«Ράβε-Ξήλωνε»: Η τέχνη της χειροποίητης μόδας
Mεταποίηση-Eπαναχρησιμοποίηση. Το 2020 ήταν η χρονιά των παλιών ρούχων, που ξεπερνούν το 38% της παγκόσμιας ένδυσης
Μήπως να βγάλτε τις μεζούρες και τα ψαλίδια και να κάνετε μια έφοδο στην ντουλάπα της μαμάς ή της θείας σας, για να ξαναδώσετε ζωή στα παλιά ρούχα;
«Το 1911 είχα την ιδέα να φτιάξω για τον γιο μου, που μόλις είχε γεννηθεί, μια κουβέρτα μονταρισμένη από τετράγωνα κομματάκια διαφορετικών υφασμάτων, όπως εκείνες που είχα δει στα σπίτια των Ρώσων χωρικών. Όταν την τελείωσα, μου φάνηκε ότι η σύνθεση θύμιζε κυβιστική επινόηση· έκτοτε προσπάθησα να εφαρμόσω την ίδια τεχνική σε ρούχα και άλλα αντικείμενα»: Σόνια Ντελονέ.
To 1910 αφίχθη στα καλλιτεχνικά σαλόνια της παρισινής αβανγκάρντ η Ουκρανή ζωγράφος Σόνια Τερκ, η οποία μετά τον γάμο της με τον πρωτοπόρο της abstract ζωγραφικής Ρομπέρ Ντελονέ, έγινε γνωστή ως Σόνια Ντελονέ.
Μεγαλωμένη σε εύπορη οικογένεια της Αγίας Πετρούπολης, ήρθε νωρίς σε επαφή με τη ρωσική ιντελιγκέντσια, σπούδασε, ταξίδεψε, και έφτασε στο Παρίσι ακριβώς έναν χρόνο μετά την έκθεση των Φωβ (Fauvist Exhibition), αυτή την έξαλλη έκρηξη χρωμάτων πάνω στους καμβάδες που είχαν φέρει στο Φθινοπωρινό Σαλόνι του 1909 ζωγράφοι όπως ο Ανρί Ματίς, ο Μορίς Ντε Βλαμένκ και ο Αντρέ Ντερέν.
Η Σόνια Ντελονέ ανέμειξε στοιχεία της Παρισινής Πρωτοπορίας με φολκλορικές τεχνικές της πατρίδας της -όπως παραδοσιακές βελονιές, απλικέ κεντήματα και κολάζ από υφάσματα διαφορετικών υφών και χρωμάτων- δημιουργώντας μια δική της τάση τόσο στη ζωγραφική όσο και στο σχέδιο μόδας· το περίφημο «Simultaneous dress» (1921), ένα ρούχο-κολάζ στην επιφάνεια του οποίου αντιπαρέθεσε γεωμετρικά σχήματα και στίχους ποιημάτων του Τριστάν Τζαρά και του Φιλίπ Σουπώ, ήταν ένας φορέσιμος ύμνος στο κίνημα Dada. Η Σόνια Ντελονέ, με την ιδιαίτερη τεχνική της την οποία μετέτρεψε σε τέχνη, ήταν η καλλιτέχνης που έκανε τις πρωτοπόρες γυναίκες του Παρισιού να κυκλοφορούν σαν μοντέρνοι πίνακες εν κινήσει.
Βεβαίως η τεχνική του «ράβε- ξήλωνε» δεν ήταν άγνωστη, αν και όχι ως έκφραση της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας. Οι γυναίκες πάντα, σε όλες τις εποχές, είχαν τον τρόπο να ξαναχρησιμοποιούν και να μεταποιούν τα μεταχειρισμένα ρούχα, ανάλογα με τις ανάγκες τους. Μια βελόνα και κλωστή, ένα ψαλίδι, ίσως μια ραπτομηχανή και οπωσδήποτε μπόλικη φαντασία, ήταν αρκετά για να μεγαλώσουν γενιές και γενιές παιδιών από τα αποφόρια των μεγαλύτερων. Στους δύσκολους καιρούς, πάντα έβγαιναν απ’ το συρτάρι τα σύνεργα της ραπτικής. Αλλά και ποιος δεν έχει να θυμάται μια γιαγιά να ξηλώνει πλεκτά για να φτιάξει κάτι καινούργιο (και να της κρατάει το μαλλί για να το τυλίξει σε κουβάρι) ή να κόβει ολημερίς κουρελάκια για να φτιάξει μια χρωματιστή κουρελού;
Η τεχνική του «ράβε – ξήλωνε», αγγλιστί «Do and Mend», καθιερώθηκε ως ζωτικής σημασίας δεξιότητα στη Βρετανία (και όχι μόνο) κατά την περίοδο του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Η βρετανική κυβέρνηση επέβαλε μια σειρά από οικονομικούς περιορισμούς καθώς και την ορθολογιστική διανομή υλικών προς τους πολίτες, προκειμένου να ενισχύσει την πολεμική της δύναμη: Τα αποθέματα σε μετάξι και νάιλον διατέθηκαν εξ ολοκλήρου στην αεροπορία για την κατασκευή αλεξίπτωτων, τα φυσικά υφάσματα κατασχέθηκαν, το δέρμα περιορίστηκε και οι κατασκευαστές επικεντρώθηκαν στην εξεύρεση άλλων ινών για τα ενδύματα και τα υποδήματα. Η ποσότητα των υλικών για κάθε ρούχο ήταν συγκεκριμένη.
Ο περιορισμός στη χρήση υφασμάτων οδήγησε σε ένα σύστημα διανομής κουπονιών: Όλοι οι ενήλικοι πολίτες λάμβαναν 66 κουπόνια ενδυμάτων ανά έτος, ποσό που σταδιακά μειώθηκε στο ήμισυ. Επρόκειτο για αυστηρότατη περικοπή στην ένδυση, αφού ένα ζευγάρι κάλτσες κόστιζε περίπου δυο κουπόνια. Το Βρετανικό Υπουργείο Πληροφοριών έβγαλε στην κυκλοφορία το φυλλάδιο «Make Do and Mend», το οποίο έδινε στις γυναίκες χρηστικές συμβουλές προκειμένου να παραμείνουν συγχρόνως λιτές και κομψές, στην περίοδο της σκληρής πολεμικής λιτότητας. Επιδιορθώσεις, μεταποιήσεις, τσόντες και μπαλώματα έγιναν απαραίτητες τεχνικές σε κάθε σπίτι.
Οι αναγνώστες ενθαρρύνονταν να δημιουργούν «διακοσμητικά κομμάτια» για να καλύπτουν τις τρύπες στα ρούχα, να ξηλώνουν παλιά πλεκτά και να φτιάχνουν ζεστά κασκόλ και κάλτσες, να μεταποιούν τα κοστούμια των ανδρών που ήταν στο Μέτωπο σε παιδικά ρούχα. Οι γυναίκες, κόντρα στις αντιξοότητες, εφεύρισκαν τις δικές τους εναλλακτικές λύσεις: έραβαν φουστάνια από κουρτίνες, πανωφόρια από κουβέρτες, διακοσμούσαν τα παπούτσια τους με σελοφάν και άλλα είδη οικιακής χρήσης και έβαφαν τα πόδια τους με τσάι ή κακάο ζωγραφίζοντας κατά μήκος της γάμπας μια γραμμή, σαν ραφή σε μεταξωτές κάλτσες.
Η βρετανική Vogue παρότρυνε τον πατριωτισμό των αναγνωστριών της με συμβουλές για μεταποιήσεις, τις οποίες ανακήρυξε ως τη νέα «Do and Mend» μόδα του πολέμου: Τις συμβούλευε να ράβουν κορδέλες διαφορετικών χρωμάτων ανάμεσα στις πιέτες της φούστας ώστε να ταιριάζουν με πολλές μπλούζες, να στολίζουν τα μαύρα φορέματα με εμπριμέ τσέπες και να χρησιμοποιούν λευκούς γιακάδες και μανσέτες ώστε να εξοικονομούν ύφασμα. Αν και η μόδα είχε φαινομενικά καταργηθεί, στην ουσία ένας νέος -υποχρεωτικός- μινιμαλισμός, μετασχημάτισε τη γραμμή της. Οι πιέτες και οι τσέπες καταργήθηκαν, το στρίφωμα στα σακάκια, τις φούστες και τα παντελόνια ανέβηκε, τα φερμουάρ, τα κουμπιά και οι διακοσμήσεις περιορίστηκαν στο ελάχιστο.
Τα καπέλα ήταν σταθερά στη μόδα, αλλά οι πολυτελείς κατασκευές των περασμένων χρόνων αντικαταστάθηκαν από απλά σχέδια όπως ο μπερές (που έγινε σύμβολο της γαλλικής αντίστασης), το φιλέ μαλλιών που αγκάλιαζε τους χαμηλούς κότσους, το εξαιρετικά δημοφιλές τουρμπάνι που κατασκεύαζαν από τα τελειώματα των κουρτινών και οι μπαντάνες -τρίγωνα μαντήλια από χρωματιστό ύφασμα που έδεναν γύρω από το κεφάλι οι πρώτοι άποικοι της Αμερικής για να προστατευτούν από τη σκόνη- και φορούσαν πλέον τα κορίτσια των πολεμικών εργοστασίων μαζί με τις ολόσωμες, εργατικές φόρμες τους.
Το λαμπερό στιλ των σταρ του Χόλιγουντ του ’30 αντιμετωπιζόταν πλέον ως κραυγαλέο, αντιπατριωτικό και κακόγουστο. Το 1941 η Vogue προειδοποιούσε: «Στο εξής θα έχετε λιγότερα ρούχα, επειδή δεν έχετε τον χρόνο, το χρήμα ή τα κουπόνια για να φορτώσετε τη ζωή σας με μη αναγκαία πράγματα. Θα φοράτε πιο απλά ρούχα, επειδή σε αυτούς τους καιρούς οτιδήποτε περίτεχνο δείχνει γελοίο». Η μόδα, στους δύσκολους καιρούς, έδινε πάντα ένα χεράκι στον αγώνα της επιβίωσης.
Αντικαταναλωτική και κοινωνικά επιθετική ήταν η χειροποίητη DIY (Do It Yourself) μόδα που έφερε μαζί του το punk κίνημα, στα μέσα της δεκαετίας του ’70 στο Λονδίνο· ένα στιλιστικό αντάρτικο πόλης ενάντια στο Κατεστημένο, μέσω εξωφρενικών σλόγκαν πάνω σε T-shirts και ρούχων τόσο κουρελιασμένων και άσχημων που έφτυναν κυριολεκτικά το μήνυμά τους στα μούτρα μιας κοινωνίας αναλγησίας, ανεργίας και φτώχιας.
Η κραυγή «I wanna destroy» που ξεπήδησε από τις εργατικές πολυκατοικίες βρήκε τον ρυθμό της στους ήχους παραμορφωμένων κιθάρων, ντύθηκε με φθαρμένα, ψαλιδισμένα ρούχα, στολίστηκε με παραμάνες, ξυράφια και καρφιά και εξαπολύθηκε αφηνιασμένη στους δρόμους του δυστοπικού της μέλλοντος· ενός μέλλοντος που το είχε εντελώς γραμμένο στα πιο λασπωμένα Doc Martens της: There is No Future.
Το στιλ πανκ ήταν κυρίως μια λερωμένη, χειροποίητη μόδα· ρούχα από παλιατζίδικα ξηλωμένα και ψαλιδισμένα, με ζωγραφισμένα συνθήματα από σπρέι και μαρκαδόρους, σχισμένα και ξαναενωμένα με παραμάνες, που μαζί με κομμάτια από καρό υφάσματα, στολές παραλλαγής, ακόμα και πλαστικές σακούλες σκουπιδιών, έφτιαχναν νέες, αλλόκοτες αμφιέσεις. Από το Λονδίνο ως τη Νέα Υόρκη, από τους Sex Pistols ως τους New York Dolls και τους ανά τον κόσμο ακολούθους τους, όλοι έκοβαν κι έραβαν τα δικά τους, αυθεντικά ρούχα που δεν είχαν πουθενά αντίγραφο. Η μοναδικότητα ήταν άλλο ένα στοιχείο της χειροποίητης μόδας του πανκ κινήματος. Λέγεται ότι το πανκ πέθανε όταν οι κομψές μπουτίκ του Λονδίνου έβαλαν στις βιτρίνες τους σκισμένα μακό στην τιμή των σαράντα λιρών. Αλλά αυτή ήταν η δουλειά της μόδας: να αντιγράφει το αυθεντικό στιλ του δρόμου, να του βάζει ετικέτα και να το εκθέτει -πανάκριβο πλέον- στις μοντέρνες βιτρίνες.
Ο αιώνας άλλαξε, οι μόδες ήρθαν και παρήλθαν, η τέχνη πέρασε από σαράντα κύματα, οι πόλεμοι και τα κινήματα έκαναν τους κύκλους τους και η βιομηχανία της μόδας έγινε από τις πιο ρυπογόνες του πλανήτη. Η κλιματική αλλαγή και η παγκόσμια οικονομική κρίση καθόρισαν και εξακολουθούν να καθορίζουν τα δεδομένα του νέου αιώνα. Η πανδημία covid, που (σημειολογικά;) ξεκίνησε στην Ευρώπη από την Εβδομάδα Μόδας του Μιλάνου, ήρθε κι έκατσε σαν κερασάκι στην τούρτα. Η βιωσιμότητα των φυσικών πόρων, η βιοηθική, ο μονόδρομος της ανακύκλωσης και της επαναχρησιμοποίησης, δείχνει να είναι τα νέα επείγοντα ζητήματα που προβάλλουν στην οθόνη του άμεσου μέλλοντός μας – αν θέλουμε να έχουμε μέλλον.
Στη Βρετανία ήδη κυκλοφόρησε επικαιροποιημένη ανατύπωση του φυλλαδίου «Make Do and Mend» ως βοήθημα για την οικονομική κρίση, προσφέροντας παρόμοιες συμβουλές για ανακατασκευές και μεταποιήσεις με εκείνες του 1940, προσαρμοσμένες στη σημερινή οικογένεια.
Η δεύτερη δεκαετία του αιώνα μπήκε κομίζοντας μόνο μια σταθερά: Την αστάθεια. Η παγκόσμια πανδημία του covid, έφερε φόβο, ανεργία, κλείσιμο καταστημάτων, εγκλεισμό στο σπίτι, αδράνεια. Οι άνθρωποι δουλεύουν (όσοι δουλεύουν) από το σπίτι, δεν συναντιόνται, δεν διασκεδάζουν, δεν βγαίνουν για ψώνια, δεν ντύνονται. Μερικές φορές μετά βίας αποχωρίζονται την κουβέρτα τους, τις πιτζάμες και τις παντόφλες τους. Δύσκολοι καιροί για τη μόδα.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, πολλές γυναίκες έβγαλαν πάλι το κουτί της ραπτικής τους. Όχι μόνο επειδή είναι δύσκολοι καιροί, αλλά και για να περάσει η ώρα τους, μεταποιούν ρούχα, πλέκουν, κεντάνε, ζωγραφίζουν, καθώς η χειροτεχνία βοηθάει όχι μόνο τη βιωσιμότητα ως αίτημα των καιρών, αλλά κυρίως τη δημιουργική αυτοέκφραση.
Η νέα τάση της μόδας άλλωστε, όπως μας πληροφορεί και η Vogue, είναι τα ρούχα vintage (επαναχρησιμοποίηση), αλλά και οι patchwork κατασκευές, τις οποίες έχουν υιοθετήσει και πολλοί οίκοι υψηλής ραπτικής.
Το 2020 ήταν η χρονιά των παλιών ρούχων: μεταποιημένα, δεύτερο- χέρι, vintage, ξεπερνούν το 38% της παγκόσμιας ένδυσης. Σύγχρονες νύφες οργανώνουν γάμους «με κοινωνική απόσταση», φορώντας νυφικά από δεύτερο χέρι που αγοράζουν μέσω ίντερνετ ή δανείζονται από οικογενειακές ντουλάπες. Σχεδιαστές πανάκριβων τσαντών χρησιμοποιούν τα ρετάλια παλαιότερων σχεδίων για τις νέες συλλογές τους, η βιομηχανία Levi’s εγκαινιάζει καινούργιο ιστότοπο για την πώληση αποκλειστικά μεταχειρισμένων μπλουτζίν, ενώ ο ιταλικός οίκος υψηλής ραπτικής Miu Miu ετοιμάζει για την περίοδο των γιορτών κολεξιόν από 80 μεταποιημένα ρούχα και αξεσουάρ, όλα από αυθεντικές vintage κολεξιόν, από το ’30 ως το ’70, τα οποία θα παρουσιάσει στο νέο του ινσταγκραμικό περιοδικό Display Copy, που ασχολείται αποκλειστικά με ρούχα από δεύτερο χέρι και vintage fashion.
Χειμώνας, κρύο, κλεισούρα. Μήπως ήρθε η στιγμή να βγάλτε τις μεζούρες και τα ψαλίδια και να κάνετε μια έφοδο στην ντουλάπα της μαμάς ή της θείας σας;