Oρίτζιναλ ή κινεζιά; Ο διχασμός ανάμεσα στην αυθεντικότητα και τη μαϊμού
Κάτι που θα προβληματίζει πάντα την γκαρνταρόμπα μας, τον τρόπο που ψωνίζουμε αλλά και τον τρόπο που βλέπουμε τον εαυτό μας στον καθρέφτη
Αυθεντικά κομμάτια ή αντίγραφα αυτών: το δίλημμα στο τι αξίζει όταν ψωνίζουμε
Τα τελευταία πολλά χρόνια, από τότε που μπήκε στη ζωή μας το πρώτο κινεζάδικο μαζί με την Ζάρα άποψη για μια αγορά, με πάθος απαρνήθηκα τα μεγάλα ονόματα για να πέσω στα ψιλά γράμματα της μόδας που ειδικεύεται στην κόπια. Για αρκετές, νεανικές δεκαετίες, είχα δώσει με το παραπάνω τον προσωπικό μου οβολό στο sur mesure, στις υπογραφές της δημιουργικότητας, στους μεγάλους μετρ του εξωτερικού αλλά και της τοπικής μας παραγωγής. Έτσι ήταν τότε ο κόσμος. Η ετικέτα μετρούσε, για να μην σου πω ότι ήταν και μονόδρομος. Από κείνες τις χρυσές δεκαετίες ακόμη κρέμονται στη ντουλάπα μου κάποια «κομμάτια», απέθαντα και αθάνατα, τα οποία με βγάζουν ασπροπρόσωπη ακόμη και σήμερα, σε καμιά ειδική περίπτωση. Αν με ρωτήσεις, η επένδυση αποδείχτηκε ασύμφορη στην τελική. Με την έννοια, πως στην ίδια ντουλάπα κρέμονται κάποια εξίσου απέθαντα, μοναδικά και με προσωπικότητα, που έχω ψωνίσει βάλε και είκοσι χρόνια πριν, σε βιντατζάδικα, λαϊκές, μπαζάρ, κινεζάδικα και μεγάλες αλυσίδες. Να μην ξεχάσω και μερικά που έχω περιμαζέψει από τα σκουπίδια.
Αυθεντικά κομμάτια ή αντιγραφή αυτών, το δίλημμα όταν ψωνίζουμε
Στην αρχή είχα τους ενδοιασμούς μου, δηλαδή στη μόδα της φτήνιας μπήκα δειλά-δειλά, με το ένα πόδι, συνδυάζοντας αρχικά το «καλό» με το «κακό», μπουφάν με ονοματεπώνυμο, τ-σερτ από τα καλάθια. Μεγαλώνοντας, όμως, μαζί με τις πρώτες ρυτίδες ήρθε και κατσικώθηκε μέσα μου η βεβαιότητα του στυλ, αυτό το «χέστηκα τί είναι της μόδας», αφού ξέρω πια τι μου πάει, τι με κολακεύει, τι με δείχνει ψηλότερη, τι συλφίδα, τι θα κρύψει την κοιλιά μου σε περιόδους που αφήνομαι να καταβροχθίσω ελεύθερα και ποιο ύψος φούστας ακριβώς μου ψηλώνει τη γάμπα. Επιπλέον, με τα χρόνια έχτισα τη δική μου ενδυματολογική περσόνα, ντούρα και ανεπηρέαστη από τους συρμούς και τις βιτρίνες. Βιτρίνα μου έγινε ο καθρέφτης. Από τη στιγμή που βεβαιώθηκα για το πώς θέλω να φαίνομαι και ποια εικόνα να πουλήσω στο παραέξω, η τζαμπουίτα αγορά έγινε η μοναδική κολλητή μου φίλη. Στις αλυσίδες θα ψωνίσω την τελευταία μέρα των εκπτώσεων, τότε που το σακάκι πέφτει στο 1.99 και τα αθλητικά στο 2.99, στα κινεζάδικα δεν κρύβομαι πια πίσω από τις κρεμάστρες μην πέσω σε γνωστό, βγαίνω και σας τα λέω όλα χαρτί και καλαμάρι αφού νιώθω περηφάνια μεγάλη όταν ανακαλύπτω τουαλέτα βραδινή και στραφταλιζέ του γάμου και της δεξίωσης με 3 ευρώ. Πλέον, ξοδεύω δεκαπλάσια για τα βλίτα στο μανάβη ή το χαρτί τουαλέτας, τους καφέδες και τα απορρυπαντικά στο σούπερ-μάρκετ, παρά για την ωραία μου γκαρνταρόμπα την οποία συντηρώ με φραγκοδίφραγκα.
Έλα όμως, που ξαφνικά μου μίλησε στην καρδιά και κόλλησε σαν τσίχλα στο μυαλό μου, βιτρίνα ορίτζιναλ με σνίκερ επώνυμο. Και εδώ έχω να σου καταρρίψω άλλον ένα μύθο. Τον μύθο του ακριβού πατούμενου, από γνήσιο δέρμα και αναρτήσεις που δεν βλάπτουν τον μηνίσκο. Όντας περιπατήτρια δεινή, που αλωνίζει το λεκανοπέδιο διαγωνίως και καθέτως σε καθημερινές, σχεδόν εξωπραγματικές για άλλους διαδρομές, έχω λιώσει ένα φορτηγό σόλες. Επώνυμες και απολύτως ανώνυμες. Υπήρξαν, λοιπόν, επώνυμες και του πανακρίβου που μου άφησαν ενθύμιο κάλους για να μην τις ξεχάσω ποτέ και ταπεινές που με έκαναν να ροβολώ Άιρα και Κάιρα, σαν αλαφροπάτης Αστραπόγιαννος στις βουνοκορφές της Πίνδου. Στο παπούτσι, σημασία έχει η εφαρμογή. Και καλό παπούτσι είναι αυτό που σου δίνει επιτάχυνση, φτερά στα πόδια, αυτό που ξεχνάς ότι το φοράς. Και όλα αυτά σου τα λέω για να σου δικαιολογήσω το γεγονός πως ποτέ δεν χαραμίζω πάνω από 25 ευρώ για ένα ζευγάρι παπούτσια.
Γνωστή, λοιπόν, από τα μικράτα μας εταιρία που ειδικεύεται στα σνίκερς, αποφασίζει να αλλάξει το προφίλ της, προσλαμβάνει κανα δυό τζίνιους σχεδιαστές που για ευνόητους λόγους δεν μπορώ να σου αναφέρω αλλά τους ξέρεις πολύ καλά, και βγάζει μια κολεξιόν μούρλια, κουκλάκι της πρωτοπορίας. Τί να σου λέω! Το σνίκερ που έρχεται από το μέλλον, να το φοράς και να σε κοιτάνε όλοι στα πόδια. Αυτό το αεροδυναμικό που αδύνατον να περάσει απαρατήρητο, αυτό που δεν μοιάζει με κανένα, αυτό που σου χαρίζει γενναιόδωρα προσωπικότητα, ακόμη και αν δεν διαθέτεις ούτε για δείγμα. Πέρασα μέρες σε ατέλειωτα πήγαινε-έλα, ξεροσταλιάζοντας μπροστά στη βιτρίνα. Βλέπεις, αν έχεις συνηθίσει στο 25 της μαϊμούς, το 110 της αυθεντικότητας δύσκολα καταπίνεται.
Δυό μήνες μετά, φίλη καλή στην οποία εξομολογήθηκα τον καημό μου, κυριολεκτικά με έσπρωξε στα ενδότερα της μπουτίκ, με το ατράνταχτο επιχείρημα: «μπες να τα δοκιμάσεις, μπορεί να σου πηγαίνουν χάλια, οπότε θα ξαναβρείς τον ύπνο σου». Και όντως παρατάσσω μπροστά μου όλα τα μοντέλα της κολεξιόν και αρχίζω την πασαρέλα. Το ένα μου χόντραινε τη γάμπα, το άλλο μου κόνταινε το πόδι, το τρίτο με χτυπούσε στη φτέρνα, ένα παράλλο στο μικρό δαχτυλάκι. Λίγο πριν ξεστομίσω το τελικό ουφ απαλλάχτηκα, μια εμμονή ήταν και τούτο, έρχεται και το τελευταίο της σειράς. Που δεν το είχα αφήσει τυχαίως τελευταίο. Ήταν αυτό που «δεν του το΄χα καθόλου», ένας άκομψος κόθορνος που τον φαντάζεσαι μόνο πάνω στο ατελείωτο πόδι της Ζιζέλ και το οποίο-ω! του θαύματος-μου έπεσε σαν το γοβάκι της Σταχτοπούτας, να μου κάνει μια γάμπα, λουκουμάκι! Όπως αντιλαμβάνεστε, τα 110, δεν τα γλύτωσα! Το εν λόγω παπουτσάκι όμως, έκανε απόσβεση! Σε εφέ και σε χιλιόμετρα. Μέχρι που τα΄φτυσε!
Μέχρι να τα φτύσει, κύλησε νερό στο αυλάκι, οι μαϊμουδοπαραγωγοί πρόλαβαν να αντιγράψουν σύμπασα την κολεξιόν, την οποία, πλέον, βλέπω να κυκλοφορεί αβέρτα-κουβέρτα στην άσφαλτο της πρωτεύουσας, κάνοντας λαμπρό σουξέ! Μόλις αντίκρυσα για πρώτη φορά το φέικ σε βιτρίνα έναντι 25 ευρώ, θα σας ομολογήσω πως δαγκώθηκα. Πώς την πάτησα έτσι εγώ; Και κοίτα να δεις τί ωραίο που το κάνουν! Σαν σιαμαίο αδελφάκι! Βρε φτυστό, σου λέω το ορίτζιναλ! Έζησα ένα διάστημα με τον καημό μου, μέχρι που φίλη, λιγότερο μυωπική από μένα, μου επεσήμανε την-πολύ μεγάλη-διαφορά. Από τη φτέρνα της μαϊμούς έλειπε ένα αστεράκι! Ω δυστυχία! Να περπατάς εσύ περήφανη και πίσω σου οι κακοπροαίρετοι να σχολιάζουν πόσο τσίπισα είσαι. Αυτό, δεν είχε περάσει ποτέ από το μυαλό μου. Πάντα φορούσα με καμάρι τις φτήνιες μου, ίσως γιατί δεν τους έλειπε το αστεράκι!
Οπότε, αρχίζω ξανά τα σούρτα-φέρτα στις δεκάδες μπουτίκ με τα αληθινά, προκειμένου να αποφασίσω το επόμενο ζευγάρι: το ειλικρινώς γνήσιο, με τη βούλα αλλά σε άλλο μοντελάκι, αφού στο μεταξύ και η μαμά εταιρία είχε κάνει τα κουμάντα της, να ρίξει κάτι φρέσκα, πανώρια, λιμπιστικά μοντελάκια στην αγορά. Ο δισταγμός κράτησε μήνες, όσο κρατά μια ολόκληρη άνοιξη μέχρι να γίνει καλοκαίρι. Περίοδο κατά την οποία επισκέφτηκα-μετρημένα-9 καταστήματα, δοκιμάζοντας όλη τη σειρά! Από όψη κουκλάκια, από εφαρμογή, πρόβλημα! Σε όλα κάτι δεν πήγαινε καλά, έλειπε αυτή η γάντι-άνεση, που δεν σε ενθαρρύνει να φτάσεις στο ταμείο. Και αυτό το λες ουφ, ανακούφιση και γλύτωσα 120 ευρουλάκια μαζί!
Κόλλησα τα παλιά στον τσαγκάρη, επούλωσα τις πληγές τους και παρηγορήθηκα με ένα «για όσο και όπου με βγάλει!». Στο μεταξύ ήρθε το θέρος, μαζί και οι εκπτώσεις. Οι οποίες όσο προχωρούσαν οι καύσωνες, μεταμορφώθηκαν σε υπερ-εκπτώσεις ή αλλιώς, σε τζάμπα-ολέ! Και επισημαίνω, που λες, τη μαϊμού, με 12 ευρώ! Φορτωμένη με μια σακούλα μοσχαράκι από το χασάπη και είκοσι κιλά ροδάκινα για μαρμελάδα, κάνω το μεγάλο βήμα και μπουκάρω στη μπουτίκ-μαϊμουδερί. Και δοκιμάζω το πλαστό, το κάλπικο. Και μου στρώνει μαγικά. Και το αγοράζω. Αστέρι-ξαστέρι-πεφταστέρι, εγώ το αγόρασα! Όλα αυτά συνέβησαν προχθές. Και σήμερα σου γράφω γιατί κάπου έχω κολλήσει. Εγώ που το καινούριο είμαι ικανή να το φορέσω και με την ετικέτα να κρέμεται από την ανυπομονησία μου, αυτά ακόμη δεν τα έχω κυκλοφορήσει. Κοιταζόμαστε αλλά σαν να μην αγαπιόμαστε. Αρχικά σκέφτηκα να τα λανσάρω στο χωριό, να’ναι και νύχτα. Σκέψη ηλίθια, καθώς αυτή τη στιγμή στο χωριό μόνο Αθηναίοι κυκλοφορούν. Σκέψη ακόμα πιο ηλίθια, αφού επαρχία-ξεεπαρχία, όλοι οι άνθρωποι απανταχού της χώρας έχουν την ίδια ικανότητα να ανιχνεύουν-ή όχι-το αστέρι της γνησιότητας.
Σήμερα, θα τα κυκλοφορήσω. Χωρίς μέσα μου να έχω ακόμη βρει τη λύση του διλήμματος. Τελικά, ορίτζιναλ ή κινεζιά;