Ποιοι σχεδιαστές συμμετείχαν;
Το ρούχο που αγάπησα
Από τον Βασίλη Ζούλια στον Βαγγέλη Περρή, 4 Έλληνες με στιλ θυμούνται το ρούχο των ονείρων τους
Η Σώτη Τριανταφύλλου, ο Βασίλης Ζούλιας,η Μαρία Καστάνη και ο Βαγγέλης Περρής θυμούνται το αγαπημένο τους ρούχο
Δερμάτινα γάντια
Γράφει η συγγραφέας Σώτη Τριανταφύλλου
Γράφω αυτές τις γραμμές λίγες μέρες μετά τον θάνατο του Νίκι Λάουντα κι ενώ εκτυλίσσονται οι αγώνες της Φόρμουλα Ένα στην Ιντιανάπολη. Γι’ αυτό, ενώ θυμάμαι ένα ροζ κοτλέ παντελόνι (Λονδίνο, 1970) κι ένα βελούδινο καπέλο κλόουν (Αθήνα, 1996), θυμάμαι ζωηρότερα ένα ζευγάρι δερμάτινα γάντια που αγόρασα στο Σαλόνι Αυτοκινήτου του Άμστερνταμ, στις αρχές της δεκαετίας του 1980: τότε, φορούσα –φορούσαμε– πέτσινα και μαύρα. Τα γάντια (μαύρα κι αυτά) ήταν φτιαγμένα από λεπτό, μαλακό δέρμα που γλιστρούσε στο τιμόνι και στον μοχλό των ταχυτήτων ενώ ταυτοχρόνως προκαλούσε μια ευχάριστη τριβή εξασφαλίζοντας τη σταθερότητα. Δεν έμοιαζαν με τα μάλλινα χειμωνιάτικα γάντια που δυσχεραίνουν τις κινήσεις των δακτύλων – και που δεν είναι καθόλου σέξι. Εκείνα τα γάντια ήταν σέξι, με τον τρόπο τους: υπαινίσσονταν ταχύτητα, κίνδυνο και μαζί προστατευτικότητα· την ενήλικη στάση: «ξέρω τι κάνω, μπορείτε να εμπιστευτείτε» ή «οδηγώντας θα σας πάω όπου θέλετε: I am the driver». Για χρόνια συνέβαιναν γεγονότα, πολλά γεγονότα: αυτοκίνητα, δρόμοι, συνοδηγοί εναλλάσσονταν· τα χέρια μου έμοιαζαν να αισθάνονται τις δονήσεις, τη θερμοκρασία, τη θέση στον χώρο με μεγαλύτερη ένταση απ’ όσο ήταν γυμνά. Η επιθυμία για τον ανοιχτό δρόμο έζησε περισσότερο από εκείνα τα γάντια με τις τρυπίτσες και τα κουμπάκια: τα έχασα· δεν ξέρω πού· μαζί έχασα την αυτοπεποίθηση που είχα οδηγώντας·
συνειδητοποίησα το ότι δεν έγινα στατιστική της ασφάλτου το οφείλω στην καλή τύχη, όχι στην καλή οδήγηση.
Το γιλέκο με τον Τούρκο καβαλάρη
Γράφει ο σχεδιαστής Βασίλης Ζούλιας
Παρίσι early 80s και βρίσκομαι εκεί για τις κολεξιόν. Ήταν η εποχή που τα shows γίνονταν στα Tuilleries σε τέντες και επειδή συνήθως έβρεχε θυμάμαι τα καδρόνια που έστρωναν κάτω ώστε οι κυρίες να μην πατούν στις λάσπες. Ρομαντικές, άλλες εποχές... Εγώ με τα κοστούμια μου και τα καπέλα μου, ήταν το διαβατήριό μου όταν δεν κρατούσα την πολυπόθητη πρόσκληση, ήμουν «Le monsieur avec le chapeau». Η εμφάνισή μου ήταν πάντα αυτή που μου άνοιγε όλες τις πόρτες, ακόμη και αυτές των γαλλικών οίκων. Αν είχες ενδιαφέρον ντύσιμο απλά πέρναγες. Έτσι ήταν τότε που ήμασταν λίγοι... η εποχή χωρίς blogger influencers κτλ., κάτι που δεν ισχύει σήμερα.
Εκείνες τις εποχές στο Παρίσι με φιλοξενούσε η φίλη μου Ρεβέκκα Καμχή που σπούδαζε Ιστορία της τέχνης και σήμερα έχει μία από τις πρώτες γκαλερί στην Αθήνα. Έτσι γλίτωνα χρήματα, τα οποία χάλαγα μετά όλα στα ρούχα. Comme des Garçons, Yohji Yamamoto, Thierry Mugler, Kenzo, ήταν οι αγαπημένοι μου τότε και μόλις είχε αρχίσει να κάνει ανδρικά
και ο Hermès.
Μπαίνω λοιπόν στου Hermès, μόλις είχα κλείσει τα 20, και βλέπω ένα γιλέκο από μπλε μεταξωτό μαντίλι με δυο πορτοκαλί αχιβάδες στο κάτω μέρος, χρυσά σχέδια και μια αναπαράσταση Τούρκου καβαλάρη στην πλάτη που έγραφε Cheval Turk. Δεν είχα δει κάτι πιο όμορφο στη ζωή μου και έπρεπε πάση θυσία να το αποκτήσω. Ρώτησα την τιμή και φτάνοντας σαν υπνωτισμένος στο ταμείο συνειδητοποιώ ότι έπρεπε να δώσω όλο μα όλο το συνάλλαγμά μου. Δεν το σκέφτηκα στιγμή. Άρχισα να μετράω τα χρήματα τα οποία είχα κρυμμένα σε τρεις μεριές επάνω μου, και που τελικά δεν έφταναν. Η κυρία στο ταμείο, ενώ αυτό δεν γίνεται ποτέ στον Hermès και για κανέναν λόγο, μου έκανε μια μικρή έκπτωση.
Ήμουν τόσο χαριτωμένος και κομψός με το κοστουμάκι μου, τα βελούδινα Robert Glergerie παπούτσια μου και εκείνο το καπέλο που φοράνε με την τήβεννο. Έτσι έφυγα περιχαρής με το γιλέκο στη γνωστή πορτοκαλί τσάντα, αλλά χωρίς ούτε φράγκο στην τσέπη. Οκ θα περπατούσα μέχρι το σπίτι, αλλά τι θα έτρωγα; Μπήκα λοιπόν σε ένα super market και έβαλα δύο μπριζόλες κάτω απ’ το σακάκι μου μέσα στο παντελόνι μου. Το γιλέκο το φόρεσα τόσο πολύ που κάποια στιγμή κατάντησα γραφικός και φυσικά το έχω μέχρι σήμερα κρεμασμένο στην ντουλάπα μου. Απλά, κάθε φορά που το βλέπω, θυμάμαι εκείνες τις παγωμένες μπριζόλες… The things I did for fashion…
Το ανδρικό παλτό
Γράφει η επιχειρηματίας στον χώρο της μόδας στο Λονδίνο Μαρία Καστάνη
1993, Λονδίνο. Ο Jean Paul Gaultier, ένας από τους πιο αγαπημένους μου σχεδιαστές μόδας, διοργάνωνε ένα staff sale στο οποίο είχα την τύχη να είμαι κι εγώ καλεσμένη. Μόλις μπήκα, το μάτι μου έπεσε αμέσως σε ένα μακρύ αντρικό παλτό με ψεύτικη γούνα από τιγρέ print. Με σταυρωτό κούμπωμα και πολύ όμορφο κόψιμο, ήταν ένα εξαιρετικό κομμάτι κατευθείαν από πασαρέλα του, ένα ρούχο που ήθελες οπωσδήποτε να το αποκτήσεις. Χωρίς δεύτερη σκέψη το φόρεσα. Ένιωσα σαν να ήταν το δεύτερο δέρμα μου. Δεν με πείραζε ότι ήταν σχεδιασμένο για άντρες. Το αντίθετο. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο μού άρεσε ακόμα περισσότερο. Το ερωτεύτηκα τόσο πολύ εκείνο το παλτό που έπρεπε να το αποκτήσω πάση θυσία. Από τότε δεν το αποχωρίζομαι ποτέ. Βάλε-βγάλε, με κρατάει ζεστή όλα αυτά τα χρόνια και πάντα καταφέρνει να εντυπωσιάζει. Ακόμα και σήμερα, ο κόσμος με ρωτάει από πού το πήρα. Ο χρόνος τού έχει φερθεί πολύ καλά αν και η γούνα έχει φθαρεί λίγο σε κάποια σημεία, αλλά ακόμα δείχνει θεϊκό όπως την πρώτη μέρα που το ερωτεύτηκα μόλις το είδα.
Για ένα πουκάμισο πορτοκαλί, για μια μαρίδα
Γράφει ο δημοσιογράφος Βαγγέλης Περρής
Ήταν πορτοκαλί. Ένα αμαρτωλό χρώμα που σχεδόν φωσφόριζε. Το αγόρασα σαν υπνωτισμένος και έγινε το αγαπημένο μου πουκάμισο. Το βράδυ που το πρωτοφόρεσα ένιωθα μυρωδιές από πορτοκαλεώνα να αναβλύζουν από τα μανίκια, από τους γιακάδες, από τα μικρά άσπρα κουμπάκια. Οι υπόλοιποι μύριζαν μαριδάκι γιατί ήμασταν σε ταβέρνα. Μαριδάκι τηγανητό. Από αυτά που τραγανίζουν, γίνονται ευέλικτα και όταν πας να τα καρφώσεις με το πιρούνι σου, ξεφεύγουν. Το δικό μου χοροπήδησε, έκανε ένα διπλό λουπ και χώθηκε στην τσέπη του πουκαμίσου.
Ο πορτοκαλεώνας απέκτησε λαδιά-παράσημο, την οποία έφερα με υπερηφάνεια για ολόκληρο το βράδυ και την οποία αγνόησα την επόμενη ημέρα που θα ταξιδεύαμε για την Πάρο. Φυσικά θα φορούσα το αγαπημένο μου πορτοκαλί πουκάμισο. Αντιμετώπισα επίμονες οικογενειακές αντιρρήσεις. «Ρεζίλι θα γίνεις με αυτή τη λαδιά». Η απάντησή μου ήταν αποστομωτική. «Και ποιος θα με δει μέσα σε μια ωρίτσα ταξιδιού»;
Είχα επιτυχία 50%. Όντως, κανείς επιβάτης δεν με είδε γιατί όλοι έψαχναν να βρουν πού θα αποθέσουν τα στομαχικά αποτελέσματα της τρομερής τρικυμίας. Δεν πέτυχα τον χρόνο. Εξαιτίας της θαλασσοταραχής το ταξίδι δεν ήταν μία ωρίτσα, αλλά τέσσερις! Φτάσαμε αργά το βράδυ στην Πάρο. Ζαλισμένοι, αναμαλλιασμένοι, πεινασμένοι. Αντιμετωπίσαμε μόνο το τελευταίο, πηγαίνοντας αμέσως στη μοναδική ταβέρνα που ήταν ανοιχτή. Κοσμική, ωραία, περιποιητική. Ο ιδιοκτήτης στο τέλος μας προσέφερε γαλακτομπούρεκο και ζήτησε μια φωτογραφία. Άναψε το φλας αποτυπώνοντας εκείνον, εμένα και τη λαδιά.
Έκτοτε επισκεπτόμαστε τακτικά την ίδια ταβέρνα. Δίπλα στον Πάριο, τη Νανά Moύσχουρη και τον Σον Κόνερι, υπάρχει και μία φωτογραφία με έναν τύπο που φοράει ένα πορτοκαλί πουκάμισο με μια τεράστια λαδιά. (Η Χαρά το έχει κάνει σφουγγαρόπανο)