Η Suzy Menkes μιλάει με τον διάσημο σχεδιαστή καπέλων Stephen Jones
«Ο κόσμος ξεφορτώνεται ρούχα και παπούτσια, ποτέ όμως δεν χαρίζει τα καπέλα του γιατί έχει αναμνήσεις»
Ακούσαμε το podcast της Suzy Menkes με τον θρυλικό σχεδιαστή καπέλων Stephen Jones, παιδί της γενιάς του Bitz και αγαπημένος milliner διασημοτήτων από την Diana μέχρι τον Mick Jagger.
“Creative Conversations With Suzy Menkes” είναι ο τίτλος της σειράς podcast που ξεκίνησε η διάσημη δημοσιογράφος Suzy Menkes για την Condé Nast. Ακούσαμε ένα από αυτά και κρατήσαμε σημειώσεις…
Η Suzy Menkes, μία από τις πιο έγκυρες και διάσημες κριτικούς μόδας και δημοσιογράφος, μέσα στις ημέρες της καραντίνας για τον Covid-19 ξεκίνησε μία σειρά podcast με τίτλο "Creative Conversations with Suzy Menkes" όπου κάνει συνεντεύξεις με τους πιο επιδραστικούς σχεδιαστές, καλλιτεχνικούς διευθυντές και άλλους ανθρώπους από το χώρο της μόδας.
Η Suzy Menkes για περισσότερα από 25 χρόνια σχολίαζε τη μόδα στη διεθνή έκδοση της Herald Tribune και τώρα είναι διευθύντρια της International Vogue στην Condé Nast International. Αυτό που χαρακτηρίζει τη Suzy στη δουλειά της είναι η ακεραιότητα και η ειλικρίνεια. Στα κείμενά της είναι δίκαιη αλλά και διορατική αφού έχει ξεχωρίσει και έχει χρίσει πολλά γνωστά ονόματα του χώρου.
Είναι μία μόνιμη παρουσία σε κάθε μεγάλο γεγονός μόδας, πάντα στην πρώτη σειρά, παρατηρώντας και αναμεταδίδοντας με το απόλυτα δικό της στιλ και πνεύμα.
Στο δεύτερο επεισόδιο του podcast που ετοιμάζει σε συνεργασία με το @CNILuxury, είχε καλεσμένο έναν θρυλικό πιλοποιό από τον χώρο της μόδας, τον Stephen Jones.
Ο Jones, έχοντας δουλέψει με ονόματα όπως Christian Dior, Comme des Garçons, Vivienne Westwood, John Galliano και Marc Jacobs, θεωρείται ένας από τους πιο διάσημους και πρωτοποριακούς δημιουργούς του 20ού και 21ου αιώνα. Από τη σκηνή των blitz kids των ‘80ς μέχρι σήμερα είναι ένα όνομα που του έχει αφιερώσει αναδρομική έκθεση μέχρι το Μουσείο Victoria & Albert.
Η Menkes παρουσιάζει τον Stephen Jones ως “extraordinaire” και λέει ότι από την Diana Ross στην Kate Moss και από την Lady Gaga στην Rihanna, έχει στολίσει τα κεφάλια “όλων όσων μετράνε”.
Γεννημένος στο Cheshire και μεγαλωμένος στο Liverpool, o Jones πήγε στο Λονδίνο στα τέλη της δεκαετίας του ‘70 για να σπουδάσει στο κολέγιο St.Martin’s αλλά και να μπει στη σκηνή των κλαμπ. Το ‘80 είχε ήδη ανοίξει το πρώτο του salon καπέλων στην καρδιά του Λονδίνου, στο Covent Garden και πολύ γρήγορα, οι πάντες, από τον Boy George μέχρι την πριγκίπισσα Diana, από ροκ σταρς μέχρι μέλη της βασιλικής οικογένειας, ήθελαν να φορέσουν τα ήδη θρυλικά του “αξεσουάρ κεφαλής”. Στην πλούσια ιστορία του και με το ριζοσπαστικό του ταλέντο, μπόρεσε να εφαρμόσει τα διαφορετικά στιλ μεγάλων οίκων μόδας στα προσωπικά του σχέδια. Ο Stephen υπήρξε ο μόνιμος κατασκευαστής καπέλων του οίκου Dior όταν ο John Galliano ήταν σχεδιαστής, ενώ συνεργάστηκε και με την Rei Kawakubo του οίκου Comme des Garçons και βέβαια με την Vivienne Westwood. Επί 35 χρόνια συνεχίζει να δίνει στιλ, πνεύμα, άποψη και fun στις δημιουργίες του.
Ακούσαμε με ενδιαφέρον το podcast και σταχυολογήσαμε:
Suzy Menkes: Αυτό το απότομο σταμάτημα εξαιτίας του κορωνοϊού μας έκανε να σκεφτούμε τον τρελό ρυθμό που έχει πάρει η μόδα από την αρχή του μιλένιουμ. Μήπως αυτό ήταν ένα αυστηρό προειδοποιητικό μήνυμα για τον κόσμο της μόδας αλλά και για όλους μας; “Slow down”.
Stephen Jones: Νομίζω ότι αυτό το μήνυμα πήγαινε κυρίως για τους προμηθευτές της μόδας. Ο κόσμος έχει μία διαφορετική άποψη. Η μόδα και η εμφάνισή μας έχουν ακόμα κάτι το μαγικό που προσελκύει τους ανθρώπους και πάντα θα ισχύει. Όταν όλο αυτό θα έχει τελειώσει, όταν θα ξαναφορέσουμε τα καλά μας για να το γιορτάσουμε και θα είμαστε πάλι καταναλωτές, είτε αγοράζεις ένα T-shirt των 5 λιρών είτε υψηλή ραπτική θα είναι πάλι το ίδιο μαγικό πράγμα που μπορεί να σου δώσει η μόδα και το “φαίνεσθαι”. Σίγουρα, όλοι όσοι δουλεύουν στη βιομηχανία της μόδας πιστεύουν ότι πηγαίνουμε πάρα πολύ γρήγορα στα ρούχα και στα αξεσουάρ που κατασκευάζονται. Χρειαζόταν κάτι σαν αυτόν τον τρομερό ιό για να μπει ένα φρένο και να ξανασκεφτούμε την κατάσταση. Δεν ξέρω τι θα φέρει το μέλλον. Με όσους έχω μιλήσει από τον χώρο μας, λένε ότι είναι σαν να έχουμε μπροστά μας ξαφνικά έναν τοίχο λευκό. Είναι καλό λοιπόν που πρέπει να σκεφτούμε λίγο.
S.M.: Νοιώθεις τον εαυτό σου δημιουργό καπέλων ή καλλιτέχνη και ποιά είναι η διαφορά;
S.J.: Δεν ξέρω στ’αλήθεια, είναι κάτι που αλλάζει κάθε μέρα, ίσως και κάθε λεπτό. Όταν ξεκίνησα, το 1980, κανένας πια δεν χρησιμοποιούσε τη λέξη “πιλοποιός”. Ήταν λέξη από τη δεκαετία του ‘50 που κυρίως καθιερώθηκε στη δεκαετία του ‘60 – φορούσες ένα πλατύγυρο τσόχινο καπέλο και αυτό ήταν. Πολύ μακριά από τον αυθεντικό κόσμο της πιλοποιίας. Εμένα μου αρέσει αυτή η βρετανική, ελαφρώς ξιπασμένη αίσθηση για τα καπέλα. Σε άλλους κατασκευαστές δεν αρέσει η λέξη πιλοποιός, τους φαίνεται πολύ ρετρό. Εγώ νομίζω ότι είμαι ένας συνδυασμός των δύο. … Στην Ιαπωνία έχουν μία λέξη -που δεν τη θυμάμαι τώρα- που χαρακτηρίζει ένα δημιουργικό πρόσωπο γενικά. Αυτό είναι η λέξη που θα με περιέγραφε.
S.M.: Kάθε σου δουλειά είναι διαφορετική γιατί καταρχάς είναι συνεργασία με τους πελάτες σου, είτε πηγαίνουν σε έναν οικογενειακό γάμο είτε στις θερινές ιπποδρομίες του Άσκοτ. Αποκτάς κάποιου είδους σχέση με την πελατεία σου;
S.J.: Απόλυτα. Ο κόσμος μπορεί να ξεφορτώνεται τα ρούχα του και τα παπούτσια του, ποτέ όμως δεν χαρίζουν τα καπέλα τους γιατί έχουν πολλές αναμνήσεις από αυτά. Πολύ συχνά όταν κάνω κάποιο καπέλο είναι για μία πολύ ξεχωριστή περίσταση, γάμο, ιπποδρομίες, καθέλκυση πλοίου, όλα αυτά.
S.M.: Μου έλεγες ότι έχεις πολλές πελάτισσες και στην Ασία όπου οι τάξεις είναι πολύ διαφορετικές από αυτές της Μεγάλης Βρετανίας με τη βασιλεία και αυτό είναι άλλο ένα χαρακτηριστικό σου. Στον γάμο του πρίγκιπα Χάρι η μητέρα της Μέγκαν Μάρκλ, η Ντόρια, φορούσε ένα από τα καπέλα σου, έτσι δεν είναι;
S.J.: Ναι. Και είναι μία υπέροχη, εξαιρετική και πολύ όμορφη γυναίκα. Δεν είχε ξαναφορέσει επίσημο καπέλο πριν αλλά είχε μία πολύ σίγουρη άποψη για το τι ήθελε και τι της ταιριάζει. Αυτό είναι το σπουδαίο που έχεις με κάθε πελάτισσα, η συνεργασία. Ξέρουν τι είναι ωραίο, τι θέλουν, τι δεν θέλουν, αλλά παράλληλα θέλουν και να μάθουν. Θυμάμαι όταν έκανα ένα καπέλο για σένα Suzy, όταν θα πήγαινες στο παλάτι του Μπάκιγχαμ για την βραδιά προς τιμήν σου, είχες μια πολύ σταθερή γνώμη για το τι ήθελες αλλά είχε και πολύ μεγάλο ενδιαφέρον να ακούσεις. Και πραγματικά, σου έκανα ένα καταπληκτικό καπέλο.
S.M.: Ξέρουμε ότι κάνεις καπέλα και για άλλους πελάτες, εκτός Βρετανίας, βασιλικών οικογενειών ή και όχι. Οι Ασιάτες όμως έχουν πραγματικό ενδιαφέρον για καπέλα; Δεν είναι και πολύ στην κουλτούρα τους, έτσι δεν είναι;
S.J.: Κι όμως, έχουν μεγάλο ενδιαφέρον για τα καπέλα γιατί συνηθίζουν να ντύνονται καλά πάρα πολύ συχνά. Αν σκεφτείς τα κοστούμια του γάμου στην Ιαπωνία, όπου οι άντρες φοράνε ένα είδος στολής σαμουράι και οι κυρίες εκείνα τα καπέλα σε σχήμα αυγού το καταλαβαίνεις. Βέβαια, τα δυτικά καπέλα για αυτούς είναι κάτι πολύ ξένο αλλά λατρεύουν την ιδέα της “ειδικής περίστασης”. Επίσης, για αυτούς, τα καπέλα είναι ένα σύμβολο της Ευρώπης.
S.M.: Βέβαια και οι διασημότητες παίζουν μεγάλο ρόλο στη δουλειά σου. Πες μας ποιό είναι το μυστικό να κάνεις ένα καπέλο για το διάσημο κεφάλι της Rihanna ή και για τον Mick Jagger. Πώς γίνεται να χτυπιέται και να τρέχει επάνω στη σκηνή και να μην του φεύγει το καπέλο;
S.J.: Δεν ξέρω αν το θυμάσαι Suzy αλλά η σχέση μου με την Rihanna ξεκίνησε από εσένα, καιρό πριν, όταν ήταν στα πρώτα της βήματα και η Anna Wintour την είχε βάλει στην αμερικάνικη Vogue. Μιλούσαν λοιπόν και της έλεγε η Anna ότι το πιο θαυμάσιο πράγμα στο Παρίσι είναι να πας σε μία επίδειξη υψηλής ραπτικής του John Galliano. Είμαστε εσύ κι εγώ λοιπόν στα παρασκήνια μετά το τέλος της επίδειξης και βλέπω αυτό το καταπληκτικό πλάσμα να μπαίνει μέσα ενώ φορούσε ένα μικρό καπέλο στο κεφάλι της. Την πλησιάζω τότε και της λέω “Δεν με ξέρεις, αλλά αυτό που φοράς είναι ένα από τα καπέλα που έχω σχεδιάσει” και μου απαντάει “Ναι, σε ξέρω, είσαι ο Stephen Jones”. “Και πού βρήκες το καπέλο μου;” “Το αγόρασα” μου απαντάει. Και τότε εσύ, γι’αυτό είσαι καταπληκτική δημοσιογράφος, κάνεις πλήρη περιστροφή επάνω στο ένα σου τακούνι και γυρνάς και της λες “Το αγόρασες; Δεν σου το βρήκε ο στιλίστας σου;” “Όχι” λέει η Rihanna, “μου αρέσει πολύ να πηγαίνω για ψώνια.” Τώρα βέβαια η κατάσταση είναι πολύ διαφορετική, η Rihanna δεν μπορεί να πάει μόνη της για ψώνια. Αλλά όλη αυτή τη σκηνή εσύ την κατέγραφες στο σημειωματάριό σου και τη δημοσίευσες μετά στην Herald Tribune.
S.M.: Πριν γίνεις διάσημος πώς ήταν τα πρώτα χρόνια της ζωής σου; Έχεις γεννηθεί στο Cheshire αν δεν κάνω λάθος και πήγες σχολείο στο Liverpool που είναι μία πολύ ζωντανή πόλη αλλά δεν νομίζω ότι είναι γνωστή για τις επίσημες βραδιές της με τα πολυτελή καπέλα.
S.J.: Έχεις δίκιο αν και η μητέρα μου και η γιαγιά μου και όλες οι γυναίκες της οικογένειας φορούσαν καπέλα την Κυριακή γιατί έτσι γινόταν τότε. Το Liverpool όμως εκείνα τα χρόνια, τέλη ‘60ς και αρχές ‘70ς, είχε ήδη ζήσει και είχε τελειώσει όλο το εκείνο το μουσικό κίνημα του Merseybeat με τους Beatles και ήταν πια μία πολύ καταθλιπτική και φτωχή πόλη. Η μεγαλύτερη αδερφή μου είχε έρθει στο Λονδίνο κι έτσι την ακολούθησα κι εγώ όσο πιο γρήγορα μπορούσα.
S.M.: Η ζωή σου φωτίστηκε όταν έγινες δεκτός για να σπουδάσεις στo St.Martin’s, τη βρετανική σχολή μόδας που γέννησε τόσους πολλούς σπουδαίους σχεδιαστές όπως τον αξεπέραστο John Galliano. Πώς ήταν για σένα αυτό;
S.J.: Ήταν απίστευτο. Από το Liverpool πήγα πρώτη μέρα στο Λονδίνο, στη σχολή και μπαίνοντας μέσα αμέσως πήγα με την ομάδα των punks και ποτέ δεν ξανακοίταξα πίσω. Το εξαιρετικό με το Λονδίνο είναι αυτή η ανάμειξη μόδας και μουσικής, κάτι που δεν έχει ούτε το Παρίσι ούτε στ’ αλήθεια η Ευρώπη και σίγουρα όχι το Μιλάνο. Μέσα στις πρώτες εβδομάδες μου στο Λονδίνο γνώρισα τον Stewart Copeland που μετά από λίγο έφτιαξε τους Police, είχα συγκάτοικο τον Kenny Morris που ήταν ο ντράμερ των Siouxsie & the Banshees, η συμφοιτήτριά μου η Shanon έβγαινε με τον Shane τον τραγουδιστή των Pogues ενώ γνώρισα και τόσους άλλους μουσικούς όπως τον Brian Eno. Έτσι, ξαφνικά, ήμουν μέσα σε έναν στρόβιλο μουσικής και μόδας. To συναρπαστικό ήταν ότι δημιουργούσαμε τη δική μας καινούργια μόδα γιατί ο ήδη κατεστημένος κόσμος της μόδας, είτε ήταν ο Dior, η Chanel κλπ., μας φαινόταν χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά. Το στοιχείο του punk ήταν αυτή η θέληση που είχαμε οι συμφοιτητές μου κι εγώ να κάνουμε τα πράγματα διαφορετικά.
S.M.: Είναι αλήθεια ότι ήσουν ένας από τους θαμώνες του θρυλικού νάιτ κλαμπ Blitz και κάθε βράδυ πήγαινες με διαφορετικό καπέλο;
S.J.: Ναι, πήγαινα στο Blitz … Ήταν ένα απίστευτο μέρος. Αν υποθέσουμε ότι κάθε νεανικό κίνημα από το ‘60 και μετά καθορίζεται από τα ναρκωτικά που παίρνουν, το δικό μας ναρκωτικό εκείνη την περίοδο ήταν η μόδα και το ντυνόμαστε θεαματικά. Περνούσαμε μέρες ολόκληρες σχεδιάζοντας ποιό θα είναι το look μας, όχι στ’αλήθεια για να κάνουμε παρέλαση ο ένας μπροστά στον άλλο, αλλά για να διεκδικήσουμε τη θέση μας σε αυτό το είδος οράματος που είχαμε, σε εκείνον τον τρόπο οπτικής επικοινωνίας που εξερευνούσαμε. Όταν πέρασε ο τυφώνας του punk και τα σάρωσε όλα, προσπαθούσαμε να γεμίσουμε το κενό που άφησε με εκλεκτισμό θα έλεγα και ίσως λίγη ιστορία. Είναι παράξενο γιατί στα ‘60ς η ιστορία δεν ήταν κάτι σημαντικό, όλοι οι πολιτικοί τότε έλεγαν “κοιτάμε προς το μέλλον”. Κι εμείς ξαφνικά είχαμε αρχίσει να λοξοκοιτάμε και προς το παρελθόν. Κάπως, με αυτά που φορούσαμε και τα νέα media που ξεκινούσαν στις αρχές των ‘80ς, κάτι συνέβαινε.
S.M.: Την 1η Οκτωβρίου 1980 άνοιξες το πρώτο σου salon στο Covent Garden. Aπό την πρώτη χρονιά κιόλας είχες σχεδιάσει για την πριγκίπισσα Νταϊάνα και για τον Boy George. Αυτοί οι δύο άνθρωποι πραγματικά σύχναζαν στο μαγαζί σου;
S.J.: Όχι ακριβώς. Την πριγκίπισσα Νταϊάνα τη γνώρισα μέσω του σχεδιαστή Jasper Conran και της έκανα μερικά καπέλα που να ταιριάζουν με τα ρούχα που της είχε σχεδιάσει. Tov George τον ήξερα πριν γίνει Boy George, όταν δούλευε στην γκαρνταρόμπα του Blitz Club και θυμάμαι, μια μέρα οδηγούσα γύρω γύρω στην πλατεία Parliament με το παλιό μου πορτοκαλί mini van κι αυτός καθόταν στριμωγμένος πίσω και τραγουδούσε με την πιο όμορφη φωνή που είχα ακούσει ποτέ μου. Του είπα “Ξέρεις, θα έπρεπε να γίνεις επαγγελματίας τραγουδιστής” και μου απάντησε “Δεν έχω την αυτοπεποίθηση να το κάνω”. Πώς αλλάζουν οι καιροί ε; Πάντως δεν ξέρω αν ποτέ είχαν συναντηθεί οι δυό τους, ο Boy George με την πριγκίπισσα Νταϊάνα, ίσως να είχαν, αλλά είμαι σίγουρος ότι εκείνη θα είχε ενθουσιαστεί. Και φορούσαν πολύ παρόμοια καπέλα γιατί και οι δύο ήθελαν να έχουν κάτι καινούργιο στον τρόπο που θα εμφανίζονταν. Τότε ήταν η αρχή της κυριαρχίας των media οπότε δεν έπαιζε ρόλο μόνο το πώς νοιώθεις φορώντας κάτι αλλά ήταν εξαιρετικά σημαντικό και το πώς θα φαίνεται στη φωτογραφία.
S.M.: Ο κόσμος έχει αλλάξει τόσο πολύ. Όλοι πια φωτογραφίζουν τα πάντα. Και πολύ συχνά τα ρούχα που φοράνε για να σου τραβήξουν την προσοχή. Εσύ προσωπικά όταν δημιουργείς ένα καπέλο για κάποιον ή όταν το παρουσιάζεις σε μία πασαρέλα, το φαντάζεσαι πώς θα φανεί στο instagram ή δεν σε ενδιαφέρει;
S.J.: Είναι ένας συνδυασμός και των δύο. Οπωσδήποτε, στον κόσμο των social media που ζούμε και ειδικά αυτή την εποχή της καραντίνας, το πώς θα φαίνεται κάτι στην οθόνη είναι το πιο σημαντικό. Για μένα όμως, που κάνω προϊόντα πολυτελείας, έχει να κάνει κυρίως με το πώς θα νοιώθει η πελάτισσα φορώντας το. Πράγματα όπως ότι το καπέλο έχει ένα πανέμορφο στρίφωμα από σατέν επάνω στο οποίο είναι κεντημένα τα αρχικά της πελάτισσας όπως έκαναν με τις γούνες στη δεκαετία του ‘40. Ή ότι η πελάτισσα μπορεί να μη θέλει να έχει μία τεράστια κορδέλα το καπέλο αλλά κάτι πιο πριβέ όπως μία λεπτή σειρά από δαντέλα που θα είναι ασορτί με τα εσώρουχά της. Τέτοιου είδους λεπτομέρειες είναι πολύ σημαντικές για τις δικές μου πελάτισσες. Μπορεί βέβαια να είναι και ένα εντυπωσιακό καπέλο για την Ημέρα των Κυριών στο Άσκοτ. Προσπαθώ να τα συνδυάζω και τα δύο. Τα καπέλα πάντα είχαν να κάνουν με την εικόνα, με το σήμα που εκπέμπουν. Όπως το bobby hat που είναι το κράνος των αστυνομικών. Ή η κορώνα της βασίλισσας.
S.M.: Στη δουλειά σου κάνεις πολλά διαφορετικά καπέλα για πελάτισσες που σου είναι πολύ πιστές. Έχεις όμως και πιστούς σχεδιαστές με τους οποίους συνεργάζεσαι και η δουλειά σου για τον καθένα είναι διαφορετική. Από το μοντέρνο στιλ για την Rei Kawakubo των Comme des Garçons, στο τόσο ρομαντικό και ασυνήθιστο στιλ για τον John Galliano και στο λίγο τρελό αλλά τόσο ευφάνταστο στιλ για τον Marc Jacobs. Είναι ο κάθε σχεδιαστής για σένα σαν ένα νησί, σαν ένας κόσμος από μόνος του;
S.J.: Απόλυτα. Έτσι πρέπει να είναι. Εσύ το βλέπεις σαν να είναι ένα νησί. Εγώ το βλέπω σαν να πηγαίνω σε ένα κοκτέιλ πάρτι. Εκεί πας και βλέπεις διάφορους φίλους Εσύ παραμένεις ο ίδιος αλλά επειδή βλέπεις διαφορετικούς ανθρώπους, κάνεις και διαφορετικές συζητήσεις μαζί τους. Έτσι, αυτά που θα συζητούσες με την Rei Kawakubo είναι πολύ διαφορετικά από αυτά που θα συζητούσες με τον Marc Jacobs. Όχι μόνο η συζήτηση αλλά και ο τρόπος που θα παρουσίαζες τον εαυτό σου σε αυτήν θα ήταν διαφορετικός. … Aυτό που αγαπώ εγώ με το να είμαι πιλοποιός και να συνεργάζομαι με κάθε διαφορετικό σχεδιαστή, είναι η τεράστια αίσθηση ελευθερίας και ποικιλίας που έχω.
S.M.: Για μένα, το καπέλο πρέπει να είναι κάτι που κάθεται στο κεφάλι σου. Αλλιώς δεν είναι καπέλο. Μπορεί να είναι ένα υπέροχο πείραμα αλλά όχι καπέλο. Θυμάμαι όμως στην Εβδομάδα Μόδας του Λονδίνου να βλέπω τον Matty Bovan και εκείνα τα καταπληκτικά πράγματα -δεν ξέρω πώς να τα ονομάσω, εσύ μπορείς καλύτερα γιατί εσύ τα έφτιαξες – αλλά ήταν σαν κορνίζα, σαν να πλαισιώνουν τα ρούχα. Εξήγησε σε παρακαλώ αυτό που προσπαθώ να πω.
S.J.: … Νομίζω είναι η εποχή να έχουμε λίγο fun, να μην υπάρχουν κανόνες, για να δημιουργήσουμε κάτι νέο και διαφορετικό. Μου έδειχνε λοιπόν τη συλλογή του ο Matty και έβλεπα ότι υπάρχουν ρούχα που “κάνουν είσοδο” στην αίθουσα, οπότε σκέφτηκα τι θαυμάσιο θα ήταν να κάνουμε ρούχα που κυριολεκτικά να παίρνουν την αίθουσα μαζί τους; Για αυτό λοιπόν έκανα κουρτίνες - να εμφανίζεται το κάθε μοντέλο μέσα από τις δικές του κουρτίνες οι οποίες βέβαια συγκρατούνταν από μία διακριτική μεταλλική κορνίζα. Και φυσικά έπρεπε να είναι τέτοια τα υφάσματα ώστε να μπορούν τα μοντέλα να τα συγκρατήσουν στο κεφάλι τους και να είναι χαλαρές. Η κάθε κατασκευή ήταν σαν να φτιάχνεις ένα airbus. Όχι ακριβώς, αλλά έτσι ένοιωθα εγώ.
S.M.: Ας μιλήσουμε λίγο για τον Dior την περίοδο με τον Galliano. Είχες δημιουργήσει για αυτόν κάτι εκπληκτικές κατασκευές. Πώς ήταν να δουλεύεις με τον John Galliano;
S.J.: Ήταν υπέροχο. Τα καπέλα ήταν απόλυτα μέρος μιας ολόκληρης ιδέας. Ότι οι Κινέζες παλλακίδες του Kublai Khan κατέφυγαν στην Αίγυπτο και μετά δραπέτευσαν με ένα τρένο και βρέθηκαν στο Μαρακές. Τέτοιου είδους υποθετικές ιστορίες έλεγε ο John. Το κάθε καπέλο ήταν ουσιαστικά μέρος του ρούχου που φορούσε το μοντέλο. Πρώτα δημιουργούσε τους ρόλους και μετά τους έντυνε. Πολλές φορές δημιουργούσε πρώτα τις ακραίες λεπτομέρειες όπως το μακιγιάζ και μετά συμπλήρωνε τα κενά για να δημιουργηθεί το τελικό look.
S.M.: Πες μου για τον Dior σήμερα. Εκτός από τις εξαίσιες κατασκευές που φτιάχνεις έχω δει ότι κάνεις και πρακτικά καπέλα για τον οίκο όπως κάποια κανονικά μπερέ που μπορεί κάποιος να τα κάνει δώρο μέσα σε ένα ωραίο κουτί. Δείχνει αυτό και μία άλλη πλευρά του χαρακτήρα σου;
S.J.: Πολλές φορές το να φοράς ένα καπέλο μπορεί να είναι από μόνο του άποψη. Δεν χρειάζεται συνέχεια να ανακαλύπτεις ξανά τον τροχό. Η Maria Grazia (η καλλιτεχνική διευθύντρια του Dior) ήθελε να μπορεί να πουλήσει ένα καπέλο σε κάθε νέο, μοντέρνο κορίτσι στον κόσμο. Κάτι που θα ταιριάζει στον καθένα. Η ιστορία με τα μπερέ έχει πολλή πλάκα. Η Maria μόλις είχε γυρίσει από το Λος Άντζελες όπου είχε αγοράσει από κάποιο κατάστημα ένα μπερέ με πούλιες επάνω και μου το έδειχνε γιατί της άρεσε το κέντημα. Τη ρωτάω “Αλήθεια; Σου αρέσει αυτό το μπερέ;” και ανοίξαμε μία ολόκληρη κουβέντα γιατί εγώ λατρεύω τα μπερέ, είναι ένα καπέλο για όλους, γυναίκες, άντρες, παιδιά, πλούσιους, φτωχούς, για όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Μπερέ έχουν φορέσει από τον Τζόνι Ρότεν μέχρι την Μάρλεν Ντίτριχ. Μιλούσα ενθουσιασμένος επι 15 λεπτά και τελικά μου είπε οκ, ηρέμησε, ας κάνουμε μπερέ. Έκανα λοιπόν κάποια μπερέ από τσόχα, όπως γίνονται συνήθως, αλλά χωρίς να της το έχω πει πέρασα μέσα σε αυτά και ένα δερμάτινο. Όταν το είδε είπε ότι είναι “too much για μπερέ”. Τι έγινε όμως. Μία κοπέλα φορούσε ένα bar suit, (το πιο εικονικό μοντέλο του οίκου Dior, μεσάτο σακάκι με φαρδιά φούστα) και νομίζω φλατ παπούτσια. Και μόλις φόρεσε το μπερέ έγινε το πιο αντιπροσωπευτικό μοντέλο αυτού που λέμε Dior. Είχαμε πει να κάνουμε 10 κομμάτια και μία εβδομάδα πριν από το σόου, η Maria μου λέει “Μπορώ να έχω άλλα δέκα παρακαλώ;” Και μετά, άλλα 20 παρακαλώ, και μετά άλλα 30 παρακαλώ. Κι έτσι έγινε και κάθε κοπέλα σε εκείνο το σόου φορούσε καπέλο. Και το ίδιο συμβαίνει σε κάθε επίδειξη του Dior από τότε. Τα μπερέ που πουλιούνται είναι φτιαγμένα από δέρμα nappa υψηλής ποιότητας με το ίδιο στρίφωμα από γαλλικό σατέν που γίνονται όλες οι βραδυνές τουαλέτες, έχουν ένα μικρό κεντητό σχέδιο από μέσα και προσφέρονται μέσα σε ένα πανέμορφο κουτί καπελιέρα.
S.M.: Θυμάμαι πολύ καθαρά, το 2016, σε ένα συνέδριο της Condé Nast που έγινε στη Σεούλ, μου είπες επί σκηνής σαν μότο “Τα πάντα στον κόσμο μπορούν να είναι καπέλο”. Τι εννοείς με αυτό;
S.J.: Κοίτα με, φοράω τώρα ένα μπερέ. Μπορώ να πάρω αυτό το ροζ ποστ-ιτ χαρτάκι που βρίσκεται μπροστά μου, να το βάλω επάνω στο μπερέ μου και ορίστε, στέκεται, έγινε ένα άλλο καπέλο με τη βοήθεια λίγης κόλλας. Όλα μπορούν να είναι καπέλο. Ένα κρινάκι πίσω από το αυτί ενός παιδιού στη Σρι Λάνκα. Μία μαύρη σατέν κορδέλα με ένα μικρό βέλο στο κεφάλι της Coco Chanel. … Ένα από τα πιο διάσημα καπέλα του κόσμου έγινε όταν ο Σαλβαντόρ Νταλί πήρε ένα παπούτσι με τακούνι της γυναίκας του, της Γκάλα, και το φόρεσε ανάποδα στο κεφάλι του και φωτογραφήθηκε, και μετά το πήρε η Elsa Schiaparelli και το έκανε καπέλο.
S.M.: …Ποιό θα έλεγες ότι είναι το “καπέλο της ζωής σου”;
S.J.: Είναι σαν να με ρωτάς ποιό από τα παιδιά σου ξεχωρίζεις. … Θα έλεγα ένα πολύ απλό καπέλο που έχει τον τίτλο “Rose Royce” που είναι φτιαγμένο από μαύρο βελούδο και πολύ σκούρο κόκκινο σατέν στην κορυφή ώστε να μοιάζει με τριαντάφυλλο poirée. Και ένα άλλο καπέλο εντελώς διαφορετικό, φτιαγμένο με πολύ μοντέρνα υλικά, με πολύ ευκίνητο διαφανές πλαστικό και με τίτλο “Wash and go” το οποίο μοιάζει με ένα κύμα νερού να πλαισιώνει το κεφάλι. Αυτά τα δύο καπέλα διαλέγω, ίσως επειδή είμαι Δίδυμος και θέλω να τα έχω όλα από δύο.
Μπορείτε να ακούσετε τα podcasts της Suzy Menkes εδώ.
Instagram Suzy Menkes: https://www.instagram.com/suzymenkesvogue/
Instagram Stephen Jones: https://www.instagram.com/stephenjonesmillinery/