μου ήθελα να ντυθώ σαν τον Bryan Ferry και το ίδιο κουστούμι το είδα σε αφίσα ινδικής κωμωδίας. Φόρεσα εφαρμοστά πουκάμισα με κουμπιά που εκτοξεύονταν, φαρδιά παντελόνια που έπεφταν, στραβές γραβάτες, στενά καπέλα, μυθικά δίχρωμα παπούτσια με τακούνια, δερμάτινα γάντια οδηγού, φουσκωτά γιλέκα, κίτρινα αντιανεμικά που έσκισε το πρώτο αεράκι, φωτογραφήθηκα με πορτοκαλί πουκάμισο που στην τσέπη είχε λεκέ από τηγανητή γόπα, γενικά ταλαιπωρήθηκα πολύ στην προσπάθειά μου να ντυθώ σαν άντρας. Τώρα που το σκέφτομαι, ίσως το φουστάνι της βάφτισης να μου έδειχνε έναν πολύ πιο άνετο δρόμο...