Δεν έχω τι να φορέσω!
Όχι μόνον εγώ, και χιλιάδες άλλες γυναίκες: η ντουλάπα μας είναι τίγκα στο ρουχομάνι, αλλά δεν έχουμε τι να φορέσουμε, όταν μας σφίγγει η ανάγκη.
Το θέμα είναι ότι δεν μπορείς να πας με τζιν ή με βερμούδα σε επίσημο δείπνο, αν προκύψει.
«Μπα, αποκλείεται, δεν πάω – δεν έχω τι να φορέσω»: ορίστε μια φράση που αναγνωρίζουμε, κυρίως εμείς οι γυναίκες αλλά ίσως και κάμποσοι άντρες. Με ντουλάπες φορτωμένες ρούχα από κάθε σεζόν, μόδα και εποχή, αν είμαστε άνω των σαράντα ετών, με φορέματα, σακάκια, παντελόνια, φούστες και πουλόβερ, πουκάμισα, μπλουζάκια, φανελάκια, τζιν και βερμούδες από εδώ μέχρι την Ουλάνγκ Μπατόρ, όταν έρχεται ο (ξένος) γάμος, το βαφτίσι, η πρεμιέρα, το πάρτι, το γκαλά, η παρουσίαση, η επίσημη έξοδος... δεν βρίσκουμε τίποτα, μα τί-πο-τα να ντυθούμε σαν άνθρωποι.
Αυτή τη στιγμή στην ντουλάπα μου έχω:
• Περί τα δώδεκα τζιν, γιατί εκτός από τα δικά μου, αυτά που μου κάνουν και κανα-δυο-πέντε που ΔΕΝ μου χωράνε πια, έχω και τα τζιν του ανιψιού μου, τα οποία είναι στρέιτ ΚΑΙ μου χωράνε, πάνω που αυτός τα βαρέθηκε.
• Μια ντουζίνα πουκάμισα, μαζί με τα πέντε «ραφτά» (πουκάμισα) που μου χάρισε αγαπημένη μαμά φίλου. Συν έξι κοντομάνικα (πουκάμισα), σε όλη την γκάμα από κυριλέ μέχρι κουρελέ.
• Φορέματα καλοκαιρινά που δεν τους χωράω, ή είναι πολύ τρέντι με τρεντς που έχουνε ξε-τρεντιάσει είκοσι χρόνια τώρα, αλλά είναι καλούτσικα, και τα κρατάω μήπως ξανα-έρθουν ΟΛΕΣ οι μόδες, όπως π.χ. τα καρό/πουά, που είχανε πεθάνει και αναστήθηκαν. Αλλά τα δικά μου δυστυχώς δεν είναι από αυτά, είναι από τα άλλα, τα αζήτητα.
• Δύο ταγέρ. Γιατί τα πήρα; Πότε; Για ποιες δουλειές, αφού ΠΟΤΕ δεν δούλεψα σε μέρος στο οποίο το ταγέρ είχε βιωσιμότητα; Μυστήριο. Είναι της Βίβιεν Γουέστγουντ και στενά, άρα δεν τα φοράω – τουλάχιστον είναι μια σταλιά και δεν πιάνουν χώρο.
• Δεκατρία ζιβάγκο. Τα φοράω, όχι όλα μαζί. Απλώς κανένα δεν είναι κυριλέ, παρόλο που έχει τύχει να πάω με ζιβάγκο σε γάμο (είχα αμυγδαλές).
• Έξι βερμούδες, που τις φοράω. Είκοσι φανελάκια/τισερτ, επίσης τα φοράω, όπως και τα οκτώ από τα δώδεκα τζιν (αυτά που μου μπαίνουν).
Αν εξαιρέσουμε τις τελευταίες δύο κατηγορίες, όλα τα υπόλοιπα χορταριάζουν στην ντουλάπα, κρεμασμένα ανάστα-κούριερ, το ένα απάνω στο άλλο, με δεκάδες ζακετάκια τα οποία ενίοτε φοράω, αλλά...
Το θέμα είναι ότι δεν μπορείς να πας με τζιν ή με βερμούδα σε επίσημο δείπνο, αν προκύψει. Το άλλο θέμα είναι ότι δεν προκύπτει με τρελή συχνότητα το εβέντ, αλλά ΑΝ, ΑΝ προκύψει, τότε συνειδητοποιείς με ελαφρύ τρόμο επιπέδου «Εφιάλτης με Λεύκες», ότι ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΤΙ ΝΑ ΦΟΡΕΣΕΙΣ.
Εννοείται ότι όλα τα παραπάνω νούμερα είναι κατά προσέγγιση – αν καθόμουν να μετρήσω άξιουαλι πόσα φανελάκια έχω, θα ήμουν ένα πολύ σαντ άτομο, εκτός που θα είχα μια πολύ τακτοποιημένη ντουλάπα και όχι το Ταζ Μαχάλ, στο πιο χάλια.
Ένα επιπλέον θέμα είναι… το φέισμπουκ, ίνσταμγκραμ και γενικά η φωτογραφία, που σε απαθανατίζει με ένα ρούχο π.χ. σε μια εκδήλωση, με αποτέλεσμα να «καις» το ρούχο για τις επόμενες εκδηλώσεις, αν όχι της πενταετίας, τότε της χρονιάς. Η κόρη μου πρόσεξε ότι έχω φορέσει ένα φόρεμα πάνω από τρεις φορές σε παρουσιάσεις βιβλίων μου, και μου την είπε («Τι είναι αυτά; Είσαι όλο με τα ίδια και τα ίδια!») Παρόλο που οι παρουσιάσεις ήτανε σε διάστημα δέκα (10!) χρόνων. Δικαιούσαι να επαναλάβεις ένα φόρεμα μόνον αν δεν φωτογραφίζεσαι με αυτό, κατά την κόρη μου, που είναι μέσα στην εποχή και τρέχει μαζί της. Ενώ εγώ όχι, μια και ποζάρω με το ίδιο φόρεμα, χρόνος μπαίνει, χρόνος βγαίνει.