Di Gaia: Τα ταξίδια της σχεδιάστριας Ελβίρας Παναγιωτοπούλου
Creative director της Callista Crafts, σχεδιάστρια του private label της Καλογήρου και του δικού της brand με εσπαντρίγιες και σανδάλια Di Gaïa.
Από τον οίκο Balmain, στους Dolce Gabbana, στην Calista και στο δικό της brand, Di Gaia. Το ταξίδι της σχεδιάστριας παπουτσιών Ελβίρας Παναγιωτοπούλου
Για την Ελβίρα Παναγιωτοπούλου τα ταξίδια δεν είναι αναψυχή, είναι αναπνοή. Είναι έμπνευση, είναι τρόπος ζωής και μέρος της δουλειάς της. Ταξιδεύει από πολύ μικρή αφού γεννήθηκε στην Ελλάδα και με την οικογένειά της πήγαν κατευθείαν στο Παρίσι. «Εκεί μεγάλωσα, εκεί πήγα σχολείο. Γυρίσαμε στην Ελλάδα και πήγα σε Γαλλοελληνικό σχολείο». Σπούδασε Communications & Marketing στο Deree. Το σχέδιο και η μόδα ήρθαν στη ζωή της αργότερα. «Όσο σπούδαζα, στα 20 μου, ξεκίνησα να φτιάχνω χειροποίητα κοσμήματα και σανδάλια. Κατάφερα να κάνω μια μικρή οικοτεχνία και σιγά σιγά άρχισα να έχω παραγγελίες από καταστήματα. Εξελισσόμουν κάθε χρόνο και έβλεπα πως υπήρχε ενδιαφέρον σ’ αυτό που έκανα, κάτι που αγαπούσα πολύ. Έστειλα τα χαρτιά μου και με δέχτηκαν απευθείας για Μάστερ στο Istituto Marangoni στο Μιλάνο». Τα χρόνια δουλειάς της στη μικρή οικοτεχνία, της άνοιξαν τον δρόμο.
Από το Μιλάνο στο Παρίσι
«Το Istituto Marangoni είναι ένα εκπληκτικό σχολείο. Μετά από αυτό, άνοιξαν πόρτες για μένα. Ήμουν μάλλον τυχερή μιας και έφυγα από Ελλάδα το 2007». Την ώρα που η Ελλάδα εισερχόταν στην οικονομική κρίση, εκείνη άνοιγε τα φτερά της στο σχέδιο μόδας και στις μητροπόλεις του κόσμου. Πηγαίνει στο Παρίσι για τρία χρόνια. «Η πρώτη μου δουλειά ήταν με τον Bruno Frisoni, ο οποίος ήταν τότε καλλιτεχνικός διευθυντής στη Roger Vivier. Ήμουν το δεξί του χέρι στο στούντιο μαζί με μια ακόμη κοπέλα. Μετά είχα μια πιο commercial εμπειρία σε μια μεγάλη γαλλική εταιρεία, την Group Vivarte, όπου έμαθα πολλά πράγματα για το fast fashion. Το δοκίμασα αλλά τελικά δεν μου άρεσε».
Επέστρεψε στην Ιταλία και γράφτηκε στη σχολή που είχε τότε ιδρύσει ο SergioRossi, στο χωριό San Mauro Pascoli, κοντά στο Ρίμινι. «Αισθανόμουν πως μου έλειπε το τεχνικό κομμάτι. Η Ιταλία έχει άπειρα μέρη με παράδοση στο χειροποίητο παπούτσι και την τσάντα. Κάθε περιοχή έχει και το δικό της δίκτυο. Το συγκεκριμένο μέρος είναι από τα πιο σημαντικά. Έχει βγάλει τεράστια brands όπως Sergio Rossi, Casadei, Giuseppe Zanotti. Εκεί είναι και τα εργοστάσιά τους. Έτσι, βρέθηκα στην καρδιά του παπουτσιού, του ακριβού παπουτσιού εξαιρετικής ποιότητας. Αν κάποιος δεν δει τη διαδικασία, πώς είναι το εργοστάσιο, πόσα βήματα χρειάζονται, από πόσα χέρια περνάνε, δεν καταλαβαίνει την αξία και την τιμή». Όταν ολοκλήρωσε το εννιάμηνο course, έκανε πρακτική στον Diego Dolcini. «Είναι πολύ γνωστός σχεδιαστής στην Ιταλία με δικό του brand. Τότε ήταν σύμβουλος σε διάφορους οίκους μόδας όπως Casadei και Emilio Pucci. Επειδή είχα ήδη προϋπηρεσία, με πήρε για δεξί του χέρι στο στούντιό του στη Μπολόνια. Εγώ ήμουν υπεύθυνη για το δικό του brand και για το Narciso Rodriguez -λειτουργούσαμε ως οι ενδιάμεσοι ανάμεσα στη Νέα Υόρκη και τα εργοστάσια στην Ιταλία.
Dolce Gabbana, Balmain σημειώσατε 2
«Μαζί με τον Diego Dolcini, που ήταν ο μέντοράς μου, πήγαμε στο Μιλάνο, και συνεργαστήκαμε με τον οίκο Madeleine Vionnet». Τότε, δέχτηκε πρόταση από τον Dolce&Gabbana ως σχεδιάστρια. «Όσο έκανα το course μου στη σχολή στο San Mauro Pascoli, μια εταιρεία head hunters μου είχε προτείνει να φτιάξω ένα project για τη Dolce&Gabbana. Δύο χρόνια μετά, το 2013, κι ενώ εγώ το είχα ξεχάσει καν πως το είχα κάνει, με πήραν τηλέφωνο και μου είπαν πως ο Domenico Dolce το είδε και έτσι με καλέσανε σε συνέντευξη. Λίγες μέρες μετά μου πρόσφεραν τη δουλειά. Ήταν το χειρότερο περιβάλλον που έχω δει. Δεν άρεσε καθόλου η άφιξή μου στην ομάδα που ήταν χρόνια εκεί. Οπότε το κλίμα ήταν πάρα πολύ κακό. Όταν δουλεύεις υπό τέτοιες συνθήκες δεν μπορείς να είσαι δημιουργικός. Δέκα μήνες άντεξα. Έτσι ξεκίνησα το Di Gaia, όταν παραιτήθηκα από εκεί».
Οι ιστορίες της ρέουν κι ενώ μιλάμε στο τηλέφωνο αισθάνομαι ότι ταξιδεύω στην Ευρώπη μαζί της. Είμαστε πια στο 2014. «Έβλεπα πως εκείνην την εποχή κάτι ξυπνούσε στην Ελλάδα σχετικά με το design και ήθελα να επιστρέψω. Μιας και είχα ακόμη τότε όλα τα εργοστάσια κοντά μου, αποφάσισα να ξεκινήσω κάτι δικό μου. Επέστρεψα πάνω στα capital controls. Ήθελα να γυρίσω αλλά ήταν ίσως λάθος το timing». Το 2015 κυκλοφόρησε η πρώτη δική μου συλλογή με σανδάλια. Το όνομα του brand Di Gaïa. «Με υποστήριξαν πολύ αρκετά μαγαζιά. Πήγαινα πολύ συχνά Φλωρεντία μιας και ήταν εκεί η παραγωγή μου.
Τον Οκτώβριο του 2017 βρέθηκα στο Παρίσι για να παρουσιάσω τη συλλογή μου, όπου συνάντησα ξανά τον μέντορά μου, τον Diego Dolcini, και μου είπε πως η θέση ήταν ανοιχτή αν ποτέ ήθελα να γυρίσω πίσω. Μιας και τα πράγματα στην Ελλάδα είχαν δυσκολέψει πολύ, δέχτηκα την πρότασή του. Μόλις είχε αναλάβει τον οίκο Balmain ως καλλιτεχνικός διευθυντής στον τομέα των παπουτσιών. Ήταν σαν σημάδι, γιατί τελικά δεν ήμουν έτοιμη να επιστρέψω οριστικά στην Ελλάδα. Έτσι πήγα στο Μιλάνο. Συνεργαζόμασταν, δε, με τα εργοστάσια και τους τεχνικούς της Valentino, ο οποίος ανήκει στον ίδιο όμιλο, οπότε το θέμα της ποιότητας και της τεχνικής ήταν εξαιρετικό. Κάναμε 8 συλλογές τον χρόνο. Γυναικεία και ανδρικά. Δεν είχα πριν ασχοληθεί με αντρικά παπούτσια. Πηγαινοερχόμουν Μιλάνο - Παρίσι για να γίνονται σωστά τα shows. Κουραστικό, αλλά πάρα πολύ συναρπαστικό. Εκεί είχα πια πολύ μεγαλύτερη ελευθερία και για να δημιουργήσω και για να κατασκευάσω. Συνειδητά χαμήλωσα λίγο τους ρυθμούς του Di Gaïa, για να μπορώ να αντέξω τον φόρτο». Μετά από δύο χρόνια αυτής της τόσο απαιτητικής εργασίας, στην ομάδα είχαν πάθει burn out. «Χρειαζόμαστε όλοι οι άνθρωποι ένα break από τόσο σκληρές συνθήκες εργασίας. Σου έρχεται να μην θέλεις ούτε να δεις ούτε ν’ ακούσεις οτιδήποτε σχετικά με τη μόδα, μπουχτίζεις. Είχα πιεστεί τόσο πολύ, που δεν ήθελα ν’ ασχοληθώ ούτε με το Di Gaïa».
Η Καλογήρου, η Calista και η Γιάννα
Σπίτι της είναι η Αθήνα. Πάντα ήταν. «Βεβαίως, μου λείπουν τα ταξίδια. Ειδικά τώρα, με την καραντίνα, αυτό που μου λείπει πάρα πολύ είναι το ότι δεν μπορώ να ταξιδέψω. Τα ταξίδια φέρνουν έμπνευση, κάτι που έχω στερηθεί αρκετά τον τελευταίο καιρό».
Τώρα πια, είναι creative director στην πιο φίνα ελληνική εταιρεία δερμάτινων ειδών, την Callista Crafts, είναι σχεδιάστρια του private label της Καλογήρου ενώ το δικό της brand με εσπαντρίγιες και σανδάλια Di Gaïa, φέρνουν στο νου το μεγάλο, φωτεινό καλοκαίρι που όλοι περιμένουμε. «Ήταν επιλογή μου να είναι resort brand. Μου αρέσει πολύ να σχεδιάζω καλοκαιρινές συλλογές. Σίγουρα θα κάνω και κάποια χειμερινή συλλογή, αλλά εγώ γενικά εμπνέομαι πολύ περισσότερο από το καλοκαίρι! Βέβαια τώρα, έτσι όπως είναι τα πράγματα, οι σχεδιαστές βγάζουν παντόφλες και πιτζάμες», θα μου πει και η επόμενη ερώτηση είναι εύλογη: πώς φαντάζεται την προσεχή σεζόν; «Θα συνεχίσουμε πολύ στο mood του comfort wear. Εμένα, που μου αρέσουν τα τακούνια, έχω να φορέσω πάνω από χρόνο. Κι έχω πια όρεξη να φτιάξω κάτι πιο casual. Σίγουρα θα φτιάξουμε και τακούνια. Θα θες να βγεις, να νιώσεις ωραία. Απλώς έχουμε συνηθίσει λίγο πιο άνετα πια».
Για τα 200 χρόνια από την ελληνική επανάσταση του 1821, δημιούργησε ένα καλαίσθητο και τολμηρό pouch: μια δωρική και παιχνιδιάρικη απόδοση της εθνικής φορεσιάς από εξαιρετικό δέρμα. Ένα τσαντάκι που συζητήθηκε πολύ καθώς η Γιάννα Αγγελοπούλου το κράτησε σε μια από τις εορταστικές εκδηλώσεις. «Βλέποντας την παραδοσιακή φορεσιά, αμέσως μου ήρθε η ιδέα. Όταν έχεις δουλέψει σε μεγάλους ξένους οίκους, έχεις συνηθίσει να κάνεις την υπέρβαση και να μετατρέψεις κάποιο αρχειακό υλικό σε έμπνευση για μια νέα δημιουργία. Είναι για μένα πια ο τρόπος που εργάζομαι». Τα 200 χρόνια ήταν η ευκαιρία να δούμε τα σύμβολα μας αλλιώς: μακριά από εθνικισμό, φολκόρ και κιτς. «Κάποιος δημοσιογράφος σχολίασε ότι τα ελληνικά brands απλώς παίρνουν κάτι ελληνικό και το αποτυπώνουν σε μια μπλούζα και δεν γίνεται κάποια υπέρβαση. Δεν ξέρω αν είναι φόβος. Χρειάζεται μια γνώση για να κάνεις την αποδόμηση και την υπέρβαση. Ανυπομονώ να δω κάτι καινούργιο. Γι’ αυτό άρεσε η τσάντα αυτή. Είναι η παραδοσιακή φορεσιά αλλά με έναν τρόπο που δεν θα το περίμενε κανείς. Για μένα, η τσάντα αυτή ήταν πολύ ισορροπημένη και αισθητικά άρτια».
Το ταλέντο να φτιάχνεις πράγματα με το χέρι
Ποιο είναι το ιδιαίτερο ταλέντο πρέπει να κατέχει μια σχεδιάστρια παπουτσιών;
«Ταλέντο και αδιαμφισβήτητα να σου αρέσει πολύ αυτό που κάνεις. Να έχεις πάθος. Να γνωρίζεις το τεχνικό κομμάτι. Να διαθέτεις αφοσίωση, όρεξη για δουλειά, φαντασία. Πρέπει να μπορείς να παρακολουθείς την αγορά. Με βοήθησε πολύ το γεγονός ότι δούλεψα και μόνη μου και για fast fashion και για μεγάλους οίκους, οπότε είδα όλες τις πλευρές και έμαθα απ’ όλα τα περιβάλλοντα. Πρέπει να μπορείς να σχεδιάσεις κάτι ευφάνταστο, μέσα στην αισθητική σου, να έχει άποψη, που όμως να μπορεί να φοριέται. Έχω σπουδάσει και pattern making (το τεχνικό, δηλαδή, κομμάτι της κατασκευής του παπουτσιού), όχι στον βαθμό που να μπορώ να κατασκευάζω, αλλά να γνωρίζω τα βασικά στοιχεία της κατασκευής: σου ανοίγει το μυαλό και γνωρίζεις τους περιορισμούς της κατασκευής.
Οι μεγάλοι οίκοι φαίνεται να τιμούν τους τεχνίτες (artisans).
Βέβαια, χωρίς αυτούς δεν γίνεται τίποτα, δεν κάνεις δουλειά. Όλοι οι μεγάλοι οίκοι βασίζονται στη χειροποίητη δουλειά. Το παπούτσι είναι ένα χειροποίητο προϊόν. Μπορεί να υπάρχουν μηχανές που υποστηρίζουν την παραγωγή αλλά (μιλάμε για τους μεγάλους οίκους), δεν είναι αυτόματο το παπούτσι. Και η Ιταλική παράδοση είναι αδιαμφισβήτητα το χειροποίητο.
Η τύχη, τι ρόλο έπαιξε στη ζωή σας;
Η αλήθεια είναι ότι δεν είναι εύκολος χώρος. Από τους συναδέλφους που σπουδάσαμε μαζί, μόνο δύο άτομα καταφέραμε τελικά να κάνουμε σημαντική καριέρα στον χώρο. Σίγουρα με βοήθησε η τύχη. Πάντα χρειάζεσαι και λίγη τύχη. Ήμουν όμως πάντα πολύ επαγγελματίας, μιλούσα τις ξένες γλώσσες που χρειαζόταν, είχα όρεξη για δουλειά και είχα ταλέντο. Ήταν σίγουρα τύχη που γνώρισα τον Diego, αλλά όλα τα άλλα ήταν βασισμένα στις επιλογές μου, στη δουλειά και την ποιότητά μου.
Οι σχεδιαστές είναι καλλιτέχνες;
Είναι καλλιτέχνες, είναι άτομα με ανησυχίες που ψάχνουν πολύ, κάνουν έρευνα. Το να σου δίνεται η δυνατότητα να φτιάξεις ό,τι φαντάζεσαι κι αυτό για έναν καλλιτέχνη, για έναν σχεδιαστή, είναι μεγάλη ελευθερία.