Φήμες και διαψεύσεις
Μέρες εκπτώσεων, και βγαίνω στα μαγαζιά για ψώνια. Όχι πως μου λείπει τίποτα ή έχω λεφτά για πέταμα. Απλώς έχω γάμο και δεν έχω «καλά» ρούχα. Και πλέον μόνο για γάμους ξοδεύουμε λεφτά. Πρώτη στάση σε κατάστημα υποδημάτων. «Έχετε κάτι κάζουαλ που να φοριέται και σε γάμο;» ρωτάω την πωλήτρια. «Έχω», λέει, και μου κατεβάζει κάτι μποτάκια με στρας. «Δοκίμασέ τα», προστάζει. «Βαριέμαι να λύνω και να δένω τόσα κορδόνια» της απαντώ, όμως άλλο με καίει. Μήπως φοράω τρύπιες κάλτσες; Κι αν δεν είναι τρύπιες, είναι τουλάχιστον καθαρές; Το βλέμμα της δεν σηκώνει πολλά πολλά, ενώ εγώ θυμάμαι ότι άλλαξα κάλτσες το πρωί, οπότε προβάρω τα μποτάκια. «Είναι τέλεια», λέω, αλλά στην πραγματικότητα είναι λίγο μπόλικα. Να βάλω πάτο; Επίσης είναι χακί με στρας και με κάνουν να μοιάζω με γκέι φαντάρο, αλλά πώς να πεις στην πωλήτρια με το θανατερό βλέμμα να σου δείξει και κάτι άλλο; Της λέω πως θα το σκεφτώ και θα γυρίσω.
Στις πολυεθνικές αλυσίδες γίνεται το σύστριγγλο. Για να φτάσεις στις κρεμάστρες και κυρίως στα πανέρια πρέπει να σπρώξεις, να ρίξεις μουλωχτές αγκωνιές, να πατήσεις κάλους. Στα δοκιμαστήρια μια μπαμπατζάνα κοπελίτσα προσπαθεί με τις ώώώρες να χωρέσει σε στενή και κοντή φούστα. Κρεατικά ξεχειλίζουν από παντού. Η βαρεμένη φίλη της επιμένει, «σου πάει, σου πάει, πώς σου πάει». Ούτε ποσοστά επί των πωλήσεων να έπαιρνε! «Προσοχή στα προσωπικά σας αντικείμενα» ακούγεται από το μεγάφωνο. Βγάζω το μπουφάν για να προβάρω ένα διάφανο μπλουζάκι μούρλια. Μια κυρία ετοιμάζεται να προβάρει το μπουφάν μου. Άσ’ το κάτω, καλέ, ολοκαίνουργιο παραπροπέρσινο μπουφάν! Στα παιδικά, γκρίνιες και κλάματα, στα αντρικά, νεκρική σιγή. Λίγοι κι εκλεκτοί κοκέτηδες, οι περισσότεροι βολεύονται με το πρώτο ρούχο που βρίσκουν μπροστά τους. Φεύγω, γιατί δεν θέλω αντρικά και στα ταμεία έχει ουρές χιλιομέτρων. Οι σεκιουριτάδες, άκαμπτοι και με σφιγμένες γροθιές σαν αρχαιοελληνικοί κούροι, με κοιτούν καχύποπτοι, όπως άλλωστε κοιτούν όλοι οι άντρες με στολή. Υποθέτω πως η μόνιμη καχυποψία κάνει τη δουλειά των ένστολων ενδιαφέρουσα και, ως γνωστόν, όλοι πρέπει να βρίσκουν ένα ενδιαφέρον στη δουλειά τους.
Έχω βαρεθεί φρικτά, αποφασίζω να μην πάω στο γάμο και να το διασκεδάσω. Τρίτη στάση σε κατάστημα εσωρούχων. Παντού κυριαρχεί το μοτίβο της ζέβρας: στα νεγκλιζέ, στα μπουρνούζια, στους τοίχους, στα ρούχα των πωλητριών. Φαίνεται θα είναι κάτι αβαν-γκάρντ ή τρέντι ή σεξουαλικό, δεν ξέρω. «Θέλω τις πιο γελοίες μπιτζάμες που έχετε» λέω γελώντας πνιχτά, αφού όλα εκεί μέσα είναι γελοία, ακόμα και ένα μικρό κανίς με φορεματάκι τιγρέ. Η πωλήτρια με διορθώνει, «πιτζάμες» λέει στρογγυλά, και μετά, όλως παραδόξως, πέφτει σε περίσκεψη. Τελικά, μου βγάζει ένα κίτρινο πιτζαμάκι με τον Ντόναλτ. Πραγματικό αίσχος και μόλις πέντε ευρώ, είμαι τέρμα ευτυχισμένη! Μου το πακετάρουν σε σακούλα ζέβρα, η ευτυχία μου ολοκληρώνεται, φωνάζω τρεις φορές «μπιτζάμες, μπιτζάμες, μπιτζάμες».
Τελευταία στάση σε είδη προικός. Δείχνω ενδιαφέρον για ένα πουπουλένιο πάπλωμα. «Θα χρειαστεί να το πλύνετε μετά από 4 χρόνια» λέει η πωλήτρια, που πρέπει να με έκοψε για πολύ βρομιάρα. Φεύγω φορτωμένη με το πάπλωμα που κρατάει βρόμα, συν ένα πακέτο κουρτίνες, που, όταν γυρνάω στο σπίτι, διαπιστώνω ότι μου είναι άχρηστες, αφού δεν μπορούν να περαστούν στον κλασικό «σιδηρόδρομο» με τα «τσιγκελάκια», αν με εννοείτε, δεν γνωρίζω επακριβώς την ορολογία.
Τελικός απολογισμός, καταστροφή. Καθώς διπλώνω τις κουρτίνες για να τις γυρίσω πίσω (θα τις πάρουν;), παριστάνω τον ρεπόρτερ άλλων εποχών, τότε που δεν είχε κρίση και κάθε δελτίο ειδήσεων που σεβόταν τον εαυτό του φιλοξενούσε καθημερινά σχετικό ρεπορτάζ. «Πώς είναι η κίνηση φέτος;», ρωτάω -και καλά- τους μαγαζάτορες. «Τις τελευταίες μέρες ανέβηκε», απαντώ με αλλαγμένη φωνή, «Δεν έχει λεφτά ο κόσμος, γι’ αυτό και περιμένει τις εκπτώσεις για να ψωνίσει». Μετά κάνω τον κόσμο, «Δεν ψωνίσαμε πολλά, μόνο τα απαραίτητα: παπούτσια για τα παιδιά, παντελόνι για το σύζυγο, φόρεμα για μένα, ένα αυτοκίνητο, ένα τζιπ, έναν κοτσαδόρο, ένα τρέιλερ, ένα τροχόσπιτο, μια σκηνή, μια σχάρα για τα πέδιλα του σκι!». Τι να πεις, ωραία(;) εκείνα τα χρόνια!