Τα μικρά βιβλία της Μόδας: Το καλύτερο δώρο για τους φίλους σου
Μια φανταστική σειρά βιβλίων με θέμα την ιστορία των μεγάλων οίκων μόδας
Παρουσίαση της νέας σειράς Τα Μικρά Βιβλία της Μόδας με την ιστορία των πιο σημαντικών οίκων Μόδας που κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ψυχογιός
Η κομψότητα δεν διακρίνεται μόνο στο ντύσιμο αλλά και σε όλη την αισθητική της καθημερινότητας. Όσο κομψό είναι ένα μίνι τσαντάκι διάσημης υπογραφής που χωράει μόνο ένα κραγιόν, ένα κινητό, μία πιστωτική και ένα USB, το ίδιο κομψό είναι και ένα μικρό βιβλίο με σκληρό εξώφυλλο γεμάτο ιστορίες και φωτογραφίες από τον κόσμο της μόδας που μπορεί να σε συντροφεύσει σε ένα χαλαρό απόγευμα στο αγαπημένο σου café.
Οι εκδόσεις Ψυχογιός μόλις κυκλοφόρησαν τη σειρά των Little Book of… του εκδοτικού οίκου Welbeck, με έδρα το Λονδίνο. Πρόκειται για μία συνοπτική αλλά θεαματική σειρά, με ουσιαστικές λεπτομέρειες της ιστορίας μερικών από τις μεγαλύτερες φίρμες της μόδας. Δεν είναι μόνο ενδιαφέρον ανάγνωσμα αλλά και μία καλή αποτύπωση του προφίλ του κάθε brand, που βοηθάει ακόμα και στο να ξέρει κάποιος τι φοράει, τι σημαίνει και από πού προήλθε η έμπνευση.
Μια μικρή ξενάγηση στις μικρές, κομψές σελίδες των μικρών αυτών βιβλίων.
Gucci (της Κάρεν Χόμερ)
Στις αρχές του 20ού αιώνα, όταν ο κόσμος έκανε το ταξίδι και τις περιηγήσεις «τέχνη», η εταιρία Gucci, με έτος ίδρυσης το 1921 στη Φλωρεντία, κατασκεύαζε είδη ιππασίας και αποσκευές για την ελίτ κοινωνία – ένα ταξίδι που οδήγησε μέχρι τα καλτ αξεσουάρ και τα ενδύματα υψηλής ραπτικής του σημερινού τιτάνα της πολυτελούς μόδας με το «ποθητό» λογότυπο του διπλού G που κλειδώνει σαν κρίκος σε χαλινάρι αλόγου… Το βιβλίο αφηγείται πώς η Gucci ξεπέρασε τα ρήγματα και τις δυσκολίες του πολέμου για να ξαναγεννηθεί ως γίγαντας της υψηλής ραπτικής της δεκαετίας του 1990 και, υπό τη διαχείριση του Αλεσάντρο Μικέλε, να αφήσει το στίγμα της στο street wear και να αποκτήσει μια νέα γενιά θαυμαστών. Ο Αλεσάντρο Μικέλε κατάφερε να βοηθήσει στην αναζωογόνηση της ιδέας της Gucci παρουσιάζοντας «μία σειρά από ξεχωριστές τσάντες όπως η Soho Disco –ένα σχετικά μινιμαλιστικό στιλ από δέρμα ανάγλυφο με το διπλό λογότυπο G, χιαστί λουρί και μια μεγάλη φούντα ως λεπτομέρεια– και η Dionysus – μια πιο μεγάλη σταθερή τσάντα που αναγνωρίζεται από το μεταλλικό της κούμπωμα με τα δύο κεφάλια τίγρης.
Ο Μικέλε επανεισήγαγε επίσης με επιτυχία την κλασική τσάντα Sylvie, με την ξεχωριστή αλυσίδα σε χρυσούς τόνους και την αγκράφα στο κούμπωμα, που παραπέμπει στην προσσελήνωση του 1969. (…) Αυτό όμως που πραγματικά έχει μιλήσει στη νέα γενιά είναι μερικές από τις πιο εκκεντρικές δημιουργίες του Μικέλε, όπως η καθημερινή ένδυση διακοσμημένη με καρτούν σκυλιών του ή το ειρωνικό “Guccy” και τσαντάκια μέσης (ή μπανάνες) με το χαρακτηριστικό πριντ της Gucci. To ετερόκλητο αυτό μείγμα από μοτίβα όπως το διπλό G μεταμορφωμένο σε κόκκινο μήλο ή λουλούδι από πούλιες, κεντημένα λιοντάρια και άλλα ζώα και κεραυνούς, έχει αναβαθμίσει τα παραδοσιακά αξεσουάρ της Gucci σε κάτι πολύ πιο σύγχρονο».
Chanel (της Έμα Μπαξτερ-Ράιτ)
Όταν η Κοκό Σανέλ διατύπωσε τις τρεις «μικρές» λέξεις, Μικρό Μαύρο Φόρεμα, η ιστορία της Μόδας και ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε (και οι άντρες) την κομψότητα και το μίνιμαλ ακόμα και σε μία βραδινή εμφάνιση, άλλαξαν για πάντα. Έτσι και το Μικρό Βιβλίο της Chanel ακολουθεί τις πέρλες και τα παπούτσια με τη δίχρωμη λεπτομέρεια στο μπροστινό μέρος στην επανάσταση που έφερε φορώντας τα, η Chanel: έχοντας σαν βάση την αντρική γκαρνταρόμπα, ανέδειξε τη θηλυκή δύναμη, μέσα από έναν δημοκρατικό κώδικα ενδυμασίας που άνοιγε ακόμα περισσότερο τα περιθώρια έμπνευσης (ή και φλερτ, γιατί όχι) στην ελευθερία του ντυσίματος. Το βιβλίο παρουσιάζει τη ζωή και το έργο της Κοκό Σανέλ, από το ταπεινό παρελθόν μέχρι τα αρώματα, τα κοσμήματα και τα αξεσουάρ του σημερινού «ιερού» brand.
«Ο δημιουργικότατος και πολυτάλαντος Ζαν Κοκτό (συγγραφέας, ποιητής, σχεδιαστής, ζωγράφος και σκηνοθέτης) ήταν ο πρώτος που αναγνώρισε τις δυνατότητες της Σανέλ ως σχεδιάστριας κοστουμιών. Έτσι, το 1923, της ζήτησε να σχεδιάσει τα κοστούμια για την τραγωδία “Αντιγόνη”. Ήταν η πρώτη ενασχόληση της Κοκό με το θέατρο. Τα γεωμετρικά σχέδιά της, που βασίζονταν σε ελληνικά μοτίβα, και η διακριτική χρωματική παλέτα της, με σημαντικότερη απόχρωση το κεραμιδί, συμπλήρωναν με έξυπνο τρόπο τα υφάσματα που χρησιμοποιούνταν ως φόντο, τα οποία είχαν σχεδιαστεί από τον Πικάσο. Το έργο προκάλεσε μεγάλη έκπληξη στο κοινό, αλλά τα κοστούμια της Σανέλ έλαβαν καλά σχόλια από τους κριτικούς. Η επόμενη και ίσως πιο διάσημη θεατρική συνεισφορά της ήταν το 1924, όταν ο Ντιαγκίλεφ της ζήτησε να συνεργαστεί με τον Κοκτό για το “Μπλε Τρένο” των Ρωσικών Μπαλέτων. (…) Η Κοκό επέλεξε να ντύσει τους χορευτές με αληθινά αθλητικά ρούχα από την τρέχουσα κολεξιόν της – μαγιό, ίσια φορέματα ριχτά στη μέση και ριγέ πουλόβερ. (…) Δεν έκανε καμία παραχώρηση όσον αφορά τις καλλιτεχνικές απαιτήσεις των ηθοποιών – και περίμενε ακόμα και να χορεύουν φορώντας λαστιχένιες παντόφλες για τη θάλασσα!»
Dior (της Κάρεν Χόμερ)
Μια υπέροχη απεικόνιση της πρώιμης ζωής του Christian Dior, η συναρπαστική ιστορία της δημιουργίας της μάρκας, η θεαματική άνοδός του στην κορυφή της Παριζιάνικης υψηλής ραπτικής, μια από τις πιο εκπληκτικές ιστορίες μόδας του 20ού αιώνα. Ο Dior ήταν ένας γκαλερίστας τέχνης με μοντέρνο όραμα που επινόησε τη σιλουέτα «Νew look» με την πρώτη του συλλογή το 1947 και έφερε επανάσταση στον τρόπο με τον οποίο οι γυναίκες ντύνονται, ψωνίζουν και δημιουργούν το προσωπικό τους image. Ο μοναδικός χαρακτήρας του Οίκου Dior συνδύαζε την παραδοσιακή και περίφημη δεξιοτεχνία ενός γαλλικού οίκου μόδας –ραπτική και περίπλοκη διακόσμηση– με μοντέρνα λεπτότητα.
«(Το 1947) Όταν εμφανίστηκε για πρώτη φορά δυναμικά το New Look, ήταν το ακριβώς αντίθετο της μόδας που είχε προηγηθεί, στην οποία οι ώμοι ήταν τετράγωνοι, τα καπέλα διακοσμημένα με λουλούδια και φρούτα και τα παπούτσια βαριές πλατφόρμες. Η κολεξιόν του Ντιόρ έκοβε την ανάσα με το λιτό στιλ της. Οι άψογα στρογγυλεμένα ώμοι, η στενή μέση και οι φινετσάτες φούστες σε στιλ καμπάνα έδειχναν αέρινα, ωστόσο ήταν άψογα ραμμένα, κολακευτικά και ευκολοφόρετα. Τα παπούτσια και τα καπέλα αποτελούσαν αναπόσπαστο κομμάτι του στιλ του Ντιόρ και ο ίδιος συμπλήρωνε τα ρούχα του με κομψά ψηλοτάκουνα παπούτσια και καπέλα με αιχμηρές γραμμές. Τα σχέδια που δημιούργησε, όσο όμορφα κι αν ήταν, θεωρήθηκαν από μερικούς υπερβολικά πολυτελή. Αλλά υπήρχαν πολλές γυναίκες για τις οποίες η λιτότητα του τέλους του πολέμου είχε πλέον περάσει ανεπιστρεπτί και το να αγοράσουν ένα σύνολο New Look ήταν ένας τρόπος για να σηματοδοτήσουν την απαρχή μιας νέας εποχής στη μόδα».
Prada (της Λάια Φαράν Γκρέιβς)
Οι λέξεις κλειδιά είναι: διακριτική κομψότητα και πολυτέλεια, τεχνολογικά προηγμένα υφάσματα και εξαιρετική πρωτοτυπία του σχεδιασμού. Η ιστορία και η παράδοση της μάρκας, από την προέλευση της εταιρίας ως κατασκευάστρια δερμάτινων ειδών έως την παγκόσμια αυτοκρατορία μόδας που δημιουργήθηκε από τη Miuccia Prada. Το βιβλίο εξερευνά τις εξελίξεις και τις καινοτομίες της μάρκας αλλά δίνει ιδιαίτερη σημασία στο ήθος του design που βασίζεται στο ενδιαφέρον για τον μινιμαλισμό και τη σύγχρονη τέχνη. Εικόνες χαρακτηριστικών κομματιών Prada, από την πασαρέλα και φωτογραφήσεις μόδας που δίνουν το προφίλ ενός από τους πιο σημαντικούς οίκους μόδας στον κόσμο.
«Άλλο ένα βασικό συστατικό στην ανθολογία της Prada είναι ο εννοιολογικός χαρακτήρας της δουλειάς, που αντανακλά την αγάπη της Μιούτσια για ιδέες και την ικανότητα να μας κάνει να αμφισβητούμε τις προκαταλήψεις μας. (…) Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες επιδείξεις διανοητικής έκφρασης αποτελεί η κολεξιόν Φθινόπωρο/Χειμώνας 2004, ένα μοναδικό σόου με τη νοοτροπία της Prada να διαφαίνεται στα πάντα. Με βάση την κομψότητα, συνδύαζε αναφορές εμπνευσμένες από πίνακες του 19ου αιώνα του Γερμανού καλλιτέχνη Κάσπαρ Ντάβιντ Φρίντριχ, με γραφικά από βιντεοπαιχνίδια. Η Μιούτσια πέρασε ώρες παρακολουθώντας βιντεοπαιχνίδια για να σκιαγραφήσει την αίσθηση του εικονικού κόσμου και κατάφερε να μετατρέψει την έννοια αυτή σε ευκολοφόρετα ρούχα: T-shirt με απλικαρισμένα ρομπότ φορέθηκαν με φαρδιές φούστες · σακάκια και φούστες φτιαγμένα από ύφασμα με πριντ από κομπιούτερ · κλασικές τσάντες με αξεσουάρ όπως μπρελόκ-ρομπότ, κατασκευασμένα από βιομηχανικά υλικά. Διατηρώντας την ουσία της χαρακτηριστικής της κομψότητας, η επίδειξη συνένωσε υψηλή και ποπ κουλτούρα σε ένα ταξίδι μέσα στους αιώνες».
Louis Vuitton (της Κάρεν Χόμερ)
Η ιστορία μιας απίστευτης μεταμόρφωσης, από εταιρία κατασκευής ειδών ταξιδιού σε φίρμα μόδας υψηλού προφίλ. Οι τσάντες με το μόνογραμμα του οίκου Louis Vuitton βρίσκονται στην αγκαλιά των διασημοτήτων και των βασιλιάδων για περισσότερα από 150 χρόνια, αποτελώντας πια ένα από τα αντικέιμενα-φετίχ της σύγχρονης εποχής. Το βιβλίο παρακολουθεί τον νεαρό Λούις που αναζητά την τύχη του στο Παρίσι μέχρι τους δύο παγκόσμιους πολέμους, τη Μεγάλη Ύφεση, την Εποχή της Τζαζ και τη swinging δεκαετία του '60. Δεν υπάρχει εποχή στην οποία αυτή η πολυτελής επωνυμία να μην έχει γίνει αντικείμενο πόθου και άμεσης αναγνώρισης. Λεπτομερείς αναφορές στην παγκόσμια επέκταση της Louis Vuitton τη δεκαετία του 1980, στη δημιουργία του ισχυρού ομίλου μόδας LVMH, στον διορισμό του Marc Jacobs το 1997 και στη συνεχή εξέλιξη του οίκου υπό τη δημιουργική διεύθυνση του Nicolas Ghesquiere και του Virgil Abloh.
«Η εταιρία χρησιμοποιεί τα αρχικά της σχέδια μέχρι σήμερα: τον καρό καμβά Damier του 1889 και τον καμβά Monogram, ένα σχέδιο που δημιούργησε ο Ζορζ Βιτόν το 1896 που συνδυάζει τα αρχικά LV, ένα διαμάντι με λουλούδι τεσσάρων πετάλων στο κέντρο του, ένα λουλούδι block-color και έναν κύκλο με λουλούδι με τέσσερα στρογγυλά πέταλα μέσα.
Αρχικά οι καμβάδες αυτοί κάλυπταν σκληρά μπαούλα σε διάφορα μεγέθη, σχεδιασμένα για να χωρούν τα πάντα: από γκαρνταρόμπα για ταξίδι μέχρι είδη καλλωπισμού και πικνίκ – και σε μία περίπτωση, φορητό κρεβάτι μέσα σε μεγάλο μπαούλο. Η μόνη εκδοχή με μαλακές πλευρές ήταν η τσάντα “Steamer” του 1901, μια αναδιπλούμενη χειραποσκευή σχεδιασμένη για να χωράει σε θήκη γκαρνταρόμπας. Το 1930, όμως, οι απαιτήσεις των πελατών άρχισαν να αλλάζουν και δημιουργήθηκε η πρώτη από τις χαρακτηριστικές ελαφριές, μαλακές τσάντες, η Keepall. Φτιαγμένη αρχικά από βαμβακερό ύφασμα με το μονόγραμμα και δερμάτινες λεπτομέρειες, γνώρισε αμέσως επιτυχία στο στιλάτο κοινό της Κυανής Ακτής. (…) Το κοινό των διασημοτήτων αγκάλιασε τις στιλάτες και πρακτικές τσάντες, ενώ μία παπαράτσι φωτογραφία της Όντρεϊ Χέπμπορν να κρατά μια Speedy τη δεκαετία του 1960 εκτόξευσε τις πωλήσεις. Μέχρι και σήμερα, η Speedy επανεμφανίζεται κάθε σεζόν σε πολλές, διαφορετικές εκδοχές. Το 2011, επανακυκλοφόρησε με λουρί ώμου στη συλλογή “Speedy Bandoulière”».