Ένα χρονικό για το πώς μία ηλικιωμένη μητέρα περνάει από την αφηρημάδα στην άνοια.
Καθόταν σταυροπόδι μισοξαπλωμένος σε μια πολυθρόνα. Το καπελάκι του πεσμένο χαμηλά στα μάτια. Σιγοτραγούδαγε παίζοντας στα δάχτυλά του, σαν κομπολόι, ένα πιεσόμετρο και το φτερό του καπέλου του κουνιόταν με την ανάσα του. Ένας τύπος ακαθορίστου ηλικίας, ντυμένος αλλόκοτα, με κοστούμι περίπου τυρολέζικο. Δίπλα του μισάνοιχτη μια βαλίτσα.
Ξερόβηξα. Εκείνος άλλαξε πόδι και κάτω απ’ το γραφικό του καπέλο μού έκλεισε το μάτι.
«Τι γινόμαστε;»
«Καλά, εσείς;» ρώτησα όσο πιο προσεκτικά γινόταν.
«Μια χαρά. Έμαθα ότι εδώ ζει μια αντιπαθητική γριούλα».
Η μητέρα μου. Ετών 86. Εφηβικό πείσμα και ισχυρογνωμοσύνη με γεροντική άνοια. Συνδυασμός-φαρμάκι, που καταστρέφει επίμονα και μεθοδικά τα φαιά μου κύτταρα. Πώς θα την πείσω να αφήσει το σπίτι όπου μένει και να έρθει λίγο πιο κοντά μας;
Κόλπα, τεχνάσματα, πονηριές, απειλές, μαλαγανιές, μέχρι που δέχτηκε. «Χμ, αν βρεθεί κάτι καλό, χωρίς να πληρώνω, θα δούμε...» Βρέθηκε κάτι καλό, το πλήρωσα, το έκλεισα και πήγα με χαρά να της το αναγγείλω. «Εσύ να κοιτάς τη δουλειά σου! Δεν θα με πετάξεις έξω απ’ το σπίτι μου. Όλα αυτά τα κάνεις γιατί θέλεις να το πουλήσεις και να μου φεύγει όλη η σύνταξη στα νοίκια». Ο.Κ.
Ας μείνει εκεί όπου μένει, αλλά κάποιος πρέπει να την προσέχει, γιατί τα δύο τελευταία χρόνια έχει κάνει δύο κατάγματα και μας ειδοποιούν απ’ τα νοσοκομεία και τρέχουμε. Άσε το έμφραγμα που το πέρασε μια νύχτα μόνη και το πρωί σηκώθηκε πήγε στην Εφορία, πήγε στην Τράπεζα κι ύστερα μου τηλεφώνησε. «Δεν νιώθω και πολύ καλά. Για κοίτα να βρεις κανέναν καρδιολόγο της προκοπής». Μια βδομάδα στην εντατική. Στο καπάκι, διώχνει και την έρμη οικιακή βοηθό που είχε τα τελευταία δέκα χρόνια και, όπως και να ’χει ήταν ένας άνθρωπος δίπλα της. «Δεν χρειάζομαι εγώ αυτή την αστοιχείωτη να μου κάνει κουμάντο». Καταστροφή. Κατόπιν αυτού άρχισε ανεξέλεγκτα να αλωνίζει την Αθήνα, με λεωφορεία και μετρό, να τουμπάρει στις λακκούβες των πεζοδρομίων γιατί «αυτό το ζώον αντί να καμαρώνει στις δεξιώσεις δεν κοιτάει να φτιάξει κάνα πεζοδρόμιο, αλλά ίδια ο μπαμπάς της είναι, ένα φιλόδοξο Τομάρι». Να τσακώνεται με τους ταξιτζήδες οι οποίοι είναι «όλοι ανεξαιρέτως χωριάταροι που καβάλησαν ένα αυτοκίνητο και κάνουν ότι σοφάρουν αντί να κάτσουν στο χωριό τους να πηγαίνουν με το γάιδαρο»,και τα λοιπά και τα λοιπά. Επιχείρηση ανεύρεσης συντρόφου ή dame de compagnie ή όπως θέλετε πείτε το, αρκεί να το δεχτεί. «Τι με πέρασες εμένα; Κανένα ραμολιμέντο, να με τραβάει ένα βλαχαδερό αγκαζέ στο δρόμο; Εγώ όπου πάω μου λένε όλοι πόσο καλά είμαι, άσχετα αν εσύ θες να με πεθάνεις πριν την ώρα μου». Μάλιστα.
Και τότε περάσαμε στο στάδιο των απωλειών. Χάναμε τις ρόμπες, τα νυχτικά, τα παλτά, τα γυαλιά, το πιεσόμετρο, τη θερμοφόρα, την τσάντα τη μαύρη μ’ εκείνο το χρυσό κλιπάκι, τα παπούτσια τα μπορντό, τα χάπια, το αρνάκι απ’ το ψυγείο και άλλα πολλά. Κάθε χαμένο αντικείμενο ισοδυναμούσε με μια δική μου επίσκεψη στο σπίτι για να ψάξω. Και ξεκίναγα να βρω πρώτα τα κλειδια απ’ τις ντουλάπες και τις πόρτες των δωματίων, κλειδιά που ήταν καταχωνιασμένα σε ξεχωριστές κρυψώνες και μετά να δω ποιο ταιριάζει σε ποια κλειδαριά, ν’ ανοίγω και να ψάχνω και κατά 50% να στέφεται η έρευνα με επιτυχία. Και μη μου πει κανένας «γιατί, βρε αδερφέ, δεν της βάζεις ταμπελάκια πάνω στα κλειδιά και να τα συγκεντρώσεις σε ένα σημείο να ξέρεις κι εσύ κι αυτή πού βρίσκονται;» γιατί θα γίνω θηρίο! Πώς η απώλεια έγινε κλοπή; Απ’ τη μια μέρα στην άλλη.
«Έλα από δω, έχω να σου πω κάτι σοβαρό». Πήγα, λοιπόν, προσπάθησα ν’ ανοίξω με τα κλειδιά μου, τίποτα. Είχε αλλάξει πάλι κλειδαριά, είχε βάλει καινούργια «ασφαλείας» κι αφού χτύπησα το κουδούνι, της πήρε δέκα λεπτά με αλλεπάλληλα «ξεκλεί-ξεκλεί» για να εμφανιστεί στη μισάνοιχτη πόρτα με ύφος Σέρλοκ Χολμς. «Α, ήρθες. Δεν σ’ ακολούθησε κανείς;» Στις κουρασμένες ερωτήσεις μου απαντούσε με χαμηλή φωνή και μου έκανε νοήματα να μιλάω κι εγώ σιγά.
Ποια είναι η ιστορία; Υπάρχει κάποιος που την παρακολουθεί συνεχώς και της κλέβει τα πάντα. Έχει κλειδιά του σπιτιού και μπαινοβγαίνει. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά της κουβαλάει και πράγματα άλλων! «Φαίνεται τα κλέβει από άλλα σπίτια και τα φέρνει εδώ για να μην τον ανακαλύψουν. Μου έχει φέρει εδώ και πράγματα της Άννης». Θεία Άννη. Η κατά δέκα χρόνια μικρότερη αδελφή της μαμάς. «Τι να σου πω παιδί μου, τα ’χει χάσει η μάνα σου και δεν ακούει τίποτα. Κι εμένα τέτοια μου λέει. Ααχ, δεν πρέπει να ζει τόσο πολύ ο άνθρωπος». Πρακτικός άνθρωπος η θεία Άννη, πάντα είχε το νου της στη μάνα μου κι ένα λόγο παρηγοριάς για μας από τότε που ήμασταν παιδιά.
Χήρα κι εκείνη, γιατί ως γνωστόν οι άντρες πεθαίνουν πάντα πρώτοι, ζούσε μόνη της. Χριστούγεννα ή Πάσχα καλούσε τη μάνα μου να περάσουν μαζί για να πάμε κι εμείς καμιά εκδρομή, αλλά: «Η θειά σου είναι θεοπάλαβη. Πήγε και κάθισε στα κατσάβραχα, και με τις συμμορίες που έχει στη Γλυφάδα φοβάται, έκανε το σπίτι της σαν τις φυλακές Αβέρωφ, με σιδεριές παντού και απ’ τ’ απόγευμα κλειδαμπαρώνεται. Δεν μπορώ να πάω. Πλήττω». Έτσι, ζούσε η καθεμιά μόνη της. Όταν βρίσκονταν αραιά και πού, με βάση κάποιο γεγονός που συνέβη πενήντα χρόνια πριν, γινόταν σύρραξη και χώριζαν με κλάματα και συγχύσεις. Στο μεταξύ, ο μυστηριώδης «κλέφτης» έκανε τη μαμά μου να ψάχνει όλη τη μέρα, να θέλει να πάει στην αστυνομία να «τον/n καταγγείλει, να προσπαθούμε όλο οι εχέφρονες της οικογένειας μαζί με τους φίλους και τους γνωστούς να αντιμετωπίσουμε ψύχραιμα τη νέα τάξη πραγμάτων. Όπως: «Πήγα στην τράπεζα και πήρα λίγα λεπτά. Τρία τέσσερα χιλιάρικα δηλαδή, για να περάσω τη βδομάδα. Τι χρειάζομαι εγώ πια; Τα δάνεια της Αγγλίας;» Ή «Βρήκα ένα καημένο παιδί εδώ από κάτω, που ζήταγε λεφτά για να γυρίσει σπίτι του και του ’δωσα του κακομοίρη ένα κατοστάρικο». Με τα μηδενικά να χορεύουν τσάρλεστον στο μυαλό της, το ευρώ έγινε μια πελώρια, γυαλιστερή πίστα.
Και μια μέρα, σαν κεραυνός εν αιθρία, σάρωσε την ανήσυχη ρουτίνα μας η είδηση της αρρώστιας της θείας Άννης. Στο νοσοκομείο βρεθήκαμε όλοι όσοι την αγαπούσαμε. Συγγενείς και φίλοι, σοκαρισμένοι και μουδιασμένοι, είχαμε την ευκαιρία να ξαναβρεθούμε και να μιλήσουμε μετά από πολλά πολλά χρόνια, και η θεία Άννη απ’ το κρεβάτι, να μας παρηγορεί, να κρατάει τις ισορροπίες, να αστειεύεται και ακόμα να σκέφτεται τη μάνα μου. «Μην την αφήσεις να έρθει μέσα στο μεσημέρι, θα ταλαιπωρηθεί άδικα». Άδικα; Η μάνα μου απαρηγόρητη. «Δεν μπορώ να καταλάβω πώς έγινε αυτό. Δεν το χωράει το μυαλό μου. Ν’ αρρωστήσει η Άννη; Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα». Όσο κι αν της έλεγα ότι θα γίνει καλά η αδελφή της, ότι δεν είναι σοβαρή η κατάστασή της κι ότι στο κάτω κάτω δεν πεθαίνει έτσι ο άνθρωπος, εκείνη μέσα στα δάκρυα. «Ααχ, μακάρι, τι να πω, ο Θεός να βάλει το χέρι του». Ο Θεός δεν έβαλε το χέρι του. Η θεία Άννη πέθανε με αξιοπρέπεια. Με την καρδιά βαριά και λύπη πρωτόγνωρη, πήγα στη μάνα μου να της το αναγγείλω. Μου άνοιξε μετά από ατέλειωτα ξεκλειδώματα, ξεμαλλιασμένη, αγριεμένη γιατί πάλι είχε έρθει «αυτός» και της είχε πάρει τη ρόμπα την «καλή» που της είχε χαρίσει πέρσι η Άννη. Με άφησε στο χολ κι έτρεξε να ψάξει πάλι. Ήταν σούρουπο και το γεροντικό σπίτι είναι τόσο θλιβερό αυτή την ώρα. Μπήκα στο σκοτεινό σαλόνι ν’ ανάψω το φως και τότε...
Τον είδα να κάθεται σταυροπόδι, μισοξαπλωμένος σε μια πολυθρόνα. Το καπελάκι του πεσμένο χαμηλά στα μάτια. Σιγοτραγούδαγε παίζοντας στα δάχτυλά του, σαν κομπολόι, ένα πιεσόμετρο και το φτερό του καπέλου του κουνιόταν με την ανάσα του. Ένας τύπος κομψός και μπλαζέ, λίγο σαν τον Κωνσταντίνο Τζούμα, ντυμένος αλλόκοτα με πράσινο δερμάτινο σακάκι, κοντό παντελόνι, παπούτσια ορειβασίας και κάλτσες ως το γόνατο με φούντες! Δίπλα του μισάνοιχτη μια παλιά δερμάτινη βαλίτσα απ’ την οποία εξείχε το μανίκι μιας γαλάζιας ρόμπας.
«Τι γινόμαστε;»
«Καλά,εσείς;» ρώτησα όσο πιο προσεκτικά γινόταν.
«Μια χαρά. Έμαθα ότι εδώ ζει μια αντιπαθητική γριούλα».
«Τη μητέρα μου εννοείτε;»
«Μητέερα! Το ωραιότερο πλάσμα στην πλάση», τραγούδησε και σηκώθηκε νωχελικά απ’ την πολυθρόνα. Ήταν εξαιρετικά ψηλός. Με πλησίασε και άγγιξε το πηγούνι μου.
«Τα ’χετε κι εσείς τα χρονάκια σας;» είπε και μου χάιδεψε το μάγουλο.
«Μα ποιος είστε;» είπα ελαφρώς θιγμένη. «Χάιμερ. Αλτς Χάιμερ. Ελπίζω σύντομα στις υπηρεσίες σας!»
Πάγωσε το αίμα μου. Αν είναι αυτό που κατάλαβα...
«Ακριβώς αυτό που καταλάβατε», μου ’κλεψε τη σκέψη ο αλαζονικός ψευτοτυρολέζος.
«Είμαι ο μεγάλος, ο υπέροχος, παγκοσμίου φήμης κλέφτης των γερόντων. Κλέβω τα πραγματάκια τους, κλέβω τα φαρμακάκια τους, το μικρό συρρικνωμένο μυαλουδάκι τους, τα μηδενικά τους χι χι χι!» Έκανε μια χορευτική στροφή και κοιτάζοντάς με αυτάρεσκα: «Είμαι ένας σπουδαίος φαρσέρ! Ο πρώτος κι ο μοναδικός! Να! Τώρα δα έκλεψα αυτό το καταπληκτικό πιεσόμετρο από έναν εξηνταβελόνη στη γωνία, απ’ τη μαμά σας βούτηξα αυτή την κακόγουστη ρομπίτσα. Πφφ, δεν είναι καν κασμίρ! Ποια είναι η τακτική μου; Απλή. Θ’ αφήσω στον παλιόγερο την ελεεινή ρόμπα και στην αντιπαθητική γριούλα σας το πιεσόμετρο του γέρου. Και τότε θα γίνει μύλος! Μα δεν έχω καλύτερο απ’ το να τους βλέπω να ψάχνουν και να μαλώνουν με τα παιδιά τους για κάτι τέτοια ευτελή αντικείμενα! Ααχ! Είναι μια απόλαυση να βλέπεις τους φτωχοδιάβολους να κλειδώνουν και να ξανακλειδώνουν κι εγώ να τρυπώνω σαν αέρας στις βρομερές απ’ τη ναφθαλίνη ντουλάπες τους και να ξαφρίζω τις αηδίες που κρύβουν. Απροπό, η μανούλα έχει κάτι καραμελίτσες από τα περασμένα Χριστούγεννα στο συρτάρι με τα εσώρουχά της· έχει ζάχαρο, δεν έχει; Αλλά κι αυτό της το ’χω πάρει, τόχει ξεχάσει, έχασε το ζάχαρό της χα χα χα και θα χάσει το μυαλό της, όλα πια θα τα ξεχάσει κι όλα θα τα ξαναχάσει! Ήρθε μια γριά απ’ την πόλη κι έφερε το χάσει-χάσει, Παναγίτσα μου να χάσει!» Αυτό το χυδαίο παραλήρημα μ’ έκανε να χάσω την ψυχραιμία μου και όρμησα κατά πάνω του. «Άσ’ τον παιδί μου». Η μητέρα μου στεκόταν καλοντυμένη στα μαύρα, καλοχτενισμένη και με την πλάτη όρθια. «Πάμε εμείς, κι άσ’ τον αυτόν. Δεν είναι ώρα για τέτοια». «Μπααα; Η εγωκεντρικήγριούλα αναστήθηκε; Μήπως χάσατε καμία αδελφούλα; Μη στενοχωριέστε καλή μου, γι’ αυτό είμαι γω εδώ! Θα σ’ την πάρω τη μνήμη της, να ξε-χάσεις, να ησυ-χάσεις!» «Το μόνο πράγμα που δεν πρόκειται να ξεχάσω όσο ζω είναι αυτή, παλιοαληταρά! Γιατί να γίνει αυτό; Εγώ έπρεπε να πεθάνω, όχι το μικρό μας. Το θυμάμαι σαν τώρα όταν γεννήθηκε, μου το έφερε η μαμά να το δω. Ένα χαριτωμένο παιδάκι με μαύρα μαλλάκια... Ξεχνιέται αυτό;»
«Μη μου πείτε ότι θυμάστε και τι φόραγε;»
«Φορούσε ένα φουστανάκι με δαντελένιο γιακά και λεπτές νερβύρ. Κάτασπρο».
«Pas mal, pas mal. Μήπως θυμάστε και τι παπουτσάκια φόραγε;»
«Άσ’ την ήσυχη, μην την τυραννάς άλλο. Δεν βλέπεις που είναι χάλια;»
«Ας το δω ανθρωπιστικά. Ας δεχτώ ότι ο υπέροχος Αλτς Χάιμερ έχασε μια μικρή, ασήμαντη μάχη. Όχι όμως τον πόλεμο!» Προχώρησα προς την έξοδο, κρατώντας τη μαμά μου που έκλαιγε και επαναλάμβανε: «Δεν μπορώ να το ξεχάσω αυτό, δεν ξεχνιέται με τίποτα». Κλείνοντας την πόρτα πίσω μας, πήρε το μάτι μου τον Αλτς να χώνει στην τσέπη του μια αρμαθιά κλειδιά. Σταθήκαμε να περιμένουμε το ασανσέρ. Η μάνα μου παραμίλαγε –«Δεν ξεχνιέται αυτό, δεν ξεχνιέται»– κι από την κλειστή πόρτα ακουγόταν ο Αλτς Χάιμερ που τραγούδαγε με στριγγιά φωνή: «Ήρθε μια γριά απ’ την πόλη κι έφερε το χάσει-χάσει...»
Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 2012 στο περιοδιό LOOKmag