O Ροφός
Άπνοια. Μεσηµέρι κατακόρυφο, αθόρυβο. Πέντε-έξι πετσέτες, δύο οµπρέλες, ένα στρώµα.
Άπνοια. Μεσηµέρι κατακόρυφο, αθόρυβο. Πέντε-έξι πετσέτες, δύο οµπρέλες, ένα στρώµα. Λευκή, αµµώδης αταραξία. Ηρεµία σαν σκηνοθετηµένη.
Τρέχει. Σκουπίζει γρήγορα τα χέρια της. Αδειάζει την τσάντα πάνω στην πετσέτα. Πιάνει το τηλέφωνο. Σκίζει τη σιωπή. Φωνάζει µέσα στο φυσικό ηχείο του όρµου: «Ελα! Έλα, ναι. Έτρεχα για να το προλάβω. Απορώ που έπιασε. Ναι. ∆εν έχει πουθενά σήµα στο κωλόνησο».
Βάζει το χέρι µπροστά στο στόµα, τάχα να µην ακούγεται. «Τι να κάνω; Τρίτη µέρα και πάω να πεθάνω. Όχι, δεν µ’ ακούει. Τον έχω αµολήσει µε τη µάσκα. Κάθε µέρα µένει τρεις ώρες µέσα στο νερό. Κι όλο στο παρά πέντε, λέει, του ξεφεύγει ο ροφός. Άσε. Τι να κάνω κι εγώ; Έχω λιώσει. Πολύ σταυρόλεξο. Τι; Μόνο ξεκούραση; Όλο κοιµάµαι. Κοιµάµαι και κρατιέµαι να µην ξυπνήσω, γιατί µε περιµένουν οι ώρες. Πολλές ώρες. Μέχρι και την εφηµερίδα του, την αθλητική, παίρνω και τη διαβάζω. Τι να κάνω;»
«Τρίτη µέρα είµαστε εδώ και ντρέποµαι που θα το πω, αλλά... Βαριέµαι! Σκυλοβαριέµαι! Σας ζηλεύω που είστε εκεί όλες µαζί. Κι εγώ είµαι εδώ, σχεδόν µόνη. Μόνη µε το ρόφο. Με τον παρά-λίγο ροφό».
«Είχες δίκιο. Έπρεπε να περιµένω. Έπρεπε να τον είχα τσεκάρει. Τα βράδια από τη βαρεµάρα µε πιάνει δύσπνοια. Τουλάχιστον θα του πω να ξανάρθουµε εδώ. Εδώ που έχει σήµα. Τουλάχιστον να µιλάµε λίγο στο τηλέφωνο. Να ξεχνιέµαι. Μια βδοµάδα είναι. Θα περάσει. Θα ξεχαστεί».