Η Kovacs μιλάει στην Athens Voice λίγες μέρες πριν τη συναυλία της στην Αθήνα
Οίκοι μόδας της Ευρώπης συνεργάζονται με ατελιέ της Ινδίας για τις διακοσμητικές λεπτομέρειες των ρούχων τους, γεγονός που μάλλον αποσιωπάται.
Ήταν μια από τις πιο αξέχαστες στιγμές της Εβδομάδας Μόδας του Μιλάνου του 2020. Καθώς περπατούσε στην πασαρέλα με το πράσινο σιφόν φόρεμα με μοτίβο ζούγκλας του Versace, η Τζένιφερ Λόπεζ φαινόταν ακόμα πιο θεά από ό,τι δύο δεκαετίες νωρίτερα, όταν φόρεσε το ίδιο ρούχο στα 42α Βραβεία Grammy του 2000. Μέσα στον χαμό και τα χειροκροτήματα για αυτή την ενδυματολογική αναβίωση, που θεωρήθηκε ιδιοφυής κίνηση μάρκετινγκ, το τελευταίο πράγμα που θα ερχόταν στο μυαλό κάποιου θα ήταν η ερώτηση «ποιος το έφτιαξε;». Και κανείς δεν θα μάθαινε πως μια ομάδα τεχνιτών από την Ινδία είχε κεντήσει και ράψει τα περίπλοκα διακοσμητικά στοιχεία της Versace εκδοχής του 2020, που έκαναν την JLo να μοιάζει με αμαζόνα, αν δεν το ανακοίνωναν οι ίδιοι οι τεχνίτες. Ήταν η Karishma Swali, διευθύντρια του ατελιέ Chanakya με έδρα το Μουμπάι, που ανακοίνωσε πως η ομάδα της έφτιαξε τα κεντήματα του φορέματος. Ο εκπρόσωπος του Versace αρνήθηκε να κάνει κάποιο σχόλιο.
Εύκολα μπορεί να κατανοήσει κανείς γιατί ο Οίκος δεν δημοσιοποίησε αυτή τη «λεπτομέρεια» - είναι ψιλά γράμματα, μια υποσημείωση στον μακρύ κατάλογο ονομάτων που απαιτεί η παραγωγή ενός ενδύματος. Δεν περιμένουμε από τα brands να αναγνωρίζουν όλους όσοι εμπλέκονται στην κατασκευή ενός ενδύματος. Ωστόσο, αυτό που ένας ολοένα αυξανόμενος αριθμός Ινδών βρίσκει εκνευριστικό είναι ότι ο σημαντικός ρόλος της ινδικής χειροτεχνίας αποσιωπάται συστηματικά από τους ηγέτες της βιομηχανίας της επώνυμης ευρωπαϊκής μόδας.
Σε μια εποχή που διατυπώνεται το αίτημα να αποδοθεί επιτέλους σεβασμός στους δημιουργούς υψηλής μόδας, μπαίνει στη συζήτηση και ένα έξτρα αίτημα: να γνωστοποιηθεί στον καταναλωτή ότι μερικά από τα χειροποίητα κομμάτια που περπατούν σε πασαρέλες και κόκκινα χαλιά έχουν προκύψει από επιδέξια χέρια Ινδών, που είναι απαράμιλλοι τεχνίτες, κεντητές, χειροτέχνες. «Στην Ινδία, οι τεχνίτες μας φτιάχνουν τον σχεδιαστή. Κοιτάξτε το σάρι, δεν είναι τίποτα άλλο από εννέα μέτρα ύφασμα. Δεν θα ήταν τίποτα αν δεν το είχε φτιάξει ο τεχνίτης» λέει η Nonita Kalra, αρχισυντάκτρια του Harper's Bazaar India.
Οι παραδόσεις του κεντήματος στην Ινδία είναι ένα κράμα αρχαίων επιρροών που προέρχονται από το εμπόριο του μεταξιού, την περσική εισβολή, τους αιώνες εσωτερικής μετανάστευσης, το εμπόριο με την Κίνα και τις διάφορες τοπικές και πολιτιστικές πεποιθήσεις. Το κέντημα σε δέρμα με αληθινή χρυσή κλωστή, ή το στιλ τσικανκάρι, αποτελούν μέρος ενός τεράστιου ρεπερτορίου τεχνικών που εφαρμόζονται σε όλη την Ινδία μέχρι σήμερα.
Θέμα κόστους αλλά και ποιότητας
Αρκετοί Ινδοί ιδιοκτήτες ατελιέ που ασχολούνται με τις εξαγωγές επιβεβαιώνουν πως το κόστος παραγωγής πολυτελών κεντημάτων στην Ευρώπη είναι περίπου δέκα φορές υψηλότερο από ό,τι στην Ινδία. «Σήμερα οι μόνοι που έχουν ακόμη την οικονομική δυνατότητα να φτιάχνουν τα κεντήματά τους στη Γαλλία είναι οι Chanel και Hermès. Για όλους τους άλλους, αυτό έχει τελειώσει» ισχυρίζεται ο Maximiliano Modesti, ιδρυτής της Les Ateliers 2M, με έδρα το Μουμπάι. Ο Modesti είναι ένας από εκείνους που άνοιξαν τον δρόμο της συνεργασίας ανάμεσα σε Δύση και Ανατολή. Ως στούντιο μάνατζερ του Azzedine Alaïa, παράγγειλε σε τεχνίτες του Μουμπάι (τότε Βομβάη) να διακοσμήσουν τα πλεκτά της συλλογής Άνοιξη/Καλοκαίρι 1996. Λίγα χρόνια αργότερα, επέστρεψε στην Ινδία για να στήσει το δικό του ατελιέ, με διάφορους ευρωπαίους πελάτες, μεταξύ των οποίων η Stella McCartney και η Phoebe Philo, όταν σχεδίαζαν για την Chloé.
Διαπιστώσεις οικονομικού τύπου σαν του Modesti δεν πρέπει να παρερμηνευτούν. Το χαμηλό κόστος δεν είναι ο μοναδικός λόγος για τον οποίο Οίκοι μόδας της Γαλλίας και της Ιταλίας αναθέτουν τη διακόσμηση των ρούχων τους σε εξωτερικούς συνεργάτες της Ινδίας. Αυτός είναι ένας ατυχής και επίμονος μύθος που χρήζει απομυθοποίησης.
Ενώ το κόστος είναι σίγουρα ένα θέμα, ένα άλλο είναι ότι η διακόσμηση ενδυμάτων στην Ινδία, μια χώρα με αιωνόβιες παραδόσεις στα εργόχειρα, είναι ανώτερη ποιοτικά. «Ενώ η όμορφη χειροτεχνία εξακολουθεί να υπάρχει στην Ευρώπη, οι αριθμοί μειώνονται και δεν μπορούν να συγκριθούν με το εύρος και τον όγκο που προσφέρει η Ινδία» λέει η Karishma Swali της Chanakya. Το ατελιέ ιδρύθηκε από τον πατέρα της το 1986, με πρώτους πελάτες τους Fendi και Alberta Ferretti. Πριν να ενταχθούν στην οικογενειακή επιχείρηση, η Swali και ο αδερφός της εργάστηκαν στην Ιταλία για τον Ferretti, προκειμένου να αποκτήσουν «ιταλικό μάτι», που διακρίνεται για την προσοχή του στη λεπτομέρεια και την τελειότητα. Επιστρέφοντας στην Ινδία, έφεραν μαζί τους Ιταλούς και Γερμανούς τεχνικούς. Σήμερα η Chanakya συνεργάζεται στενά με τη Maria Grazia Chiuri.
Σύμφωνα με τη Swali, εκτός από τον Dior και τον Versace, η Chanakya παράγει επίσης κεντήματα για labels όπως οι Saint Laurent, Balmain, Giambattista Valli, Prada, Valentino, Céline, Gucci και Loewe. Ελάχιστοι Οίκοι έχουν αποκαλύψει ότι μέρη της παραγωγής τους έχουν ανατεθεί σε εργαστήρια εκτός Ευρώπης. Είναι στη διακριτική ευχέρεια των Ινδών ιδιοκτητών ατελιέ να αποκαλύψουν τους διάσημους πελάτες τους. Η δε επιχειρηματική τους σχέση τοποθετείται στις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Εκτός από το φόρεμα της JLo, ινδικός «δάκτυλος» υπάρχει σε διάφορες χειροποίητες ευρωπαϊκές δημιουργίες: στα clutches που μοιάζουν με βιβλία της Olympia Le-Tan· στα σφαιρικά φορέματα του Τζέρεμι Σκοτ για τον Moschino (συλλογή Άνοιξη/Καλοκαίρι 2018)· στις κεντημένες τσάντες patchwork του Christian Dior από τη συλλογή Φθινόπωρο/Χειμώνας 2018. Όλα αυτά τα ιδιαίτερα fashion items έχουν έναν κοινό παρονομαστή: έχουν πάνω τους πινελιές υψηλά καταρτισμένων και έμπειρων Ινδών τεχνιτών.
Η αλήθεια είναι πως δεν την κρύβουν όλοι οι δυτικοί τη συνεργασία με ινδικά ατελιέ. Οι σχεδιαστές Dries Van Noten και Isabel Marant μοιάζει να την έχουν κορώνα στο κεφάλι τους. Η Prada συμμετείχε στη συζήτηση σχετικά με την αναγνώριση της ινδικής δεξιοτεχνίας και πήρε σαφή θέση με τη σειρά τσαντών Madras που κυκλοφόρησε το 2012. Ήταν υφαντές στο χέρι από τεχνίτες στο Chennai, ενώ η ανάγλυφη δερμάτινη ετικέτα «Made in India» ήταν γραμμένη περήφανα στο εσωτερικό της τσάντας. Η παραγωγή της σειράς κράτησε μόνο λίγες σεζόν.
Ο Κάρλο Καπάσα, πρόεδρος του Εθνικού Επιμελητηρίου Ιταλικής Μόδας, παραδέχεται το κέντημα πάνω σε μετάξι ή σε αξεσουάρ είναι κομμάτι της αρχαίας ινδικής παράδοσης. Και στο γεγονός αυτό αποδίδει τη δημοφιλία των made in India διακοσμήσεων μεταξύ των πολυτελών Οίκων μόδας. Κι εδώ γεννάται το ερώτημα: Αν άνθρωποι στην κορυφή της fashion πυραμίδας, όπως ο Καπάσα, αναγνωρίζουν την υψηλή ποιότητα των ινδικών εργοχείρων, προς τι τόση μυστικότητα όταν τα brands αγοράζουν τον κόπο Ινδών μαστόρων;
Ένα άδικο στίγμα
Η Ινδία διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της ευρωπαϊκής πολυτέλειας από τον 17ο αιώνα και μετά. Ωστόσο, η φήμη που απέκτησε τα τελευταία χρόνια ως χώρα-φθηνός εξαγωγέας ενδυμάτων, τα οποία περιμένουν την πελατεία τους στα ράφια της fast fashion, έχει επισκιάσει το μακρύ και πλούσιο παρελθόν της στη μόδα, ενώ αποσιωπάται τελείως το παρόν και η συμμετοχή της στην τρέχουσα βιομηχανία της haute couture, στην οποία συμβάλλει με όλο και πιο περίπλοκες και περίτεχνες τεχνικές κεντήματος.
Επιπλέον, υπάρχει μια γενικευμένη προκατάληψη που εδράζεται στην αποικιοκρατική νοοτροπία και λέει ότι η ευρωπαϊκή κουλτούρα, το πνεύμα και οι τέχνες της είναι κατά κάποιο τρόπο ανώτερα όλων των υπολοίπων. Εξαιτίας αυτής ακριβώς της προκατάληψης ορισμένα brands φοβούνται πως, αν αποκαλυφθεί η συνεργασία τους με την Ινδία, θα χάσουν στη συνείδηση των πελατών ένα κομμάτι της αξίας τους. Ο Maximiliano Modesti θεωρεί αυτόν τον φόβο παράλογο και αντιστρέφει τον συλλογισμό: «Η χειροτεχνία υψηλής εξειδίκευσης, που δημιουργεί κομμάτια σε πολλές μέρες ή και μήνες, δεν είναι απαγορευτική για τις premium επωνυμίες μόδας από άποψη κόστους. Είναι ακριβώς αυτή η χειροτεχνία υψηλής εξειδίκευσης (από την Ινδία) που στοιχειοθετεί την υψηλή θέση της επωνυμίας».
Και συνεχίζει: «Για παράδειγμα, το κέντημα που κάνουμε για τον Hermès κανείς άλλος δεν θα μπορούσε να το κάνει. Μόνο ο Hermès θα μπορούσε να το χρησιμοποιήσει, γιατί είναι πολύ χρονοβόρο. Κοστίζει πολύ και απαιτείται πολύς χρόνος, επομένως, δεν μπορεί να γίνει μεγάλη παραγωγή».
Εκτός από τα Les Ateliers 2M και Chanakya, εξαγωγική επιχείρηση με μεγάλους πελάτες είναι η Milaaya. Ιδρύθηκε το 2000 από την Gayatri Khanna, μια δραστήρια γυναίκα που εργάστηκε στο Saks της 5ης Λεωφόρου και πουλούσε πασμίνες στη Νέα Υόρκη. Ώσπου κάποιος πελάτης τής ζήτησε μια κεντημένη διακόσμηση. Αρχικά, συνεργαζόταν με βιοτεχνίες στο Μουμπάι, στη συνέχεια έφτιαξε εκεί ένα δικό της μικρό ατελιέ των 20 ατόμων, που σήμερα μεγάλωσε πολύ. Οι πρώτοι της μεγάλοι πελάτες ήταν οι Ralph Lauren και Cynthia Rowley, σήμερα δουλεύει για τους Dolce & Gabbana και Alice + Olivia.
Εκτός από τα ινδικά εργαστήρια που δημιουργούν εξειδικευμένα και εξατομικευμένα σχέδια κατά παραγγελία, υπάρχει και το Aditiany, του οποίου τα γραφεία στη Νέα Υόρκη φιλοξενούν ένα αρχείο με χιλιάδες κεντήματα. Η εταιρεία ιδρύθηκε το 1991 από τη μητέρα της Naina Shah, η οποία προσέλαβε 6 άτομα (σήμερα έχει 80). Οι πρώτοι πελάτες ήταν οι Ralph Lauren, Michael Kors, Giorgio Armani, Valentino και Alexander McQueen.
Η πραγματικότητα είναι ότι η συνεισφορά της Ινδίας στην ευρωπαϊκή μόδα πολυτελείας θα μεγαλώνει όλο και περισσότερο. Είναι τυχαίο το γεγονός ότι διαρκώς νέα ατελιέ φυτρώνουν σαν τα μανιτάρια στην Ινδία; Πολλοί από τους κορυφαίους Ινδούς εξαγωγείς έχουν εκθεσιακούς χώρους και γραφεία στις ΗΠΑ, την Ιταλία και τη Γαλλία. Την ίδια στιγμή, οι επικεφαλής του κλάδου δρομολογούν αυξημένους ελέγχους όσον αφορά τη βιωσιμότητα, τους μισθούς, τις συνθήκες εργασίας, ώστε να μπορούμε να μιλούμε για ηθική μόδα σε όλους τους κρίκους της εφοδιαστικής αλυσίδας.
Με πληροφορίες από το Business of Fashion
Δειτε περισσοτερα
Μια Θεσσαλονικιά ποιήτρια του Μεσοπολέμου έρχεται πάλι στο προσκήνιο
Η Ρεβέκκα Καμχή γράφει για τη γνωριμία της με τον καλλιτέχνη Κωνσταντίνο Κακανιά και για την αναδρομική του έκθεση στην γκαλερί της
«Η αρχιτεκτονική είναι η τέχνη της διάρκειας»
Οι ταινίες, οι αριθμοί, οι αλλαγές, οι διαμάχες
Ένα φαινόμενο που η παρουσία του μεταξύ ψηφιακού κόσμου και αληθινών γειτονιών καταργεί τα όρια μεταξύ κατασκευασμένου και υπαρκτού