Ο ταλαντούχος και αξιαγάπητος Azzedine Alaïa
Διαβάζουμε τη ζωή μιας εξαιρετικής προσωπικότητας της μόδας
Azzedine Alaïa: Άγνωστες και λιγότερο γνωστές ιστορίες της ζωής του τυνήσιου σχεδιαστή που κατέκτησε το Παρίσι και τον κόσμο όλο.
Το όνομά του ανήκει πλέον στη σφαίρα της αιωνιότητας, η ιστορία της μόδας θα τον θυμάται ως έναν πρωτοπόρο μόδιστρο, οι φίλοι του ως έναν εξαίσιο άνθρωπο. Μέχρι το 2017 που πέθανε, ο μικροσκοπικός Azzedine Alaïa δεν είχε ανάγκη ούτε από αναγνώριση ούτε από φανφάρες. Αν και θαυμάστηκε στα όρια της λατρείας.
Δεν έζησε αποστειρωμένα, δεν έφτιαξε «ανούσια μόδα». Μέλημά του ήταν να γδύσει τη ζωή από τα κουρέλια της μιζέριας και να την ξαναντύσει με αγάπη, γνώση και ομορφιά. Όμως τις παραμέτρους του δημιουργικού του μεγαλείου θα τις αναλύσουν οι ειδικοί.
Αυτό που έχει ενδιαφέρον για εμάς τους κοινούς θνητούς είναι η ίδια η ζωή του. Έκανε τα πάντα με τον τρόπο του. Και τα έκανε καλά. Γιατί είδε τη ζωή σαν παιχνίδι και σαν όχημα γνώσης.
Συλλέξαμε μερικές άγνωστες ή λιγότερο γνωστές πτυχές της πορείας και της προσωπικότητάς του, που αποδεικνύουν πως ήταν ένας one of kind άνθρωπος.
Ο Azzedine Alaïa γεννήθηκε στην Τυνησία γύρω στο ’40. Είπε ψέματα για την ηλικία του για να φοιτήσει στην École des Beaux-Arts (γλυπτική) στην Τύνιδα και έκτοτε κανείς δεν γνώριζε πόσο χρονών ήταν. «Προσπάθησα σκληρά και ξέχασα την ηλικία μου» απαντούσε στις ανάλογες ερωτήσεις. Όταν πέθανε, το 2017, οι New York Times έγραψαν πως ήταν 82 χρονών.
Χόρευε μπροστά στους συμμαθητές του, οι οποίοι τον αντάμειβαν με μολύβια. Με μολύβια πληρωνόταν και από μια μαία της γειτονιάς του, στο σπίτι της οποίας διανυκτέρευε δύο βράδια την εβδομάδα για να τη βοηθά στους τοκετούς. Εκεί ήρθε σε επαφή με το θαύμα της ζωής αλλά και τη μόδα. Η κυρία Πινό, όπως ονομαζόταν η μαία, και ο γιατρός σύζυγός της αγαπούσαν την τέχνη. Στο σπίτι τους υπήρχαν κατάλογοι εκθέσεων, περιοδικά μόδας αλλά και κατάλογοι μεγάλων γαλλικών καταστημάτων, όπως τα Le Bon Marché και La Samaritaine. Μετά τη δουλειά, η κυρία Πινό καθόταν δίπλα στον μικρό Azzedine και παράγγελνε ρούχα. Όταν κατέφθαναν τα κουτιά, τα άνοιγαν μαζί. «Ήμουν τόσο χαρούμενος. Θυμάμαι τα βαμβακερά καλοκαιρινά φορέματα, τα λευκά γάντια και τα παπούτσια», έλεγε στις συνεντεύξεις του.
Μια μέρα, όντας έφηβος, περνώντας μπροστά από μια βιτρίνα, είδε την αγγελία μιας μοδίστρας που ζητούσε βοηθό και πλήρωνε 5 φράγκα το κομμάτι. Μέσω της συγκεκριμένης μοδίστρας γνώρισε όλη την καλή αστική κοινωνία της Τύνιδας, με τις κυρίες να του ζητούν να αντιγράψει σχέδια της παρισινής υψηλής ραπτικής. Έτσι ήρθε σε επαφή με την τέχνη του Dior, του Balmain και του Balenciaga, ο οποίος και του κίνησε ιδιαίτερα το ενδιαφέρον.
Έγινε μόδιστρος σε 5 μέρες. Φτάνοντας στο Παρίσι, το 1957, βρήκε δουλειά στον οίκο Dior. Το μόνο που έκανε ήταν να κοιτάζει πώς δουλεύει ο Christian Dior. Απολύθηκε σε πέντε μέρες.
Μότο του ήταν «ζω μόνο για τη δουλειά μου», και δεν εννοούσε μόνο τη μόδα. Όποια και αν ήταν η δουλειά του, την έκανε με κέφι. Το 1960 έβγαζε τα προς το ζην ως οικιακός βοηθός. Μέσω γνωστών βρήκε δουλειά σε μια κοντέσσα. Της μαγείρευε τυνησιακά φαγητά και φρόντιζε τα παιδιά της. Το έκανε με ενθουσιασμό. Μέσω της κοντέσας γνώρισε τη Σεσίλ ντε Ροτσίλντ και τη φίλη της Γκρέτα Γκάρμπο. Η Γκάρμπο του παράγγειλε ένα παλτό. «Ήταν η φαντασίωση όλων και στεκόταν μπροστά μου». Όταν το oversized παλτό -«μεγάλο, πιο μεγάλο, το μεγαλύτερο»- ολοκληρώθηκε η ηθοποιός τον ευχαρίστησε με γλυκά λόγια και είπε ότι είχε «ωραία, όμορφα μάτια».
Ξεκίνησε το δικό του label στα τέλη του ’70, στο διαμέρισμά του στη Rue de Bellechasse, και λάνσαρε την πρώτη ready-to-wear συλλογή του το 1980. Στα 50 χρόνια καριέρας έντυσε από την Γκρέτα Γκάρμπο μέχρι τη Lady Gaga. Ήταν αφοσιωμένος στην «ιδέα γυναίκα». Στόχος του να αναδεικνύει τη θηλυκότητα, την ιερότητα και τον αισθησιασμό.
Τη δεκαετία του ’80 επινόησε το «dress to kill» και επικέντρωσε το ενδιαφέρον του στα μοντέλα. Δούλευαν για αυτόν φορώντας τα ρούχα του κι εκείνος τις αντιμετώπιζε σαν κόρες του. Η Ναόμι Κάμπελ τον φώναζε Papa, «μπαμπά». Αναφέρει η ίδια: «Τον γνώρισα και αυτό ήταν. Τηλεφώνησε στη μητέρα μου και της είπε πως πρέπει να ζήσω μαζί του. Της είπε πως δεν έπρεπε να μένω μόνη μου στο Παρίσι στην ηλικία των 16 χρονών. Της είπε πως έπρεπε κάποιος να με προστατεύσει και θα το έκανε εκείνος. Ήταν ένα αξιογάπητο πρότυπο πατέρα». Η γαζέλα συνεχίζει. «Συνήθιζα τα βράδια να το σκάω με την Γκρέις Τζόουνς και την Ιμάν. Έβαζα τα πράγματά μου δίπλα στην πόρτα, όμως πάντα τα σκυλιά θα γάβγιζαν όταν έφευγα. Οπότε κι εκείνος ξυπνούσε και καταλάβαινε πως δεν ήμουν σπίτι. Τον έπαιρναν τηλέφωνο και του έλεγαν “η κόρη σου είναι εδώ”. Και κατέφθανε. Και με κοίταζε και, αν είχα βάλει κάτι λάθος στο outfit, μου το διόρθωνε και μετά έλεγε: “Τώρα γυρίζεις σπίτι”. Κι εγώ έλεγα “Όχι! Σε παρακαλώ, μπαμπά, μπορώ να μείνω;” Θυμάμαι μια φορά θα έβγαινε ο Prince για live, αλλά εκείνος ανένδοτος, “Όχι. Σπίτι”. Μια φορά έπεσα από τις σκάλες. Δεν υπήρχε πάγος στο σπίτι, είχαμε ξεμείνει. Αλλά υπήρχε ένα παγωμένο μπούτι αρνιού. Θυμάμαι πως μου το έβαλε στο κεφάλι. Ο Papa, αν είχε ένα τελευταίο αυγό, ένα τελευταίο κομμάτι ψωμί, σου το έδινε. Για μένα είναι οικογένεια με όλη τη σημασία της λέξης».
«Δεν θα σου διδάξω μόδα, αλλά θα σου διδάξω ζωή» έλεγε στους βοηθούς και στους μαθητευόμενούς του. Πίστευε πως για να κατανοήσεις τη μόδα έπρεπε πρώτα να καταλάβεις πως προηγείται η ζωή, και πως ένα ρούχο είναι κομμάτι της ζωής, άρα μπορεί να την κάνει εύκολη ή δύσκολη. Στα διαλείμματα μιλούσε μαζί τους, τηλεφωνούσε στις οικογένειές τους, ενώ μερικές φορές έβαζε Beyoncé ή Shakira και χόρευε.
Του άρεσε να μαγειρεύει και να παραθέτει πολύωρα συμπόσια. Είχε μια τεράστια κουζίνα μέσα στο ατελιέ του στη Rue de la Verrerie, στο Μαρέ, έναν ζεστό και φιλικό πολύβουο χώρο. Εκεί ετοίμαζε τυνησιακά γεύματα, «μαμαδίστικα», για το προσωπικό, που ήταν η οικογένειά του, και τους φίλους του. Τα δείπνα του στο μεγάλο γυάλινο τραπέζι υπήρξαν θρυλικά, τόσο γιατί τα φαγητά του ήταν νοστιμότατα όσο και γιατί οι συνδαιτυμόνες του ήταν υπέροχοι. Υπήρξε υποδειγματικός οικοδεσπότης που φρόντιζε ώστε όλοι να τρώνε και να περνάνε καλά. Καλεσμένοι του ήταν καλλιτέχνες, πολιτικοί, επιμελητές εκθέσεων, ντοκιμαντερίστες, εκδότες, δημοσιογράφοι μόδας. Ποτέ δεν ήξερες ποιον θα συναντήσεις σε ένα σουαρέ του Alaïa, στον οποίο άρεσε να γνωρίζει ανθρώπους. Μια πρόσκληση στο στούντιό του ήταν ένα διαβατήριο για την κρεμ ντε λα κρεμ του παγκόσμιου καλλιτεχνικού γίγνεσθαι.
Μάθαινε πάντα. Έλεγε: «Είμαι πάντα περίεργος. Όταν ξυπνάω το πρωί, βουρτσίζω τα δόντια μου και μετά σκέφτομαι: ποιον θα συναντήσω σήμερα, ποιους νέους ανθρώπους, τι θα μάθω; Γιατί είμαι πάντα σε μαθητεία. Οι φίλοι μου είναι πολύ σημαντικοί για μένα. Όταν αγαπώ τους φίλους μου, τους αγαπώ με την πιο βαθιά αγάπη. Είμαι αρκετά τυχερός, γιατί έχω πραγματικές φιλίες, ενώ έρχονται και καινούργοι φίλοι. Μαθαίνω από όλους αυτούς».
Το ατελιέ του ήταν γεμάτο καρφίτσες. Επίμονος και λεπτολόγος, δούλευε ο ίδιος με αυτές ώστε να εξασφαλίσει την τέλεια εφαρμογή στα σώματα. Ήταν το πιο πολύτιμο εργαλείο του. Αν η σιωπή ήταν αυτό που απαιτούσε ο Cristóbal Balenciaga για να δημιουργεί απερίσπαστος, για τον Azzedine Alaïa ήταν ο θόρυβος και το χάος. Ο Alaïa έδινε τη δική του ερμηνεία: «Μεγάλωσα με τη γιαγιά μου, η οποία δούλευε διαρκώς. Δεν ήμουν ποτέ μόνος. Κάθε μέρα υπήρχαν 15 άτομα στο σπίτι, η θεία μου, τα ξαδέρφια μου… Όλοι έρχονταν στο σπίτι της γιαγιάς επειδή ζούσε στο κέντρο της πόλης. Όλοι περνούσαν για το μεσημεριανό. Με τη γιαγιά μου, η πόρτα δεν ήταν ποτέ κλειστή. Ίσως οφείλεται σε αυτό».
Για τον τρόπο δουλειάς του έλεγε: «Έχω μία καλή ιδέα τον χρόνο και την ακολουθώ. Είμαι σαν ένας καουμπόης και προσπαθώ να την πιάσω με το λάσο μου». Θα μείνει στην ιστορία της ραπτικής ως ένας εξαιρετικός «εφευρέτης». Ολόδικά του ήταν διάφορα ανά-, επαν- και λοιπά, που παραπέμπουν σε ξύλινη πολιτική γλώσσα, όμως στην περίπτωση του Alaïa ήταν ουσία. Κοινώς, εμπνεύσεις του ήταν η αναδιαμόρφωση του σώματος (reshaping), η αναδιάρθρωση των υφασμάτων, ο επαναπροσδιορισμός της αντίληψης μιας γυναίκας για τον εαυτό της, η επαναλειτουργία των πλεκτών ως fashion pieces. Ο Alaïa χρησιμοποίησε υλικά που κανείς δεν είχε σκεφτεί στο παρελθόν, πέρλες και μαργαριτάρια, λέπια ψαριών, επεξεργασμένο δέρμα. Κάθε φορά που τον ρωτούσαν για τις εφευρέσεις ή τις επανεφευρέσεις του, απαντούσε: «Συνεργάζομαι με υπέροχους ανθρώπους». Η γενναιοδωρία και το team πνεύμα του ομολογούνται από όλους όσοι τον συνάντησαν. Ήταν large, στήριζε τους φίλους του, τους συμβούλευε, τους υποστήριζε κρυφά ή φανερά.
Ο Azzedine Alaïa ήταν «και ράφτης και σχεδιαστής», ένας μοναδικός συνδυασμός. Δημιουργούσε ready-to-wear ρούχα με την ιδεολογία όμως της haute couture. Δικά του μέινστριμ κομμάτια μπορούσες να τα αποκτήσεις από ένα κατάστημα, όμως ήταν σαν να είχαν δημιουργηθεί για το συγκεκριμένο δικό σου γυναικείο σώμα. Από την άλλη, ήταν ένας από τους λίγους σχεδιαστές που μπορούσε να οραματιστεί ένα κομμάτι, να κόψει το ύφασμα και να ράψει το ρούχο από την αρχή ώς το τέλος. «Ακόμα κι εγώ σοκάρομαι με τις τιμές της υψηλής ραπτικής μου. Η Καρολίν (βοηθός του) κάνει τους υπολογισμούς κι εγώ της λέω “είσαι τρελή!”. Κι εκείνη λέει, “είναι ο χρόνος σου, είναι τα υλικά”. Οι γυναίκες έρχονται στο ατελιέ για να τις φροντίσουν. Όταν ένας πελάτης παραγγέλνει ένα φόρεμα couture, πρέπει να κάνουμε κάτι σπέσιαλ. Αυτό είναι το φυσιολογικό. Δεν κάνω χάρη σε κανέναν. Είναι ο τρόπος που δουλεύω εγώ. Πρέπει να δω τα πάντα, από την πρώτη πρόβα. Πρέπει να τσεκάρω πράγματα και να φτιάξω πράγματα».
Ήταν ένας παγκόσμιος σχεδιαστής με βαθιά γνώση της ιστορίας του κόσμου. Στην τέχνη του υπάρχουν αναφορές σε όλους τους πολιτισμούς. Ήταν σε διαρκή διάλογο με τον πυρήνα του γαλλικού πολιτισμού, την ισπανική ζωγραφική, την πατρίδα του την Τυνησία και τους Μασάι που τους γνώρισε εκ του σύνεγγυς, την υπερσύγχρονη ιαπωνική τεχνολογία, το Χόλιγουντ. Μιλούσε μόνο γαλλικά, γιατί δεν ήθελε να κάνει λάθη χρησιμοποιώντας μια γλώσσα που δεν κατείχε καλά. Μιλούσε όμως άπταιστα τη γλώσσα του σώματος.
Αγαπούσε τα σκυλιά. Πριν πεθάνει είχε έναν σκύλο Αγίου Βερνάρδου με το όνομα Didine, με τον οποίο κοιμόταν στο ίδιο κρεβάτι. Όμως επειδή ήταν σκύλος «χιονιού» ζεσταινόταν και εγκατέλειπε συχνά την κλίνη. Ο Didine ήταν πιο μεγαλόσωμος από τον «μπαμπά» του.
Ήταν ένας «αντικαθεστωτικός» της μόδας. Δεν συμμετείχε στις εξαμηνιαίες παρουσιάσεις συλλογών, αποσύρθηκε από διάφορα επίσημα σόου δηλώνοντας πως δεν ήταν έτοιμος, έπαιζε πάντα με τους δικούς του κανόνες και τους δικούς του χρόνους. «Ζω με βάση το κλίμα. Είμαι σαν φρούτο. Όταν είμαι έτοιμος, είμαι έτοιμος. Δεν υπάρχουν κανόνες, είναι ο τρόπος της ζωής», έλεγε. Το 2009 επτά μοντέλα, συμπεριλαμβανομένης και της Ναόμι Κάμπελ, επρόκειτο να φορέσουν ρούχα του στα εγκαίνια της έκθεσης «Το Μοντέλο ως Μούσα», που φιλοξενούνταν στο Metropolitan Museum of Art’s Costume Institute. Όμως όταν ο Alaïa έμαθε πως δεν θα παρουσιαζόταν η δουλειά ενός φίλου του φωτογράφου, αποσύρθηκε και ο ίδιος από το χάπενινγκ των εγκαινίων κατηγορώντας για όλα την Αν Γουίντουρ. Τελικά και η Ναόμι Κάμπελ μποϊκόταρε το event. «Δεν θα λάβω μέρος σε κάτι ή με κάποιους που δεν δείχνουν σεβασμό στον papa», δήλωνε.
Ήταν ο πρώτος σχεδιαστής που έκανε έκθεση στη Βίλα Μποργκέζε της Ρώμης. Ο πρώτος που αναμετρήθηκε με την τέχνη της Αναγέννησης και τον Καραβάτζιο. Στο τέλος των σόου του συνήθως έκανε υπόκλιση φορώντας μαύρη κινέζικη «στολή ύπνου» και παντόφλες, «στολή εργασίας» δηλαδή.
Το 2011 υπήρξε η φήμη ότι απέρριψε πρόταση του Dior να αναλάβει την καλλιτεχνική διεύθυνση μετά την αποχώρηση του Galliano. Λίγο αργότερα σε συνέντευξή του ο Alaïa δήλωνε πως οι προσδοκίες της βιομηχανίας της μόδας από τους σχεδιαστές ήταν πλέον «απάνθρωπες». Όσοι είχαν γνωρίσει το σύμπαν του, τον ίδιο, την εταιρεία του, τις φιλίες και την αφοσίωσή του, τα ρούχα του (φτιαγμένα όχι μόνο για μοντελικά κορμιά), γνώριζαν τον ανθρωποκεντρισμό του και καταλάβαιναν πολύ καλά για ποιο πράγμα μιλούσε.
Πίστευε πως η καλλιτεχνική έκφραση είναι μια παγκόσμια γλώσσα που διαχέεται σε πολλούς τομείς: τέχνη, μόδα, χορός, τεχνολογία. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι το 2013 παρέθεσε γεύμα για να γιορτάσει τη νέα βερσιόν του Apple Watch, με την παρουσία της Σάλμα Χάγιεκ και της Ρόζι ντε Πάλμα και χορευτές να χορεύουν φλαμένκο.