Από τη δεκαετία του ’50, όταν η Ελλάδα άρχιζε να αναπτύσσεται τουριστικά, οι Έλληνες αποφάσισαν να πουλήσουν το τοπικό χρώμα σαν σουβενίρ, με τον πιο κραυγαλέο και φθηνό τρόπο, δημιουργώντας την ιστορία του τουριστικού μας κιτς που θα γέμιζε σελίδες και σελίδες εκείνου του κλασικού λευκώματος «Κάτι το Ωραίον». Οι αρχαιοελληνικές λιτές φόρμες θα γίνονταν χρυσοποίκιλτοι μαίανδροι σε υφαντά και τσεβρέδες, τα κοσμηματοπωλεία των κοσμικών νησιών θα γέμιζαν μακρινές παραλλαγές της Μυκηναϊκής περιόδου σε εκδοχή τα βραχιόλια της κουμπάρας στα βαφτίσια, το όμορφο νησιώτικο μπλε-λουλακί χρώμα που προστατεύει και φθορίζει για να κρατάει μακριά και τα έντομα θα γινόταν αρμαθιές ολόκληρες από μπλε ματόχαντρα και κεραμικά σκόρδα δεμένα πρόχειρα αναμεταξύ τους με ψάθινα χόρτα. Τα τσολιαδάκια και οι «αμαλίες» έμειναν όλα αυτά τα χρόνια ίδια κι απαράλλαχτα δείγματα μιας περίεργης φυλής με φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά μουστάκια, χοντρές πλεξούδες από τζίβα και βάψιμο Γιαπωνέζας πρωταγωνίστριας του Θεάτρου Καμπούκι που ντύνεται με χρυσές, πλαστικές τρέσες και βασικά «οτιδήποτε γυαλίζει». Κομπολόγια, περικεφαλαίες, γύψινες Αφροδίτες της Μήλου, πρες-παπιέ σιδερένιοι σάτυροι με πριαπισμό και μπλουζάκια με σλόγκαν-καμάκι. Αυτό ήταν το ελληνικό φολκλόρ εξαγωγής. Τα μόνα «σουβενίρ» ίσως που έμειναν ανέπαφα και όμορφα μέσα στην απλότητά τους ήταν τα δερμάτινα σανδάλια και τα σφουγγάρια.
Όλη αυτή η εθνική υπερηφάνεια όμως σπανίως εκφραζόταν στα καταναλωτικά γούστα των ίδιων των Ελλήνων. Όσο αυξανόταν η τουριστική κίνηση μέσα στα χρόνια, τόσο περισσότερο οι Έλληνες θαμπώνονταν από τη λάμψη του ξένου. Ήταν η αρχή της λαίλαπας «μαϊμού». Η άφιξη του τύπου «Πιε-Γκαρντέν, μαντάμ». Γιατί να αγοράσεις κάτι ελληνικό όταν μπορείς να έχεις τη φίρμα που «είναι απ’ έξω» σε τριπλάσια τιμή και, ακόμα χειρότερα, σε φθηνή απομίμηση φτιαγμένη σε αποθήκη στον Βουρλοπόταμο (Αμφιθέα); Η νέα ελληνική τάξη των νεόπλουτων και της αντιπαροχής έκανε τους Έλληνες καρικατούρες: ο Λαλάκης ο Εισαγόμενος, οι ξανθές κυρίες με τη λεονταρίσια χαίτη α λα Dynasty, η περιβόητη φρενίτιδα Ελλήνων τουριστών στα duty-free ξένων αεροδρομίων.
Μετά τη δικτατορία, στα τέλη της δεκαετίας του ’70, άρχισε δειλά-δειλά να εμφανίζεται μια σκηνή ελληνικού design που δεν αφορούσε μόνο στα «ελληνικά σουβενίρ» αλλά κυρίως στη μόδα και στα έπιπλα και αντικείμενα σπιτιού. Η δεκαετία του ’80 με τη μιντιακή έκρηξη βοήθησε αυτή τη νέα γενιά σχεδιαστών να φανεί, αλλά και πάλι όλοι τους ήλπιζαν περισσότερο στους ξένους πελάτες μια και το ελληνικό αγοραστικό κοινό έδειχνε κυρίως αδιάφορο στα προϊόντα τους. Οι σχεδιαστές άνοιξαν μπουτίκ στα κοσμικά νησιά και στο Κολωνάκι, κάνοντας «ανώνυμα» και άλλες αρπαχτές για να επιβιώσουν – κανένα θεατρικό κοστούμι, κανένα ρούχο για καλλιτέχνιδες στα μπουζούκια, καμιά διακόσμηση εστιατορίου, ή έγιναν απλώς τηλεοπτικοί μαϊντανοί.
Όσο άρχιζαν να εμφανίζονται τα πρώτα σημάδια της κρίσης, άρχιζε να συμβαίνει και μία επανεκτίμηση της ελληνικής ετικέτας. Οι απομιμήσεις ξένων brands είχαν κατακλύσει πλέον την ελληνική αγορά, τα καλάθια στις λαϊκές και τα πεζοδρόμια τα στρωμένα με σεντόνια. Η εύκολη συνδιαλλαγή και μετακίνηση ανάμεσα στις χώρες, η παγκοσμιοποίηση των ιδεών και των τάσεων μέσα από το internet, έφεραν έναν κορεσμό στην ξενομανία των Ελλήνων που συνδυάστηκε με τη ματαιοδοξία των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας το 2004. Τότε, μέσα στον παροξυσμό της εθνικής υπερηφάνειας, οι Έλληνες άρχισαν να βρίσκουν ένα συνεχώς μεγαλύτερο ενδιαφέρον στα εγχώρια προϊόντα, μαζί με όλη την ψυχολογική ανάγκη να ξαναβρούμε τον εαυτό μας και μία, κάποια, εθνική ταυτότητα. Όσο τα πράγματα χειροτέρευαν στην οικονομία, τόσο νέα ήθη άρχιζαν να ισχύουν στις καταναλωτικές συνήθειες, στην παραγωγή, ακόμα και στη συσκευασία των προϊόντων. Η πρωτοβουλία, το ένστικτο της επιβίωσης και η δημιουργικότητα σχημάτισαν νέα ρεύματα, μικρές κοινότητες, καινούργια στούντιο και συνεργασίες προέκυψαν δίνοντας μια νέα κινητικότητα στο ελληνικό branding.
Την τελευταία χρονιά το ρεύμα έγινε εντυπωσιακό. Τα πρώτα δειλά αυτοσχέδια bazaar εξελίχτηκαν σε μικρά, όμορφα, δυναμικά μαγαζιά στο κέντρο της πόλης. Δίπλα στα νέα στέκια μουσικής και street fashion εμφανίστηκαν και οι νέες υπογραφές στο ελληνικό design. Καθαρές γραμμές, αγάπη για το urban παρελθόν και τη σημειολογία του, υλικά που ήταν για χρόνια παρεξηγημένα, χιούμορ και νέα αισθητική. Ρούχα, κοσμήματα, αξεσουάρ, αντικείμενα, μικροέπιπλα, πράγματα που ξαναδιαβάζουν το ελληνικό «κουλέρ λοκάλ» αλλά με ένα νέο τρόπο. Κατανοητό τόσο για τους ξένους, που μπορούν να τα θεωρήσουν «όμορφα αναμνηστικά από την Ελλάδα», αλλά και με άποψη ώστε να προκαλέσουν το ενδιαφέρον των νέων Ελλήνων καταναλωτών. Τα μαγαζιά στήθηκαν στο κέντρο της Αθήνας αλλά και online, οι πωλήσεις εκτός συνόρων αρχίζουν και αυξάνονται και ένα αισιόδοξο, φωτεινό καλοκαίρι έχει ξεκινήσει.
Με ακριβώς αυτή τη διάθεση, κάναμε μια βόλτα σε μερικές από αυτές τις νέες ελληνικές φίρμες και σας τις παρουσιάζουμε. 100% ελληνικό design. 100% Greek Chic.
Zeus+Δione Το ελληνικό brand που σκίζει στην αγορά
Cool Soap Ελληνικά σαπούνια με μυρωδιές και υλικά από τη φύση
Kimalé Μία πολύχρωμη έκρηξη στιλ, στο πνεύμα του slow fashion
We design Μπλουζάκια – Κολοκοτρώνης; Παρεό - χαρτί περιτυλίγματος για ψάρια; Τι άλλο;
Molla bagsΟ καλύτερος τρόπος για να φορέσεις τσαρούχι
Salty Bag Ιδιαίτερες τσάντες από πανιά παροπλισμένων ιστιοπλοϊκών σκαφών
Blanc Το καλοκαίρι είναι ένα λευκό ψάθινο καπέλο στον ήλιο
ΜΥ Φουλάρια με graphics, λέξεις, στίχους και φράσεις από τα social media
Rainy July Τι μπορεί να κάνει μια designer με το σκουφάκι μπάνιου της γιαγιάς της;
Peplos Πέπλα στον αέρα
Κεντρική φωτό: Γιώργος Κορδάκης
Η Ηλιάνα Παπαγεωργίου, η Ελληνίδα μοντέλο που διαπρέπει στη Νέα Υόρκη, με φόρεμα και σανδάλια από τη νέα σειρά των Zeus + Δione