Fashion

Στίβεν Τζόουνς: Ο πιο διάσημος σχεδιαστής καπέλων της υψηλής ραπτικής

Aπό το Λίβερπουλ στο Παρίσι, από τον Dior στον Μικ Τζάγκερ. Τα καπέλα του έχουν γίνει τα πιο αναγνωρίσιμα αξεσουάρ της παγκόσμιας μόδας.
Γεωργία Σκαμάγκα
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Τα καπέλα του Στίβεν Τζόουνς δεν είναι απλώς ένα αξεσουάρ, είναι «επανάσταση»

Ο Στίβεν Τζόουνς μεγάλωσε δίπλα στη θάλασσα, κάπου κοντά στο Λίβερπουλ στη βορειοδυτική Αγγλία. Το σχολείο του διοργάνωνε τακτικά διαγωνισμούς κατασκευής κάστρων στην άμμο. Έναν από αυτούς, τον θυμάται ακόμα. Ήταν 7 χρονών. Εκείνος και η φίλη του η Μέρι αφιέρωσαν πολύ χρόνο εκτελώντας με ενθουσιασμό και προσήλωση το «σχέδιο» που θα τους χάριζε τη νίκη. Όμως τα παιδάκια δίπλα τους έχτιζαν ένα Ταζ Μαχάλ που διακοσμούσαν και με εντυπωσιακά κοχύλια. Η σύγκριση ήταν αναπόφευκτη, με την προσπάθεια του Στίβεν και της Μέρι να μοιάζει ξαφνικά τόσο φτωχή και «κατώτερη». Ο μικρός, χαρισματικός Στίβεν τράβηξε βιαστικά το λευκό βαμβακερό μαντήλι του και το έσκισε σε τέσσερα τετράγωνα που τα άπλωσε πάνω στο κάστρο τους. «Και αυτή είναι η μπουγάδα του Ταζ Μαχάλ», ανακοίνωσε περήφανα.

Ο Στίβεν Τζόουνς συνεχίζει, εξήντα και κάτι χρόνια μετά, με το ίδιο πάθος και ευρηματικότητα να βάζει κάτι πάνω σε κάτι άλλο και να το μεταμορφώνει…

Στίβεν Τζόουνς: Η ζωή ενός από τους πιο ριζοσπαστικούς και σημαντικούς πιλοποιούς

Από το Λίβερπουλ στο Λονδίνο

Γεννημένος στις 31 Μαΐου 1957 στο Γουέστ Κίρμπι, κοντά στο Λίβερπουλ, ο Στίβεν ήταν το μικρότερο από τα τρία παιδιά του Γκόρντον και της Μάργκαρετ (Πέγκι) Τζόουνς. Μεγαλώνοντας δίπλα στη θάλασσα, ήταν από παιδί «εκτεθειμένος» στις άπειρες αποχρώσεις της γοητευτικής μουντάδας του βρετανικού θαλασσινού τοπιού με ό,τι αυτό περιλάμβανε, κάτι που άφησε μόνιμη εντύπωση στις παιδικές του αναμνήσεις και στις μετέπειτα δημιουργίες του. Η μητέρα του αγαπούσε την τέχνη αλλά και τους ανθισμένους κήπους. Οι βόλτες στις γκαλερί της πόλης ήταν ευχάριστη «παιδική» δραστηριότητα. Από τη Walter Art Gallery του Λίβερπουλ, στη Lady Lever Gallery του Port Sunlight και στον υπέροχο κήπο Bodnant της βόρειας Ουαλίας, το μυαλό του Στίβεν πλημμύριζε από εικόνες και ερεθίσματα. Παρόλο που ήταν πολύ μικρός για να σκεφτεί μια καριέρα ως σχεδιαστής καπέλων, τα καπέλα ήταν και αυτά πολύχρωμες «σταθερές» στην καθημερινότητά του, από το καπέλο του πατέρα του, τα μαντήλια που φορούσε η μητέρα του στα μαλλιά για να τα προστατεύσει από τον άνεμο και τα λουλουδάτα καπελάκια της γιαγιάς του στην κυριακάτικη λειτουργία.

Αφήνοντας πίσω τις σχολικές αίθουσες του Λίβερπουλ, παρακολούθησε ένα γενικό μάθημα τέχνης στο High Wycombe College, πριν μπει στο Saint Martin's School of Art του Λονδίνο το 1976 για να σπουδάσει σχέδιο μόδας. Ήταν εκείνα τα χρόνια που ο Στίβεν θα βουτούσε στον συναρπαστικό υπό-κοσμο της πανκ κουλτούρας που διαπερνούσε αυτάρεσκα τη μόδα και τη μουσική. Με «μέσο» τον καθηγητή του Πίτερ Λιούις-Κράουν, ο οποίος διηύθυνε τότε τον διάσημο λονδρέζικο οίκο μόδας Lachasse, θα εξασφαλίσει εκεί μια θέση ως μαθητευόμενος το 1977. Η θρυλική τεχνίτρια Σέρλι Χεξ, επικεφαλής του τμήματος των αξεσουάρ, θα τον μυήσει στην τέχνη της πιλοποιίας. Ως μέλος της ομάδας της θα περάσει μαζί της δύο καλοκαίρια μαθαίνοντας να φτιάχνει καπέλα.

Στα σκοτάδια του Blitz Club

Πίσω από μια ξεχασμένη πόρτα κάπου σε ένα στενό του Κόβεντ Γκάρντεν, το θρυλικό Blitz club ζούσε τις νύχτες σαν μυστικό. Κάτω από τα χαμηλωμένα φώτα και την κάπνα, με δανεικές σκιές από τον αστερισμό του Ντέιβιντ Μπόουι, από την ένταση της πανκ και τη μελαγχολία της σόουλ, τον υπαρξισμό του ευρωπαϊκού κινηματογράφου και τη σαγήνη των καμπαρέ, θα γεννιόταν ένα από τα πιο «αμφιλεγόμενα» στιλ στην ιστορία της μόδας. Τα ανήσυχα μυαλά της δεκαετίας της υπερβολής, μαζεύονταν σ’ εκείνο το μικρό σύμπαν με μοναδικό σκοπό να ανατρέψουν στερεότυπα, και οι φαινομενικά αδιάφορες βραδιές στο περιθώριο της πόλης θα γίνονταν το εφαλτήριο παγκόσμιας αναγνώρισης. Μη δίνοντας δεκάρα για τη δεινή οικονομική κατάσταση της Βρετανίας, τα «παιδιά του Blitz» ζούσαν τις «νεορομαντικές» ιδέες τους που θα άλλαζαν κάθε δεδομένο στη μόδα, τη μουσική και το design. Πολλά από εκείνα τα «παιδιά» είχαν φοιτήσει ή σπούδαζαν στο Saint Martin's School of Art. Τα 80s είχαν μόλις «ξεκινήσει» και ο Στίβεν Τζόουνς είχε βρει τη… σκηνή του. 

Μόλις τελείωσε τις σπουδές του το 1979, ο Στίβεν άρχισε να συχνάζει στο σκοτεινό Blitz παρέα με τους «νεορομαντικούς» αποστάτες της μόδας και της μουσικής, όπως την Κιμ Μπόουεν, τον Στίβεν Λινάρ, τον Μπόι Τζορτζ των Culture Club, τους Spandau Ballet και τους Visage. Πέρα από τον ήχο, το κίνημα δημιούργησε, κυρίως, «εικόνα» - από τολμηρές εμφανίσεις εμπνευσμένες από τη γκλαμ αισθητική του Ντέιβιντ Μπόουι και των Roxy Music, μακιγιάζ θεατράλε και χτενίσματα που υιοθετούσαν, σχεδόν, τις αρχές της γλυπτικής και ο νεαρός ταλαντούχος Στίβεν Τζόουνς φρόντισε να εμπλουτίσει τα υπερβολικά ανσάμπλ των πιο εκκεντρικών του Blitz με τα ονειρικά καπέλα του. Η Κιμ Μπόουεν, είδωλο και πηγή έμπνευσης του «κινήματος που δεν ζητούσε άδεια», υπήρξε από τους πρώτους ορκισμένους θαυμαστές του. Και ο Στιβ Στρέιντζ των Visage θα ήταν ο πρώτος που θα πλήρωνε για ένα καπέλο -που δεν ήταν απλώς αξεσουάρ, ήταν προσωπική «επανάσταση».

Τα πρώτα βήματα ενός μεγάλου πιλοποιού

Τελειώνοντας τις σπουδές του στο Saint Martin's, ο Τζόουνς θα δοκίμαζε πρώτα την τύχη του στο Παρίσι πριν επιστρέψει -άπραγος- στην Αγγλία και στην οικογενειακή επιχείρηση. Το πρωί διανομέας φρούτων και λαχανικών, το βράδυ και τα σαββατοκύριακα επίδοξος πιλοποιός (ειδικά για την Κιμ Μπόουεν). Ο Στιβ Στρέιντζ και η dj Πρίνσες Τζούλια (γνωστή και ως «η πρώτη κυρία της λονδρέζικης σκηνής της μόδας») που τότε εργάζονταν ως βοηθοί πωλήσεων στη μπουτίκ PX στην Endell Street στο Κόβεντ Γκάρντεν, τον σύστησαν στους ιδιοκτήτες του καταστήματος. Συνεπαρμένες από τον νεαρό σχεδιαστή, η Στεφ Ρέινορ και η Έλεν Ρόμπινσον θα του προτείνουν να στήσει ένα ατελιέ στο υπόγειο της μπουτίκ. Σύντομα, το ατελιέ και η μπουτίκ του Τζόουνς θα μεγάλωναν, αναζητώντας επαρκή τετραγωνικά. Από τη Wardour Street το 1982, στην Lexington Street το 1984, στην Heddon Street το 1988 για να επιστρέψει στο Κόβεντ Γκάρντεν το 1995, στον αριθμό 36 της Great Queen Street.

Οι πρώτες συνεργασίες

Ήταν οι δημιουργίες του για τα «Blitz Kids» που θα του άνοιγαν τις πόρτες στον αχανή κόσμο της μόδας, φέροντας και τους πρώτους πελάτες. Μεταξύ αυτών η Σουζάνε Μπαρτς, παραγωγός εκδηλώσεων μόδας στο Τόκιο και τη Νέα Υόρκη (τα πάρτι της στη Νέα Υόρκη των 80s έδωσαν τροφή στην ιστορία) και η Ρόντα Ράιμπνερ, η επιδραστική υπεύθυνη αγορών των αμερικανικών Bloomingdale's. Οι άγγλοι σχεδιαστές αναγνώρισαν επίσης γρήγορα το ταλέντο του σχεδιαστή. Ο Τζάσπερ Κόνραν, ιδρυτικό μέλος του London Designer Collections, και η Ζάντρα Ρόουντς, κυρίαρχη μορφή της βρετανικής μόδας από τη δεκαετία του 1970, διάσημη για τις εξτραβαγκάντ συλλογές και τα πλουμιστά της υφάσματα, τον «χρησιμοποιούσαν» στις επιδείξεις τους. Η Άννα Χάρβεϊ, fashion editor της βρετανικής Vogue και προσωπική στιλίστρια της πριγκίπισσας Νταϊάνα, θα φέρει τον Τζόουνς στα ενδότερα της βασιλικής οικογένειας. Η συνεργασία του με τη Βίβιαν Γουέστγουντ, την οποία γνώρισε το 1978, κορυφώθηκε με τα αξεπέραστα, πολύχρωμα στέμματα που σχεδίασε για τη συλλογή «Harris Tweed» Φθινόπωρο/Χειμώνας 1987-88, η οποία αποτέλεσε σημείο καμπής στην καριέρα του.

Από το Λονδίνο στο Παρίσι

Αν και έχω επισκεφτεί το Παρίσι πάνω από χίλιες φορές, ο μύθος του πάντα είχε μεγαλύτερη δύναμη από την πραγματικότητα

Στα τέλη της δεκαετίας του 1960, ο Γκόρντον και η Πέγκι Τζόουνς που έκαναν διακοπές με τα παιδιά τους στις διάσημες λίμνες της Ιταλίας, θα γίνουν φίλοι με την οικογένεια Μουσώ που ζούσε στο Παρίσι. Τα επόμενα καλοκαίρια, ο Στίβεν θα ταξίδευε με πούλμαν στο Παρίσι για να μάθει γαλλικά και να γνωρίσει τη γαλλική κουλτούρα. Με την κυρία Μουσώ θα ανακαλύψει τους θησαυρούς της τέχνης και του ντιζάιν στα μουσεία, θα γευτεί τη φινέτσα στα γαλλικά μπιστρό, θα εντρυφήσει στο στιλ στα βαγόνια της πρώτης θέσης του παρισινού μετρό. Όλα αυτά δημιούργησαν μόνιμα καλούπια στη φαντασία του και διαμόρφωσαν την αισθητική του, αλλά και τη εξιδανικευμένη εικόνα του για το Παρίσι. Μετά την αποφοίτησή του από τη Σχολή του Saint Martin's, ο Στίβεν ονειρευόταν να κάνει στη Γαλλία το ντεμπούτο του. Η πρώτη του απόπειρα, ωστόσο, δεν θα ήταν επιτυχής. Μόλις το 1983 θα κατάφερνε τελικά να κάνει τα πρώτα του βήματα στην παρισινή σκηνή της μόδας, δίπλα στους κορυφαίους εκπροσώπους της όπως ο Γκοτιέ και ο Τιερί Μιγκλέρ, ενώ οι διασημότεροι οίκοι υψηλής ραπτικής θα άνοιγαν τις πόρτες τους στον νεαρό «καπελά» και τη βοηθό και μούσα του Σίβιλλα ντε Σεντ Φαλ - ανιψιά της εικαστικού και γλύπτριας Νίκι ντε Σαιν Φαλ και στενή συνεργάτιδα της Madame Grès. Έκτοτε, ο Στίβεν Τζόουνς, ένας γνήσιος «Franglais» που μετακινείται μεταξύ Λονδίνου και Παρισιού, θα προικίσει τους πιο επιφανείς παριζιάνικους οίκους υψηλής ραπτικής με την τολμηρή του ενέργεια και την αστείρευτη δημιουργικότητά του: Chanel, Madame Grès, Elsa Schiaparelli, Christian Dior, Hubert de Givenchy, Yves Saint Laurent, Cristóbal Balenciaga, Claude Montana, Vivienne Westwood, John Galliano, Comme des Garçons, Walter Van Beirendonck και Louis Vuitton, όλοι «επωφελήθηκαν» από τον ρυθμό και την ισορροπία που χάριζαν στη σιλουέτα τα μοναδικά καπέλα του. «Ήταν αδύνατο να παρουσιάσω μια συλλογή χωρίς καπέλα - τα μοντέλα, ακόμη και αν φορούσαν το ωραιότερο φόρεμα του κόσμου, θα εξακολουθούσαν να φαίνονται γυμνά», παραδεχόταν ο Christian Dior.

Σαράντα και βάλε δεκαετίες αφιερωμένες στο πιο ιδιαίτερο και διαχρονικό αξεσουάρ

Μπορεί να έχασε το βραβείο του καλύτερου κάστρου στην άμμο, όμως εκείνη η παραλία των παιδικών του χρόνων θα τον ταξίδευε στα πέρατα της μόδας. Από το θρυλικό Blitz Club, στο παλάτι του Μπάκιγχαμ, από το Άσπεν στο Άσκοτ, από τον Μπόι Τζορτζ στον Λακρουά, από το Λίβερπουλ στο Παρίσι, με περισσότερα από 40 χρόνια αστείρευτης φαντασίας, ο μοναδικός Στίβεν Τζόουνς θα επέμβει στην… κορυφή της υψηλής ραπτικής με αριστουργηματικά αλλόκοτα έργα τέχνης. Τίποτε δικό του δεν θα έμοιαζε κατώτερο. Χωρίς το «μαγικό βαμβακερό μαντήλι» του Τζόουνς, καμία δημιουργία δεν έστεκε σωστά και το Ταζ Μαχάλ από άμμο έχει προ πολλού παρασυρθεί από τα κύματα στην παραλία του Γουέστ Κίρμπι…