Ένα φουτουριστικό ζευγάρι sneakers με επιρροές από τη δεκαετία του 2000
Veruschka: Το πρώτο supermodel στην ιστορία της μόδας
Ήταν κάτι περισσότερο από ένα καλό μοντέλο· ήταν περφόρμερ
Η Athens Voice θυμάται τη Veruschka, το πρώτο supermodel στην ιστορία της μόδας που έχει δημιουργήσει έναν θρύλο αξεπέραστο.
Ανατολική Πρωσία, 1944. Η κοντέσα Βέρα Γκότλιμπε Άνα φον Λέντορφ είναι μόλις πέντε ετών όταν βιώνει τον τρομακτικότερο παιδικό εφιάλτη. Η παραμυθένια ευτυχία του μικρόκοσμού της διαλύεται μέσα σε ελάχιστες μέρες. Οι ναζί επιτάσσουν το πατρικό κάστρο των 100 δωματίων, εκτελούν τον αντιστασιακό πατέρα της, συλλαμβάνουν τη μητέρα της και στέλνουν την ίδια και τις αδελφές της σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Μετά το τέλος του πολέμου, οι γυναίκες της οικογένειας Λέντορφ έρχονται αντιμέτωπες με την τραγική διαπίστωση ότι οικονομική και συναισθηματική ανάρρωση είναι αδύνατες.
Η Βέρα φεύγει για το Αμβούργο και τη Φλωρεντία για να σπουδάσει Καλές Τέχνες. Το μόντελινγκ την ανακαλύπτει στις ουρές αναμονής για είσοδο στο Ουφίτσι. Ο φωτογράφος Ούγκο Μούλας της προσφέρει εργασία πλήρους απασχόλησης, το Παρίσι, αν και δεν τρέφει εκτίμηση στα ψηλά μοντέλα, κάνει την εξαίρεση και τη δέχεται στους κόλπους του πρακτορείου Ford. Το 1961 ταξιδεύει στη Νέα Υόρκη. Παρά το κάλλος και τις ιδανικές της διαστάσεις (34-22-34), οι πόρτες μένουν κλειστές. Επιστροφή στην Ευρώπη. Μόναχο, Μιλάνο, ανασύνταξη δυνάμεων, νέα καριέρα.
Η Βέρα δεν έχει εξαντλήσει τις ψυχικές της δυνάμεις, δεν έχει πει τον τελευταίο της λόγο στην Αμερική. Όταν ξαναφτάνει στο Μανχάταν, έξω από το στούντιο του φωτογράφου Ίρβιν Πεν, έχει εφεύρει έναν νέο εαυτό και μια νέα πατρίδα, ενώ τα φυσικά της προσόντα είναι επαναπακεταρισμένα μέσα σε κατάμαυρα ρούχα. «Είμαι η Veruschka, που έρχεται από τα σύνορα Ρωσίας, Γερμανίας και Πολωνίας. Θα ήθελα να δω τι μπορείς να κάνεις με το πρόσωπό μου», λέει. Η ατάκα δουλεύει. Είναι φανερό, η αβαν-γκάρντ περσόνα που κατέφθασε με τσαμπουκά και απαράμιλλο στιλ στο Μεγάλο Μήλο έχει όλα τα εχέγγυα για να κατακτήσει το σταρ σίστεμ της μόδας. Και το κάνει. 800 εξώφυλλα περιοδικών μέσα σε μια δεκαετία πιστοποιούν το σάλο.
Η «Vogue» της Νταϊάν Βρίλαντ γίνεται το πεδίο έκφρασης των στιλιστικών, κι όχι μόνο, αναζητήσεών της, οι οποίες κινούνται πολύ μακριά από τις μαζικές αισθητικές εμμονές της εποχής. Μαζί με τον εραστή της, τον ιταλό φωτογράφο Φράνκο Ρουμπαρτέλι, συνθέτουν το πιο εκκεντρικό, ριζοσπαστικό και πειραματικό δίδυμο των editorial μόδας. Φορτώνουν σε αεροπλάνα ρούχα και φωτογραφικό εξοπλισμό, κατευθύνονται στη μέση της ερήμου ή σε χιονισμένα δάση, δε διστάζουν να ταξιδέψουν ανήμερα Χριστουγέννων στις Μπαχάμες για να πετύχουν το ιδανικό φεγγαρόφωτο.
Η Veruschka είναι κάτι περισσότερο από ένα αστραφτερό μοντέλο· είναι περφόρμερ. Έχει τον απόλυτο έλεγχο του ισχνού και αιθέριου σώματός της, χορογραφεί τις κινήσεις της, ίπταται, αιωρείται, γίνεται αερικό. Γδύνεται χωρίς δισταγμό, ξεφαντώνει με το body painting και τις μεταμορφώσεις, εκπέμπει ταυτοχρόνως ερωτισμό και πνευματική ψαγμενιά. Κυρίως, αποδεικνύει ότι το στήσιμο και οι πόζες μπροστά σε επαγγελματικό φωτογραφικό φακό μπορεί να είναι ταυτόχρονα οι πιο ανόητες και οι πιο δημιουργικές ανθρώπινες δραστηριότητες.
Το 1966 είναι η μοναδική προσωπικότητα που έχει κατακτήσει το δικαίωμα να ενσαρκώσει τον εαυτό της στην ταινία «Blow Up» του Αντονιόνι. «Ήρθα», ανακοινώνει στο φωτογράφο Ντέιβιντ Μπέιλι (τον υποδύεται ο Ντέιβιντ Χέμινγκς). Είναι ξυπόλητη, φορά ένα μαύρο κοντό φουστάνι, μοιάζει με αγριόγατα. Καθώς ερωτοτροπεί με το πάτωμα, αποπλανεί φωτογραφικό φακό, ξελογιάζει συναδέλφους και κοινό. «Κινείται όπως κανένας άλλος άνθρωπος στη Γη», θα δηλώσει αργότερα ο Χέμινγκς. Η πεντάλεπτη εμφάνισή της καταχωρείται στη μνήμη ως μια από τις πιο σέξι σεκάνς της κινηματογραφικής ιστορίας.
Οι φωτογραφήσεις τής δίνουν την ευκαιρία να υποδυθεί από ποθητά γυναικεία αρχέτυπα της σοουμπίζ (Ούρσουλα Άντρες, Μπριζίτ Μπαρντό, Γκρέτα Γκάρμπο) μέχρι άγρια ζώα. Ποζάρει για τους Ρίτσαρντ Άβεντον, Στίβεν Μέιζελ και Χέλμουτ Νιούτον, είναι επίσημο μέλος του κύκλου Γουόρχολ. Το πλαστικό σώμα αλλά και τα πλούσια μαλλιά της είναι από μόνα τους έργα τέχνης. Η ποιητική της κινητική συμπεριφορά εμπνέει τον Ρουμπαρτέλι να γυρίσει το βιογραφικό ντοκιμαντέρ «Veruschka: Poesia di una Donna», σε μουσική Ένιο Μορικόνε.
Κανόνας εργασίας, ένας και μοναδικός: δεν υπάρχει κανόνας. Ο Νταλί της προτείνει να τον συνοδεύσει στην Κένυα, ώστε να χρησιμοποιήσει τα 183 εκατοστά του σώματός της ως καμβά της σουρεαλιστικής του τέχνης. Δέχεται. Ο οίστρος του καλλιτέχνη του υπαγορεύει να χρησιμοποιήσει, αντί για χρώματα, αφρούς και γυαλιστικό παπουτσιών. Το μοντέλο του υπόκειται υπάκουα στις δοκιμασίες. Μια λεπτομέρεια, διόλου ασήμαντη: Στα διαλείμματα ανταμείβεται για την υπομονή της με την αγάπη και τα φιλιά του Νταλί.
Μοιάζει παράδοξο, όμως, το πρώτο τοπ μόντελ της ιστορίας δε φαίνεται να τρέφει ιδιαίτερη εκτίμηση στη μόδα. Δεν εμπνέεται από couture δημιουργίες, έχει πιο περίπλοκες επιθυμίες και αναζητήσεις. «Σιχαίνομαι όλο αυτό το σικ λουκ, τύπου Dior και St Laurent. Μπορεί να δείχνει όμορφο, όμως, δε με αγγίζει», δηλώνει το 1968 στο περιοδικό «Nova». Στις αρχές του ’70, η ζωή της είναι φρενήρης. Κινείται ανάμεσα σε Ιταλία και Νέα Υόρκη, έχει βουτήξει ολόψυχα στην ψυχεδέλεια των καιρών, τα φλας την κυνηγούν. Το φιζίκ της, τα μεγάλα χέρια και πόδια της, η προτίμησή της στα body paintings που αναπαριστούν αντρικά κοστούμια (σαν αυτό που χρησιμοποίησαν οι Suede στο εξώφυλλο του ντεμπούτο single «The Drowners») πυροδοτούν φήμες ότι έχει γεννηθεί άντρας.
Η δημοσιότητα αρχίζει να γίνεται αποπνικτική, η ασφυξία από τις απαιτήσεις του συστήματος των fashionistas σχεδόν απτή. «Βαρέθηκα να βάφω το σώμα μου και να μεταμορφώνομαι σε κάποιο ζώο. Μια μέρα ένιωσα άψυχη σαν πέτρα. Είχα κατάθλιψη και βγήκα στο μπαλκόνι μου στη Ρώμη. Ήθελα να εξαφανιστώ, να γίνω ένα από τα πλακάκια του μπαλκονιού. Ξάπλωσα μπροστά σε έναν καθρέφτη και ζωγράφισα στο δέρμα μου τα πλακάκια», αφηγείται στο ντοκιμαντέρ «Veruschka (My) a Displayed Body» του Πολ Μόρισεϊ.
Η αντίθεσή της στη συμβουλή της νέας διευθύντριας της «Vogue», Γκρέις Μιραμπέλα, να κόψει τα μαλλιά της, ώστε η αναγνώστρια του μέσου όρου να μπορεί να ταυτιστεί συναισθηματικά και αισθητικά μαζί της, είναι μάλλον μόνο η αφορμή που η Veruschka ψάχνει για να εγκαταλείψει το μόντελινγκ. Υπάρχουν πιο ουσιαστικά πράγματα από το μήκος της κόμης της που την προβληματίζουν και πρέπει να ειπωθούν.
Με μια κίνηση καλλιτεχνικού ακτιβισμού, η γυναίκα-αίνιγμα αποσύρεται από τα εγκόσμια του γκλαμ. Διαθέτει το σώμα της αυστηρά στην υπηρεσία της τέχνης, βρίσκει τον εαυτό της σε μια καλλιτεχνική παραγωγή μεγάλης γκάμας (από φωτογραφίες μέχρι ταινίες μικρού μήκους). Η εποχή δεν είναι επαρκώς φωτισμένη για να εκτιμήσει την «ανορθόδοξη» συμπεριφορά της και την ξεχνά.
Το 1995, όταν ο Lagerfeld την επαναφέρει στο fashion προσκήνιο, έχει περάσει στη σφαίρα του καλτ θρύλου. Στην πασαρέλα η Veruschka φορά δημιουργίες της αντρικής του κολεξιόν. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας, διατηρεί μια επιλεκτική και πάντα «καλλιτεχνίζουσα» επαφή με το σύμπαν της μόδας. Η συνεργασία της με τον Helmut Lang και τον Paco Rabanne, με στόχο «να ερευνηθούν από στοιχεία του αστικού περιβάλλοντος και άγρια ζώα μέχρι πρόεδροι χωρών και σταρ του σινεμά», καταλήγει σε μάλλον υπερεγκεφαλικά αποτελέσματα, ενώ, το 2003, στην πασαρέλα του γαλλικού οίκου Celine επιλέγει να περπατήσει υπό τους ήχους σιτάρ.
Σήμερα, παραμένει όμορφη, παρά τα εξηνταφεύγα της χρόνια. Ζει την μποέμικη ζωή της στο Μπρούκλιν, μαζί με τον εραστή της, το μουσικό Μίσα Βάσκε. Καπνίζει, έχει μακριά μαλλιά, άβαφο πρόσωπο, χίπικο και «ακατέργαστο» στιλ. Οι στιλίστες ακόμα εμπνέονται και κοπιάρουν την εικόνα της στα 60s, στην αγορά κυκλοφορούν από κραγιόν μέχρι μπουτίκ με το όνομά της, όμως, εκείνη απέχει συνειδητά από το γκλαμ. «Έχω τα δικά μου δράματα και τη δική μου λάμψη. Άλλωστε, όσο υπάρχω εγώ, το γκλαμ δε φεύγει».