Εκατό χρόνια πριν: Harlem Renaissance, η χρυσή εποχή του Χάρλεμ
Στη χαραυγή της δεκαετίας του ‘20 (jazz age) μια πρωτόγνωρη εποχή αναγέννησης κι αυτοπεποίθησης ανατέλλει στις συνοικίες των γκέτο
Η εποχή της αναγέννησης του Χάρλεμ, που ζούσε και ανέπνεε στους ήχους της τζαζ, της μόδας, της χωρίς φραγμούς διασκέδαση.
Από το 1920 ως το τέλος της Ποτοαπαγόρευσης (1933), το Χάρλεμ αποτέλεσε μια αυτόνομη μαύρη κοινότητα που ζούσε και ανέπνεε στους ήχους της τζαζ: Η τζαζ πλανιόταν παντού στον αέρα και επηρέασε δραστικά τη μόδα, τη λογοτεχνία και τις τέχνες, που άνθισαν σε κάθε νέγρικη γειτονιά των εικοσιπέντε οικοδομικών μπλοκ της. Η νεοϋορκέζικη αυτή συνοικία, με τα καφετί πέτρινα σπίτια του 19ου αιώνα και τα φτηνά διαμερίσματα των εργατικών οικοδομικών μπλοκ, είναι ο τόπος όπου βρήκε στέγη ένα μεγάλο κύμα εσωτερικής μετανάστευσης προς τον Βορρά του έγχρωμου πληθυσμού που ερχόταν ταλαιπωρημένο από τον σκληρό ρατσιστικό Νότο, μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο. Εκεί δημιουργήθηκε μια περίκλειστη κοινωνία (γκέτο) που είχε τη δική της ταξική δομή. Μαύροι ιδιοκτήτες ακινήτων και επιχειρηματίες έκαναν δουλειές μεταξύ τους και είχαν τοπική κοινωνική και πολιτική ζωή.
Το 1921 η εφημερίδα Independent γράφει: «Το Χάρλεμ είναι η μεγαλύτερη νέγρικη πόλη του κόσμου, με εκπληκτικές νέγρικες εκκλησίες, πολυτελή νέγρικα διαμερίσματα και νέγρικο πληθυσμό που ξεπερνάει τις 150.000».
Στη χαραυγή της δεκαετίας του ‘20 (jazz age) μια πρωτόγνωρη εποχή αναγέννησης κι αυτοπεποίθησης ανατέλλει στις συνοικίες των γκέτο. Επιδείξεις μόδας και τοπικοί διαγωνισμοί ομορφιάς διοργανώνονται σε ολόκληρο το Χάρλεμ, ενώ μαύρες κούκλες βιτρίνας με εκκεντρικά, πολύχρωμα ρούχα διακοσμούν τα τοπικά καταστήματα. Τα Σαββατόβραδα ο κόσμος διασκεδάζει σε κατάμεστες αίθουσες χορού με μπάντες που παίζουν τζαζ μουσική, ενώ οι έγχρωμοι χορευτές έχουν επαγγελματική ζήτηση στα κέντρα διασκέδασης ολόκληρης της Αμερικής. Με μία προϋπόθεση: να περάσουν επιτυχώς το «τεστ της χαρτοσακούλας», δηλαδή το δέρμα τους να μην είναι πιο σκούρο από αυτό μιας χάρτινης σακούλας.
Τα κορίτσια που δούλευαν στις χορωδίες προσπαθούσαν να ξανοίξουν το χρώμα του προσώπου τους τρίβοντάς το με χυμό λεμονιού ή χρησιμοποιώντας καλλυντικά που τους έταζαν το χρώμα της μόκας. Οι Αφροαμερικανίδες, ανεξάρτητα από την οικονομική τους κατάσταση, φρόντιζαν πάντα την περιποίησή τους με καλλυντικά, όπως λάδια για τα μαλλιά και κρέμες προσώπου, καθώς αυτό τους έδινε μια αίσθηση αναβάθμισης του εαυτού τους.
Η μαντάμ Σι Τζέι Γουόκερ (C.J Walker), κόρη σκλάβων από το Σεν Λούις και πρώην πλύστρα, γίνεται η πρώτη έγχρωμη, αυτοδημιούργητη Αμερικανίδα εκατομμυριούχος, λανσάροντας σε ολόκληρη την Αμερική μια σειρά καλλυντικών προϊόντων για μαλλιά που προορίζονταν αποκλειστικά για τις μαύρες γυναίκες. Μαζί με την Εστέ Λόντερ (Estee Lauder) και την Έλενα Ρουμπινστάιν (Helena Rubinstein), θεωρούνται οι γυναίκες – σκαπανείς της αμερικάνικης βιομηχανίας καλλυντικών. Παράλληλα, η μαντάμ Σι Τζέι Γουόκερ χρησιμοποιεί μεγάλα ποσά από τα κέρδη της για την ανάπτυξη της αφροαμερικάνικης κοινότητας, μέσω εκπαιδευτικών και επαγγελματικών προγραμμάτων για γυναίκες και παιδιά. Η κόρη της Λίλια ανοίγει το περίφημο beauty salon της και, με σήμα κατατεθέν το ασημένιο τουρμπάνι της, γίνεται διάσημη για τα περίφημα queer parties που διοργανώνει στο Χάρλεμ: ιδιωτικά πάρτι με άφθονο φαγητό και αλκοόλ, και άγρια, χωρίς ηθικούς φραγμούς διασκέδαση.
‘Όταν η τζαζ ξεπέρασε τα σύνορα των νέγρικων γκέτο και έγινε δημοφιλές μουσικό είδος, μουσικοί σαν τον Λούις Άρμστρονγκ και τον Ντιουκ Έλινγκτον έγιναν κοινωνικά αξιοσέβαστοι, ενώ η μουσική τους δεξιότητα τους έφερε πλούτη και δόξα. Παρ' όλα αυτά εξακολουθούσαν να ζουν σε έναν κόσμο διακρίσεων, αφού η διασκέδαση στο Χάρλεμ είχε γίνει ένα είδος ψυχαγωγίας «μετά το θέατρο» για τους μοντέρνους λευκούς απ’ το Μανχάταν, οι οποίοι κατέφθαναν στην περιοχή σαν τουρίστες, με τα πούρα και τις κουρσάρες τους, παρατηρώντας αδιάκριτα τους ανθρώπους, λες και ήταν διασκεδαστικά ζώα του τσίρκου. Οπωσδήποτε, κάποιοι από τις χιλιάδες των λευκών Αμερικανών που συνέρρεαν εκεί ήταν πραγματικοί θαυμαστές της τζαζ, ενώ κάποιοι άλλοι λαχταρούσαν να δοκιμάσουν μια πιο ελευθεριακή γεύση ζωής, καθώς το Χάρλεμ αψηφούσε τους νόμους περί ποτοαπαγόρευσης αλλά και περί ομοφυλοφιλίας: Λευκά γκέι άτομα σύχναζαν σε νάιτ κλαμπ όπου μπορούσαν να πιουν όσο ήθελαν και μετά να φύγουν παρέα με κάποιο κορίτσι από τη χορωδία ή έναν μαύρο μουσικό. Καμπαρέ όπως το Savoy και το Cotton Club διαφήμιζαν τους χορευτές τους ως «προκλητικά ηλιοκαμένους» ή «καυτές σοκολάτες» και στις πίστες τους οι τουρίστες αναζητούσαν την εμπειρία ενός αυθεντικού χορού τσάρλεστον με μαύρο παρτενέρ. Υπήρχαν όμως και τα μικρά, ατμοσφαιρικά κλαμπ με τζαζ μουσική που σέρβιραν πουρέ και τηγανιτό κοτόπουλο (soul food) όπου διασκέδαζαν κυρίως οι κάτοικοι του Χάρλεμ, αφού τα πολυτελή μαγαζιά με τις μεγάλες ορχήστρες προορίζονταν για τη λευκή πελατεία που άφηνε πολλά δολάρια κέρδος. Άλλωστε στις φωταγωγημένες αίθουσες χορού του νέγρικου Χάρλεμ της δεκαετίας του '20 υπήρχε ασφαλής πρόσβαση σε όλους: λευκούς, μαύρους, στρέιτ ή γκέι. Κάποιες τραγουδίστριες δάνειζαν στους γκέι άνδρες τις εντυπωσιακές τουαλέτες τους και οι ατραξιόν με drag queens και cross- dressers, που κατέληγαν σε επιδείξεις μόδας με μεγάλα χρηματικά βραβεία, έκαναν το Χάρλεμ διάσημο σε όλη τη χώρα κι ακόμη παραπέρα, με τη συντηρητική Αμερική να φρίττει, χαρακτηρίζοντας αυτό το κομμάτι της Νέας Υόρκης κέντρο διαφθοράς των νέων και το πιο επικίνδυνο μέρος για να το διασχίσει κανείς.
Η λάμψη και η ιδιαιτερότητα του ενδυματολογικού στιλ της αφρο-αμερικάνικης κοινότητας του Χάρλεμ επηρέασε εμφανώς τις επόμενες δεκαετίες, καθώς ο στιλιστικός τους αυτοσχεδιασμός εξελίχθηκε σε σήμα κατατεθέν ταυτότητας και υπερηφάνειας για τις αφρικανικές ρίζες τους, είτε επρόκειτο για το χαλαρό ανδρικό κοστούμι «zoot suit» της δεκαετίας του '40 ή για το στιλ «afro», σύμβολο της πολιτικοποιημένης μαύρης δύναμης (black power) των 70s.