Εγώ και οι μικρές, δίδυμες αδερφές μου
Σήμερα τα αδελφάκια μου γίνονται 15 χρονών!
Ένα κορίτσι υποδέχεται στον κόσμο τις δύο μικρές δίδυμες αδερφές του και περιγράφει τα αισθήματά του, το δώρο της για τα γενέθλιά τους.
Ήμουν δεν θα ΄μουν 7μιση, η κοιλιά της μαμάς είχε αρχίσει να φουσκώνει απειλητικά και η καρέκλα μου να τρίζει επικίνδυνα. Μέχρι τότε ήμουν η πιο μικρή, η πιο χαριτωμένη, η πριγκίπισσα του μικρόκοσμου, το χαϊδεμένο παιδάκι, η αδυναμία των φίλων των γονιών. Ανέβαινα στην καρέκλα, έκανα σόου και ήμουν η βασίλισσα του χωριού. Από μακριά, το ώριμο βλέμμα της «μεγάλης» δεν απειλούσε το θρόνο μου στην κουλαμάρα, ήταν το σοβαρό παιδί που έβαζε τα πράγματα σε τάξη, είχε κερδίσει το σεβασμό στη θέση της ως ήρεμη δύναμη, ούτε ήθελε ούτε προσπάθησε ποτέ να με εκθρονίσει από οικογενειακό κλόουν.
Για μένα όμως, το «κοινό μου» (εκείνη την εποχή το αποτελούσαν κυρίως γνωστοί, φίλοι, οι γονείς εννοείται, οι λοιποί συγγενείς, ο κάθε άσχετος επισκέπτης του σπιτιού και ο περιπτεράς που αγόραζα τσίχλες) ήταν η βάση που πατούσα, και συνέχισα να πατάω μέχρι που το βασίλειο μου δέχθηκε εισβολή: μετά από 9 βασανιστικούς μήνες όπου απόλαυσα τα τελευταία μου μεγαλεία, μπούκαραν στον μικρόκοσμο μου ΔΥΟ (το τονίζω, όχι ένα, ΔΥΟ) πλασματάκια, πιο χαριτωμένα από μένα (τα βρέφη είναι πιο χαριτωμένα από οτιδήποτε κινείται), με πιο μεγάλη ανάγκη για αγκαλιά και για προσοχή πάνω τους. Το κοινό μου, πλέον, με το που έμπαινε στο σπίτι, αντί να γίνει αποδέκτης του σόου μου και μετά να λέει στους γονείς μου τι χαριτωμένη που είμαι (κι εγώ να κρυφακούω απ’ την κουζίνα φουσκώνοντας από καμάρι,) όπως είχα συνηθίσει τα πράγματα βρε αδερφέ, το κοινό μου λοιπόν έβγαζε τα παπούτσια του και έμπαινε σιγά σιγά στο δωμάτιο των μωρών. Και μετά, και πάλι χωρίς να γίνει αποδέκτης του σόου μου, συζητούσε για το βάρος και το ύψος τους και κάθε πότε κλαίνε και τι τρώνε και τι χέζουν. Μεγάλη σύγχυση στο βασίλειο του δράματος. Απ’ τα νεύρα μου έκανα όλες τις Μπάρμπι φαλακρές. Όταν πήγαινα σχολείο, βέβαια, κοκορευόμουν ότι έχω δυο μωρά σπίτι να παίζω, αληθινές κούκλες. Και που και που, καθόμουν και τα χάζευα τι μικρά που είναι και τι τρώνε και τι χέζουν. Αλλά το μάτι μου είχε γυρίσει ανάποδα από τη ζήλια και σταμάτησα να κάνω τη χαριτωμένη και πέρασα ένα ολόκληρο απόγευμα να προσπαθώ να πείσω τη μαμά ότι μπορώ κι εγώ να πίνω γάλα από το στήθος της όπως οι μικρές, σε μπιμπερό (προφανώς χωρίς αποτέλεσμα).
Το ίδιο καλοκαίρι, είχα θυμάμαι αποφασίσει ότι θα μάθω στα δίδυμα που μόλις είχαν κλείσει τους τρεις μήνες να λένε την αγγλική αλφαβήτα. Αυτά απλώς με κοιτούσαν, με τα μεγάλα μάτια των μωρών που δεν έχουν κανένα συγκεκριμένο χρώμα, κουνούσαν το κεφαλάκι τους που είχε μια λακουβίτσα με μαλλάκια, και που και που έσφιγγαν το δάχτυλο μου στην παλάμη τους ή όταν άκουγαν μουσική κουνούσαν ρυθμικά τα πόδια τους σα να χορεύουν. Πάντως την αγγλική αλφαβήτα δεν την είπαν. Καθόμουν με τις ώρες από πάνω από το ριλάξ και πολύ εκνευρίστηκα όταν δεν τα κατάφεραν (μόνο α-ου-α λέγανε) . Σαν αλλοπρόσαλλο κακιασμένο, τα τσιμπούσα κρυφά για να κλαίνε, για να αγαπάνε εμένα όλοι που δεν κλαίω, και μετά τα νανούριζα για να ησυχάσουν, από τύψεις.
Για να μη τα πολυλογώ, όταν πέρασαν οι πρώτοι άγριοι μήνες συνύπαρξης και με άφησαν να τα παίρνω και αγκαλιά, κάπως ηρέμησε το τερατάκι της ζήλιας. Ξαναβρήκα το χαμένο μου κέφι και άρχισα να καταπίνω αργά και βασανιστικά, κομμάτια του κέικ που λέγεται «δεν είσαι το κέντρο του κόσμου», πράγμα επίπονο αλλά πολύ χρήσιμο. Σημειωτέον, αυτό το κέικ το τρώω μέχρι σήμερα. Οι μικρές λοιπόν άρχισαν να μιλάνε και να περπατάνε και να έχουν πλάκα, το αίμα νερό δεν γίνεται, μπαίνοντας στην προεφηβεία ανακάλυψα άλλα κόλπα για να είμαι το επίκεντρο του μικρόκοσμου μου τουλάχιστον, τα δίδυμα αδερφάκια μου με ενοχλούσαν πλέον μόνο όταν έκαναν φασαρία. Όταν έχεις μικρά αδέρφια, συνειδητοποιείς λίγο πιο στέρεα γιατί έκαναν οι γονείς σου σαν παλαβοί την πρώτη φορά που βγήκες στο δρόμο μόνος σου ή όταν πλησίαζες την άκρη ενός γκρεμού στις εκδρομές. Νιώθεις, πως για να τα προστατέψεις, έχεις μέσα σου τη δύναμη όλου του κόσμου, κι επίσης νιώθεις ότι κινδυνεύουν ανά πάσα στιγμή, ακόμη και από τον αέρα, μέχρι να μεγαλώσουν. Και για να λέμε την αλήθεια, για πάρα πολλά χρόνια ήταν όντως μικρές: είναι αυτή η μονοκόμματη ηλικία από τα 4 μέχρι τα 8, μετά από τα 9 μέχρι τα 11. Οι διαφορές είναι ανεπαίσθητες, όταν έχεις καθημερινή επαφή με ένα παιδί (δύο, εν προκειμένω) που μεγαλώνει.
Εδώ και δυο περίπου χρόνια δεν μένουμε στο ίδιο σπίτι. Δεν θυμάμαι αν ήταν πέρυσι η πρόπερσι, αλλά μια μέρα μπήκα σπίτι και διέκρινα από πίσω μια θηλυκή φιγούρα στον καναπέ, μια κοπέλα με καστανά μαλλιά, μετρίου αναστήματος. Φαντάστηκα ότι κάποια φίλη της έχει καλέσει η μεγάλη μου αδερφή. Αμ δε. Ήταν η μικρή μου αδερφή η Φοίβη, που χωρίς να πάρω μυρωδιά ενώ την έβλεπα καθημερινά, είχε εξελιχθεί σε άνθρωπο κανονικού μεγέθους, όχι σμολ όπως την θυμόμουν. Σοκ και δέος. Δε θα ξεχάσω κάποια στιγμή στα πέντε της, με είχε ρωτήσει πώς γίνονται τα μωρά. 5 χρόνων αυτή, 13 εγώ, καταλαβαίνετε τη συζήτηση που ακολούθησε.
Προχτές γύρισαν από την εκδρομή που είχαν πάει με το σχολείο, και η μία είχε βάψει τα μάτια της με μολύβι. Σοκ και δέος νούμερο δύο. Κι ας έβαζα κι εγώ μολύβι (κρυφά) στην ηλικία τους.
Σήμερα, τα μικρά μας λουλουδάκια έχουν γενέθλια. Γίνονται 15. Στα δικά μου 15, εγώ θεωρούσα τον εαυτό μου ολοκληρωμένο μάγκα, ικανό να σώσει τον κόσμο αν του ζητηθεί. Για τις μικρές μας, συνεχώς ξεχνάω ότι είναι πραγματικοί άνθρωποι, ότι έχουν φιλίες, έρωτες, σοβαρά και μεγάλα όνειρα για το μέλλον, προβλήματα που τους φαίνονται τεράστια. Είναι φορές που με βάζουν στην άκρη και με ρωτάνε τί με απασχολεί, και θέλουν να με συμβουλεύσουν. Τότε ξυπνάω λίγο και συνειδητοποιώ πόσο σημαντικό είναι να αντιμετωπίζεις έναν άνθρωπο στα 15 σαν ίσο, αν θέλεις να είναι νορμάλ.
Καμιά φορά, μου αφήνουν σημειώματα, που λένε πόσο με αγαπάνε, αν το έχω καταλάβει, και τέτοια τρυφερά που λένε οι άνθρωποι που αγαπιούνται. Ένα τέτοιο είναι και αυτό εδώ, μόνο που το έγραψα εγώ.
Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε πρώτη φορά το 2012