Chic, drugs and rock’n roll
Ο σχεδιαστής Βασίλης Ζούλιας μιλάει για στιλ και για την άγρια πλευρά του δρόμου
Οδός Αλωπεκής 6. Απέναντι από την γκαλερί του Μιχαλαριά. Το κουδούνι έγραφε Κλίγκεν, το όνομα του προηγούμενου ενοικιαστή. Ήταν ένα οροφοδιαμέρισμα στον 2ο όροφο με πολλά δωμάτια. Εκεί συγκατοίκησα με τον Βασίλη Ζούλια, την Βανέσσα Κουτσοποδιώτου, την Ματούλα Καρέρρε και πολλούς άλλους άγνωστους ανθρώπους στα περίφημα 80΄ς,την εποχή που συναγωνιζόμαστε ποιός θα κάνει μεγαλύτερο κακό στον εαυτό του. Δουλεύαμε όλοι στις εκδόσεις του Άρη Τερζόπουλου, στα περιοδικά Γυναίκα, Κλικ, Diva, Men, είμαστε νέοι, ωραίοι και χωμένοι μέχρι τα μπούνια στα drinks και στα υπόλοιπα.
Δημήτρης Ζουρντός, το διάσημο μοντέλο Κιράτ, Βασίλης Ζούλιας και Μπίλι Μπο. Στα δοξασμένα 80ς.
Για ενάμισι χρόνο έβλεπα κάθε πρωί τον Βασίλη να σηκώνεται το πρωί, να πηγαίνει στο μπάνιο, να παίρνει τη δόση του, και έπειτα να ετοιμάζεται για τη δουλειά, πάντοτε κομψός και περιποιημένος. Έπαιρνε το filofax, έβγαινε από το σπίτι και ξαναγύριζε αργά το απόγευμα. Όποια και αν ήταν η διάθεσή του, δεν τον θυμάμαι ούτε μια μέρα που να μην ασχολήθηκε με τη δουλειά του, με το styling και τη μόδα. Ακόμα και τις χειρότερες καταστάσεις, τις αντιμετώπιζε με γούστο και με στυλ. Για να καταλάβετε, στο μπάνιο του, αντί για οινόπνευμα, χρησιμοποιούσε την πανάκριβη κολόνια Polo.
Και ποιος δεν πέρασε από αυτό το σπίτι! Άνθρωποι της μόδας, δημοσιογράφοι, μοντέλα, ντήλερς, μόδιστροι, φωτογράφοι μακιγιέρ, γκόμενες και γκόμενοι. Όλη την ημέρα το κουδούνι με το όνομα Κλίγκεν δεν σταματούσε να χτυπάει. Τα βράδια τρώγαμε παρέα σαν κοινόβιο, μεθούσαμε, γινόμασταν λιώμα. Μια φορά έπαθα οd και θυμάμαι αμυδρά την Ματούλα να με πηγαινοφέρνει στο μπαλκόνι, τον Βασίλη να μου ρίχνει νερό μέσα στην μπανιέρα και τον Δημήτρη Ζουρντό να τσιρίζει "Έγινε μπλε! Είναι νεκρός! Να τον πετάξουμε απέναντι στο Μιχαλαριά!".
Είχαμε μια κοπέλα την Μπέτυ, που συγύριζε, έπλενε τα ρούχα και έφτιαχνε καταπληκτικό μπριάμ. Καλέσαμε μια μέρα την Μανουέλλα Παυλίδου και την Φρόσω Ράλλη για να φάμε μαζί. Ήρθαν χαρούμενες, καθίσαμε στο τραπέζι, και πάνω που άρχισαν να τρώνε, εγώ λιποθύμησα μέσα στην ντοματοσαλάτα και ο Βασιλης έκανε ντάγκλες με ένα κολοκυθάκι καρφωμένο στο πιρούνι του. Σηκώθηκαν έντρομες και έφυγαν χωρίς να πούνε λέξη.
Με τη Μάρα Δεσύπρη. Για πάντα φίλοι.
Με αυτά και με αυτά, στην οδό Αλωπεκής γινόταν ο θάνατος της αλεπούς. Πανέξυπνα μυαλά, εκατομμύρια εγκεφαλικά κύτταρα, υπέροχες ιδέες και καταπληκτικοί άνθρωποι κάηκαν μέσα σε αυτό το σπίτι. Οι περισσότεροι δεν ζούνε πια. Εμείς που για κάποιο ανεξερεύνητο λόγο επιζήσαμε, κάναμε ο καθένας τον κύκλο του και φτάσαμε μέχρις εδώ με περισσότερες εμπειρίες και λιγότερους ζωντανούς φίλους. Η τελευταία εικόνα που έχω στη μνήμη μου είναι ο Βασίλης γονατιστός στο σαλόνι, με το κασετόφωνο αγκαλιά, να ακούει "Τα τραγούδια του αγώνα" του Μίκη Θεοδωράκη και να κλαίει με μαύρο δάκρυ.
Έτος 2015. Τον συναντάω μετά από καιρό στο κομψό ατελιέ του, στην Ακαδημίας 4. Στο σπίτι αυτό έμενε παλιά η Μελίνα Μερκούρη με τον Χαροκόπο. Τώρα, γεμάτο κόσμο που δουλεύει, μοδίστρες, υπαλλήλους, προμηθευτές και πελάτες, είναι το ορμητήριό του. Εδώ σχεδιάζει τα υπέροχα φορέματα, τις εκπληκτικές τσάντες και τις μοναδικές γόβες. Εδώ, μετά το στοίχημα της ζωής κερδίζει το στοίχημα της δουλειάς. Το μαγαζί της Αθήνας είναι στα καλύτερά του, το μαγαζί της Σαντορίνης σκίζει και σύντομα ανοίγει τα φτερά του για το εξωτερικό.
"Ένα πρωί" μου λέει και γελάει "βγαίνω με την ρόμπα του Χρηστάκη, που είχε γίνει πουά από τις κάφτρες και μου λέει η Μπέτυ "Κοιμάται ένας μαύρος στο δωμάτιο και στο σαλόνι μια κυρία." Είχαν ξεμείνει από την προηγούμενη ημέρα. Κάτω στο πάτωμα χυμένες ΚόκαΚόλα. Στο μπάνιο σύριγγες, μπαμπάκια ματωμένα. Στην κουζίνα ένας άγνωστος, γυμνός, είχε ανοίξει την πόρτα του ψυγείου και έψαχνε κάτι να φάει. Κατάλαβα πως η κατάσταση είχε γίνει πολύ αντεργκράουντ. Κι εμένα το αντεργκρόυντ δεν μου πάει σαν στυλ. Ήμουν ο πρώτος που την έκανε, τσακώθηκα μια μέρα (το θυμάμαι και γελάω) με την Ματούλα, ποιος θα πάρει τις κουρτίνες, τα μάζεψα και έφυγα.
Νόμιζα πως το Κολωνάκι ευθυνόταν για όλη αυτή την ντεκαντάνς και αποφάσισα να πιάσω ένα σπίτι μακριά για να κόψω τα drugs. Έπιασα ένα στην οδό Ασκληπιού, δίπλα στα Εξάρχεια! Και όχι μόνο δεν τα έκοψα αλλά με συλλάβανε μια μέρα, με πήγανε στο τμήμα κι όπως περίμενα να έρθει η σειρά μου, έδωσα μια και πήδηξα στο κενό. Με μάζεψαν με το κουταλάκι, με πήγαν στο νοσοκομείο και εκεί, μετά την αποθεραπεία που κράτησε πολύ καιρό, άρχισε και η απεξάρτηση. Μαζί με τη δεκαετία του ΄80 που τελείωνε, έκλεισε και για μένα μια εποχή που τη λέω "τα πέτρινα χρόνια". Ήταν μια σκληρή εποχή και όσοι επιζήσαμε από αυτήν θα πρέπει να θεωρούμε τον εαυτό μας τυχερό. Το σπίτι της Ασκληπιού, το "φαντασματόσπιτο", ήταν το ενδιάμεσο από την μια κατάσταση στην άλλη.
"Μετά ήρθε η κάθαρση. Μετακόμισα σε μια παλιά πολυκατοικία στην οδό Αμαλίας που έβλεπε στον Εθνικό Κήπο. Στο κάτω διαμέρισμα έμενε μια προσωπικότητα, μια σπουδαία γυναίκα, η Λητώ Κατακουζηνού. Γίναμε φίλοι, είχα κάνει το διαμερισμά της στούντιο, κατέβαινα και φωτογράφιζα, μου άφησε τα καπέλα της, φορέματα, είχαμε δεθεί πολύ. Άρχισα να δουλεύω εντατικά. Πάντοτε δούλευα, ακόμα και την εποχή που ήμουν στα drugs, έπινα για να δουλεύω και δούλευα για να πίνω. Άρχισα πάλι τις φωτογραφήσεις μόδας και πάνω που περίμενα να μου απαντήσει η Έλενα Λυμπέρη αν θα με πάρει στη VOGUE, μου πρότεινε η Μάρα Δεσύπρη να αναλάβω διευθυντής στον Μουριάδη και να λανσάρω το δικό μου αντρικό στυλ.
Στο ατελιέ της οδού Ακαδημίας
Το στυλ το δικό μου είναι κλασσικό με ένα twist. Πάντα ντυνόμουν σαν μικρός λόρδος,16 χρονών είχα κάνει πουκάμισα παραγγελία στον Χρηστάκη. Μου αρέσουν τα σακάκια, τα κοστούμια, τα μαντήλια στο πέτο. Έχω όμως και κολλήματα με τα Levi's 501,τα Rayban... Δυστυχώς όμως η εταιρία έκλεισε, τότε με το Χρηματιστήριο, και εγώ έμεινα με το κλειδί στο χέρι και με το μετέωρο βήμα του στυλίστα! "Τι θα κάνεις τώρα?" με ρώτησε ο επικεφαλής του εργαστηρίου. "Δεν ξέρω " του λέω. "Γιατί δεν βάζεις το όνομα σου στα παπούτσια που έχεις σχεδιάσει για τον Μουριάδη;" Έτσι ξεκίνησα και το σύμπαν βοήθησε να βρεθούν χρήματα και άνοιξα το μαγαζί στην Κανάρη. Λανσάρισα τις μυτερές γόβες και αμέσως είχα επιτυχία, έρχονταν ξένοι και μου έλεγαν "πρώτη φορά βλέπουμε τόσο καλοφτιαγμένο παπούτσι στην Ελλάδα". Μετά για να ντύσω αυτά τα παπούτσια προχώρησα και στα ρούχα.
Όλο αυτό το διάστημα έμενα στο Παλαιό Φάληρο. Εγώ που δεν μπορούσα μακριά από το κέντρο, έμεινα εκεί 11 χρόνια! Τα τελευταία χρόνια ξαναγύρισα και μένω πια στην Ησιόδου, σε μια παλιά πολυκατοικία. Α, για να νοικιάσω ένα σπίτι η πολυκατοικία πρέπει να είναι τουλάχιστον 50 ετών, αλλιώς δεν μπαίνω μέσα!"
Ντανιέλ Ραζή, Βασίλης Ζούλιας και Μάρα Δεσύπρη στα εγκαίνια της μπουτίκ στο Κολωνάκι, το 2003, φωτογραφημένοι από την Calliope.
Κλείνω το μαγνητόφωνο και μιλάμε για τη Ζωή Λάσκαρη που το περπάτημά της στον "Κατήφορο" τον ενέπνευσε να φτιάξει τις μυτερές γόβες, για τα ρούχα του που θέλει να εκπέμπουν ρομαντισμό και θηλυκότητα, για τον έρωτα που πλέον τον προσφέρει μόνο στους διαθέσιμους ανθρώπους, για τα σχέδιά του να επεκταθεί στο εξωτερικό. Θυμόμαστε ζώντες και τεθνεώτες φίλους μας. Γελάμε και στο μυαλό μου έρχονται τα λόγια του Μάνου Χατζιδάκι "Με κίνδυνο να παρεξηγηθώ, θα έλεγα πως όλοι οι νέοι πρέπει να πέσουν στα ναρκωτικά και μετά να βγουν από αυτά, για να νοιώσουν τη μεγάλη δύναμη που παίρνεις όταν νικάς τον εαυτό σου." Αυτό κατόρθωσε ο φίλος μου. Βούτηξε στην κυριολεξία με το κεφάλι στο κενό, έγινε χίλια κομμάτια και έπειτα σηκώθηκε, τίναξε το κομψό σακάκι του, έκανε μια ευγενική υπόκλιση στο παρελθόν του και συνέχισε τον δρόμο του.
Από τη συλλογή του Βασίλη Ζούλια, Άνοιξη-Καλοκαίρι 2015