Vivienne Westwood: Οι βελονιές της πρωτοπορίας
Η ιστορία του πανκ κινήματος και οι εμπνεύσεις της Vivienne Westwood που έφυγε από τη ζωή την περασμένη εβδομάδα
Vivienne Westwood: 430 King’s Road, World’s End - Προδημοσίευση από το υπό έκδοση βιβλίο της Ζέφης Κόλια «Βελονιές της Πρωτοπορίας» (εκδ. Μεταίχμιο)
Το punk εμφανίστηκε για να σοκάρει. Συνδέθηκε με την άγρια ενέργεια, τον φρενήρη παροξυσμό και την επιθετική στάση ενάντια στην απαθή ηρεμία ενός φαινομενικά ακίνητου κόσμου και εξελίχθηκε σε μητροπολιτική αντικουλτούρα κι ένα από τα πιο δυναμικά και ανατρεπτικά ρεύματα του εικοστού αιώνα. Βασικές πόλεις όπου εκτινάχθηκε η πανκ αντικουλτούρα ήταν το Λονδίνο, η Νέα Υόρκη, το Λος Άντζελες και το Δυτικό Βερολίνο. Η γέννησή της πιστώνεται σε δύο διαφορετικά μαγαζιά δύο διαφορετικών πόλεων, που λειτουργούσαν σχεδόν παράλληλα: το κλαμπ CBGB στο Ίστ Βίλατζ του Μανχάταν και την μπουτίκ SEX του Μάλκομ Μακλάρεν και της Βίβιεν Γουέστγουντ, στην Κινγκς Ρόουντ του Λονδίνου.
Το πρώτο μαγαζί που έβαλε στη βιτρίνα του πανκ ρούχα ήταν μια τρύπα, στο νούμερο 430 της Κινγκ’ς Ρόουντ που διαμόρφωσαν το 1971 σε μπουτίκ ο Μάλκολμ ΜακΛάρεν και η Βίβιαν Γουέστγουντ, ένα εκκεντρικό ζευγάρι Λονδρέζων καλλιτεχνών. Αρχικά το ονόμασαν «Let It Rock» και πουλούσαν βινύλια, memorabilia των 50s και σακάκια με βελούδινα πέτα, προτείνοντας μια πινελιά ροκ εν ρολ δανδισμού απέναντι στην επικρατούσα τάση της χίππικης ατημελησιάς.
Ο ΜακΛάρεν ήταν επηρεασμένος από τα καλλιτεχνικά κινήματα, τον Μάη του '68 και την Καταστασιακή Διεθνή (Internationale Situationniste) ενός κινήματος που υποστήριζε τις παράλογες πράξεις σαν μορφή τέχνης και ενθάρρυνε τα προκλητικά χάπενινγκ. Το αγαπημένο του απόφθεγμα ήταν: Να φέρεσαι σαν παιδί. Να είσαι ανεύθυνος. Να δείχνεις ασέβεια. Να είσαι όλα όσα μισεί η κοινωνία. Ο ΜακΛάρεν και η Γουέστγουντ, προκειμένου να διαμορφώσουν το δικό τους μήνυμα έφτιαξαν χειροποίητα φανελάκια με σλόγκαν και εμπρηστικά συνθήματα τυπωμένα πάνω σε πορνογραφικές φιγούρες, όπου ο πολιτικός ακτιβισμός έβαζε σε δεύτερη μοίρα την σεξουαλικότητα της εικόνας. Τον Απρίλιο του 1973 –τις μέρες που εγκαινιάστηκαν οι δίδυμοι πύργοι του Παγκόσμιου Εμπορικού Κέντρου, ως τα ψηλότερα κτίρια στον κόσμο– ο ΜακΛάρεν και η Γουέστγουντ επισκέφτηκαν την Νέα Υόρκη για να δειγματίσουν τα σχέδιά τους. Στο Chelsea Hotel συναντήθηκαν με τον Άντι Γουόρχολ, το συγκρότημα των New York Dolls και τον τραγουδιστή των Television, Ρίτσαρντ Χέλ (Richard Hell.) Ο Χελ, με τα μαλλιά όρθια σαν καρφιά και βρώμικο, σχισμένο μπλουτζίν ενθουσίασε τον ΜακΛάρεν, που τον περιέγραψε «αποδομημένο, διαλυμένο, σαν να είχε ξεπεταχτεί μέσα από βόθρο». Το ζεύγος των Λονδρέζων σχεδιαστών, σαν λαγωνικά πεινασμένα για την παραμικρή πρωτοπόρα ιδέα, καταβρόχθισαν τις εικόνες των Νεοϋορκέζων φίλων τους. Επιστρέφοντας στο Λονδίνο, μετονόμασαν το μαγαζί τους «Too Fast to Live, Too Young to Die» και κρέμασαν στην βιτρίνα μαύρα Τ-shirts κεντημένα με καρφιά που σχημάτιζαν λέξεις όπως «scum» (απόβρασμα) και κολιέ από αλυσίδες ενωμένες με αποξηραμένα κόκαλα κοτόπουλου, που σχημάτιζαν την λέξη «ROCK». Δανείστηκαν από το στυλ των teddy boys τις λεπτές γραβάτες και τα παντελόνια ως τον αστράγαλο με τις χρωματιστές κάλτσες, ενώ τα χοντρόσολα κρεπ σκαρπίνια (brothel creeper) του George Cox μαζί με τις βαριές DcMartens μπότες έγιναν σήμα κατατεθέν του στυλ πανκ.
Το 1974 ο ΜακΛάρεν και η Γουέστγουντ άλλαξαν και πάλι ταμπέλα στο μαγαζί τους. Τρία παχιά, ροζ, λαστιχένια γράμματα –σαν φτιαγμένα από προφυλακτικά– σχημάτιζαν την λέξη «SEX» πάνω από πόρτα του. Το «SEX» θεωρείται το μαγαζί-ορόσημο του πανκ και το πρώτο που καταγράφεται ως τέτοιο στην ιστορία της μόδας. Βασική πωλήτρια ήταν η θρυλική περσόνα Jordan (Pamela Rooke), ενώ περιστασιακά δούλεψαν άτομα όπως η Chrissie Hyde (μετέπειτα frontwoman των «Pretenders») και η Siouxsie Sioux. Διακοσμημένο με ακτιβιστικά φεμινιστικά γκράφιτι, κουρελιασμένες κουρτίνες και κόκκινο χαλί, απευθύνονταν κυρίως σε μια κλίκα Λονδρέζων κλάμπερ που διέθεταν κάποια χρήματα για ξόδεμα, αφού για τους περισσότερους που δούλευαν ή σύχναζαν εκεί ήταν άπιαστο όνειρο να τα αγοράσουν, καθώς η Γουέστγουντ πουλούσε κάθε φανελάκι για δεκαπέντε λίρες. «Η πανκ μόδα είναι ένα μάτσο αρχίδια. Οι πραγματικοί πανκ κλέβουν όλη τους την πραμάτεια από τα παλιατζίδικα» έσκουζε θυμωμένα ο Τζόνι Ρότεν, που άραζε έξω από το «SEX» με σκισμένο παντελόνι, ζώνη με καρφιά και t-shirt με την φράση «I hate» κακογραμμένη πάνω στην φωτογραφία των Pink Floyd. Ο Τζόνι Ρότεν ονομαζόταν Τζον Λίντον, αλλά του είχαν κολλήσει αυτό το παρατσούκλι rotten λόγω των σάπιων δοντιών του. Το καλοκαίρι του 1975 ήταν μεταξύ αυτών που ο ΜακΛάρεν επέλεξε για να φτιάξει το μουσικό αντι-γκρουπ Sex Pistols. Δυο χρόνια αργότερα θα έμπαινε στο συγκρότημα και άλλος ένας τύπος που ονομαζόταν Τζον Σάιμον Ρίτσι αλλά όλοι τον ήξεραν ως Σιντ Βίσιους ( vicious, βίαιος). Ο ΜακΛάρεν τον επέλεξε περισσότερο λόγω της πανκ συμπεριφοράς του, παρά για τις μουσικές του δεξιότητες. Ο Σιντ, επηρεασμένος από τους Αμερικανούς «Ramones» κυκλοφορούσε με μαύρα δερμάτινα τζάκετ, ζώνες με καρφιά, ξυράφια στα αυτιά και παντελόνια που τα συγκρατούσαν παραμάνες, ενώ τύλιγε στο λαιμό του χαρτί τουαλέτας ως γραβάτα κι έβαφε απρόσεκτα τα νύχια του με μοβ βερνίκι. Η Γουέστγουντ θεωρεί ότι ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε τις παραμάνες: ένας τύπος στον οποίον ο Σιντ Βίσιους χρωστούσε χρήματα, μπήκε μια νύχτα στο διαμέρισμά του και του κομμάτιασε τα πάντα – το χαλί, τις κουβέρτες και τα ρούχα του, έπρεπε να ενώσει τα παντελόνια του με παραμάνες.
Το 1976 ο ΜακΛάρεν και η Γουέστγουντ προκειμένου να δηλώσουν τις άγριες πολιτικές τους διαθέσεις μετονόμασαν το μαγαζί τους «Seditionaries: Clothes for Heroes» (Στασιαστές: Ρούχα για Ήρωες) και έραψαν το σήμα «Α» της Αναρχίας στα ρούχα τους. Η εικόνα της βασίλισσας μέσα στον κύκλο της αναρχίας, ήταν το πιο δημοφιλές μπλουζάκι τους. Η χιτλερική σβάστικα μαζί με έναν ανεστραμμένο σταυρό και την λέξη «DESTROY» τυπωμένη πάνω τους, συμβόλιζε την καταστροφική μανία τους ενάντια σε κάθε σύμβολο εξουσίας και βίας: Ο καινούργιος κόσμος κόντρα στον παλιό, οι νέοι απέναντι στους γέρους. Ζουρλομανδύες ψυχιατρείων τους έδωσαν έμπνευση για εξεγερσιακά ενδύματα ζωσμένα με λωρίδες και γάζες, που –σύμφωνα με τον ΜακΛάρεν– αποτελούσαν «πολεμική κραυγή ενάντια στην καταναλωτική μόδα». Επέλεξαν το βασιλικό σκωτσέζικο καρό (ταρτάν) ως το απόλυτο πανκ ύφασμα, σε μετωπική σημειολογική σύγκρουση με τον θεσμό της μοναρχίας. Η ίδια η Γουέστγουντ φωτογραφήθηκε έξω απ’ το μαγαζί της με κουστούμι από κόκκινο ταρτάν με λουρίδες που τις συγκρατούν μεταλλικοί σύνδεσμοι.
Η διάλυση των Sex Pistols το 1978 και η μετάλλαξη του πανκ σε επικρατούσα τάση της μόδας απογοήτευσε οικτρά τη Βίβιαν Γουέστγουντ. Το 1980 αφυπνίστηκε από τις εξεγερσιακές ψευδαισθήσεις της. Αγγίζοντας πλέον τη δεκαετία των σαράντα, αποφάσισε να αλλάξει γραμμή πλεύσης. Μετονόμασε το μαγαζί της σε Worlds End –από την ομώνυμη γειτονιά του Τσέλσι, όπου βρίσκεται ως σήμερα– και ξεκίνησε να σχεδιάζει δικές της συλλογές.