Όχι πια βαρετά γλυκά!
Σε ένα γερμανικό πύργο με την Βίκυ Λέανδρος
Τo 1989, την εποχή που γκρεμιζόταν το Τείχος του Βερολίνου και άλλαζε ο κόσμος, ο Γιώργος Παυριανός βρισκόταν σε έναν πύργο μαζί με τη βαρόνη Βίκυ Λέανδρος...
Ο Γιώργος Παυριανός θυμάται τη συνεργασία του με τη βαρώνη Βίκυ Λέανδρος και την επίσκεψή του στον πύργο της.
Τo 1989, την εποχή που γκρεμιζόταν το Τείχος του Βερολίνου και άλλαζε ο κόσμος, ο Γιώργος Παυριανός βρισκόταν σε έναν πύργο μαζί με τη βαρόνη Βίκυ Λέανδρος κάπου έξω από το Αμβούργο και έπινε μπίρες (ενώ της έγραφε και στίχους για το δίσκο που ετοίμαζε). Τελικά το Τείχος έπεσε, ο δίσκος βγήκε, αλλά ο κόσμος δεν άλλαξε.
Ο ίδιος, περιγράφει εκείνη την εμπειρία του:
Tετάρτη 8 Νοεμβρίου 1989, ώρα 11.24 το πρωί στο αεροδρόμιο του Ελληνικού. Η Ελλάδα «συγκλονίζεται» από το σκάνδαλο Κοσκωτά, ζούμε αυτό που αργότερα θα ονομαστεί το «αμαρτωλό ’89» κι εγώ, μέσα σε ένα Boeing της Lufthansa, γαντζωμένος από τα χερούλια του καθίσματος, περιμένω την απογείωση.
Το αεροπλάνο θυμίζει το λεωφορείο στην ταινία «Η αρχόντισσα και ο αλήτης». Παιδάκια ουρλιάζουν, μαυροντυμένες γριές κάνουν το σταυρό τους, μετανάστες βγάζουν τάπερ με κεφτεδάκια, ένα παπάς απαγγέλλει το «Πάτερ Ημών» φωναχτά, μόνο ο Πίπης λείπει και ο κεσές με το γιαούρτι της χοντρής. Καταλαβαίνω ότι είναι όλοι μετανάστες, ήρθαν για την 28η Οκτωβρίου, άναψαν ένα κερί στους τάφους των πατεράδων τους που τους σκότωσαν οι Γερμανοί και τώρα επιστρέφουν πίσω για να δουλέψουν στις επιχειρήσεις των πρώην κατακτητών.
Ξαφνικά, οι πόρτες κλείνουν, οι αεροσυνοδοί παίρνουν τις θέσεις τους και με ευγενικά αλλά αυταρχικά γερμανικά μάς διατάζουν να καθίσουμε όλοι κάτω και να δέσουμε τις ζώνες μας. Πέφτει σιωπή, τα μωρά βγάζουν το σκασμό, τα ταπεράκια μπαίνουν στα καρό σακ-βουαγιάζ, ο παπάς κάνει σιωπηλός το σταυρό του και όλοι, υπάκουα, δένουν τις ζώνες τους. Δεν ξέρω, ίσως να οφείλεται στην Κατοχή, αλλά όταν ο Έλληνας ακούει προσταγή στα γερμανικά στέκεται σούζα. Το αεροπλάνο τροχιοδρομεί στον αεροδιάδρομο, ο στιβαρός Γερμανός πιλότος το απογειώνει με τέχνη, μετά από λίγο ακούγεται ο χαρακτηριστικός ήχος και ανάβει το φωτάκι για να λύσουμε τις ζώνες.
Οι Έλληνες ξεσπούν σε ζητωκραυγές και χειροκροτήματα, τα μικρά ξαναρχίζουν να κλαίνε, τα τάπερ ξαναβγαίνουν, «θωρείς την αποζείωση που έκαμε ο Γερμαναράς;» μου λέει γεμάτος θαυμασμό ο διπλανός μου, ένας κρητίκαρος με βράκες και στριφτό μουστάκι. «Είναι οι καλύτεροι πιλότοι. Μόνο εμείς τους ρίχναμε τα αεροπλάνα με τσι γκράδες στον πόλεμο, μαθές!» συμπληρώνει με υπερηφάνεια και μου προσφέρει ένα κομμάτι γραβιέρα…
Η Polygram με έχει στείλει σ’ αυτό το ταξίδι. Η Βίκυ Λέανδρος, που ζει χρόνια στο Αμβούργο, θέλει να κάνει μετά από πολλά χρόνια ένα δίσκο στα ελληνικά. Δεν έχει όμως χρόνο να έρθει να τον ηχογραφήσει στην Ελλάδα. Πρέπει να πάει ένας στιχουργός εκεί. Ο Νίκος Μουρατίδης, που δουλεύει στην εταιρεία, πρότεινε εμένα στον παραγωγό Νίκο Καραγιάννη. «Θέλεις να πας;» Πεθαίνω για τη Βίκυ, με συγκινεί η λυγμική φωνή της, ο τρόπος που λέει τη «νύchta», τα τραγούδια της που μιλάνε για «το μυστικό που γι’ αυτό ξενυchtάs».
Πέφτω στα πόδια του διευθυντή της Polygram: «Να σου κάνω ένα demo». «Ωραία, πάρε αυτό το τραγούδι, κάν’ το στα ελληνικά και τα ξαναλέμε» μου λέει ο Βίκτωρας Αντύπας και μου δίνει μια κασέτα. Δυο μέρες μετά είχα γράψει το τραγούδι, ήταν ο «Πυρετός του έρωτα», το πήγα, το στείλαμε στη Βίκυ με fax, μας απάντησε ότι της άρεσε και να με στείλουν στη Γερμανία αρχές Νοεμβρίου. Τρέμω τα αεροπλάνα αλλά για τη Βίκυ θα κολυμπούσα κιόλας, παρόλο που δεν ξέρω κολύμπι. Η εταιρεία μού έβγαλε τα εισιτήρια, μου έδωσε μπόλικο συνάλλαγμα για τα έξοδά μου, 700 μάρκα (κάπου 500.000 δραχμές), το ξενοδοχείο και το φαγητό θα τα πλήρωνε η Βίκυ – ο πατέρας της, δηλαδή, που ήταν και ο παραγωγός του δίσκου. Έτσι με έστειλαν για 10 μέρες με την εντολή να είναι έτοιμα όταν θα έχω φύγει 10 τραγούδια, ένα τραγούδι την ημέρα. Γερμανικά πράγματα, δηλαδή.
Έπεφτε ψιλή βροχή στο Αμβούργο όταν έφτασα. Ο Eno von Ruffin, ο άντρας της Βίκυς, ένας ψηλός, όμορφος άντρας με ευγενικά χαρακτηριστικά και με τίτλο βαρόνου, είχε την καλοσύνη να έρθει να με πάρει από το αεροδρόμιο. Είναι απόγευμα αλλά έχει ήδη νυχτώσει, τα φώτα στα διαμερίσματα ανάβουν, παρατηρώ ότι τα παράθυρα δεν έχουν κουρτίνες. Μέχρι να μου εξηγήσει ο Eno πως το κάνουν επειδή είναι προτεστάντες και θεωρούν πως δεν έχουν τίποτα να κρύψουν (!) έχουμε φτάσει στην πλατεία Saint Pauli. Τα πράγματα είναι πιο ζωντανά εδώ πέρα, υπάρχει κίνηση, κόσμος στα μαγαζιά και στα εστιατόρια, μέχρι και κόκκινες επιγραφές που διαφημίζουν sex show.
«Σε όλα τα μαγαζιά μπορείς να πας» μου λέει σοβαρά ο Eno «εκτός από αυτό!» και μου δείχνει ένα κτίριο με την επιγραφή Casino. Φτάνουμε στο ξενοδοχείο, με αφήνει, «θα γράψετε στίχους για τη Βίκυ Λέανδρος;» με ρωτάει εκστατική η χοντρή ρεσεψιονίστ, καταλαβαίνω ότι εδώ την έχουν σαν θεά, «Για! Για!» της απαντάω περήφανος, παίρνω το κλειδί, ανεβαίνω στο δωμάτιο, κάνω μπάνιο, αλλάζω ρούχα, βγαίνω στο δρόμο, αγοράζω βουρστ από έναν πλανόδιο, το τρώω με βουλιμία και μετά, σαν σωστός Έλληνας, μπαίνω στο Casino! Άντε ρε, που θα μας πει ο Γερμανός πού θα πάμε και πού δεν θα πάμε! Τι είμαστε; Αμερικανάκια; Λεφτά, εξάλλου, υπάρχουν!
Κέρδισα 600 μάρκα στη ρουλέτα. Τα οποία έπαιξα μαζί με άλλα 400 μάρκα από το συνάλλαγμα, 1.000 μάρκα δηλαδή, στο μπλακ τζακ. Μου είχαν μείνει 300 μάρκα. Τα έπαιξα και τα έχασα. Ταπί και καθόλου ψύχραιμος, με κάτι δολάρια που είχα πάρει επιπλέον, πήρα ένα ταξί και έφτασα τα ξημερώματα στο ξενοδοχείο. Δεν κοιμήθηκα. Έκανα πάλι μπάνιο, ξυρίστηκα, φόρεσα τα ρούχα που είχα ετοιμάσει για τη συνάντησή μου με τη Βίκυ, κατέβηκα, πήρα πρωινό και την περίμενα στο λόμπι να έρθει.
Παρουσίαση του δίσκου «Πυρετός του έρωτα» στο ραδιόφωνο του Sky. Απο αριστερά: Σοφία Μιχαλίτση, Λίνα Νικολακοπούλου, Βίκυ Λέανδρος, Μανουέλλα Παυλίδου, Γιώργος Παυριανός. Δεκέμβριος 1989
«Θα πάμε πρώτα στο ράφτη μου, ύστερα θα φάμε παρέα με δυο φίλες μου και μετά θα πάμε σπίτι να δουλέψουμε». Η Βίκυ μού ανακοινώνει το πρόγραμμα της ημέρας. Ήρθε ακριβώς στις 12, είναι γλυκιά και συγχρόνως δυναμική, κι αυτό που λέμε για τους ανθρώπους που θαυμάζουμε πολύ απλός άνθρωπος. «Βίκυ, εγώ όταν άκουγα τα τραγούδια σου έκλαιγα…» «Τώρα όμως πρέπει να κάνεις τραγούδια να κλάψει και κάνας άλλος» μου λέει μισοαστεία-μισοσοβαρά και παρκάρει τη μαύρη Mercedes έξω από το ατελιέ του μόδιστρου. Ο μόδιστρος είναι θεός.
Γινόμαστε αμέσως φίλοι και, ενώ η βοηθός του δείχνει διάφορα μοντέλα στη Βίκυ, μου εξηγεί πως στη δουλειά του το βασικότερο προσόν είναι η μυστικότητα: «Μια κυρία, για να ταπεινώσει μια φίλη της που πηδήχτηκε με τον άντρα της, έμαθε ποιο ύφασμα είχε διαλέξει για τουαλέτα, αγόρασε το ίδιο και έντυσε όλο το σαλόνι της, τους καναπέδες, τις κουρτίνες, τα πορτατίφ, τα πάντα. Έπειτα, κάλεσε την άσπονδη φίλη, αυτή ανυποψίαστη φόρεσε την τουαλέτα, πήγε, και όταν μπήκε στο σαλόνι τής ήρθε εγκεφαλικό. “Μην κάτσεις στον καναπέ γιατί θα χαθείς και δεν θα μπορεί να σε βρει ο άντρας μου” της είπε η “κερατωμένη” και ξέσπασε σε γέλια. Από τότε οι περισσότερες κυρίες αγοράζουν όλο το τόπι ύφασμα, για να έχουν το κεφάλι τους ήσυχο!».
Στο εστιατόριο του ξενοδοχείου Hilton, η πανέμορφη μελαχρινή βαρόνη Ρ. καπνίζει ένα λεπτό μακρύ τσιγάρο και κοιτάζει με νόημα το νεαρό σερβιτόρο. Με έντονα τα ίχνη του λίφτινγκ, η ξανθιά κοντέσα Κ. καταβροχθίζει το φιλέτο της, την πράσινη σαλάτα, πίνει μονορούφι το Perrier και συγχρόνως με ανακρίνει, «αχ! εσείς οι Έλληνες!» λέει με συγκατάβαση, «είστε όλοι γεννημένοι για ποιητές και καλλιτέχνες». Έχω κάνει το λάθος και έχω παραγγείλει φιλέτο με σάλτσα από βατόμουρα για να κάνω τον Ευρωπαίο. Είναι χάλια, αλλά προσποιούμαι ότι μου αρέσει πολύ.
Δεν μου έχει φύγει το άγχος ότι είμαι εδώ, στο Αμβούργο, με τη Βίκυ Λέανδρος και τις φίλες της, και θα της γράψω τραγούδια. Είμαι επίσης ταραγμένος από τη χθεσινή νύχτα στο Casino. Πίνω μια μπίρα για να ηρεμήσω, τα κορίτσια αρχίζουν και μιλάνε γερμανικά, από ό,τι καταλαβαίνω λένε για έρωτες, γάμους και χωρισμούς, καμιά φορά απευθύνονται σε μένα στα αγγλικά, κάτι μου λέει η κοντέσα για West, East Germany, κάτι για Wall, δεν καταλαβαίνω, έχω πιει και δεύτερη μπίρα, «πάμε να φύγουμε προτού μεθύσεις» μου λέει στα ελληνικά η Βίκυ, πληρώνει το λογαριασμό και ξεκινάμε για το σπίτι της.
Στο δρόμο τής λέω τα πάντα για το Casino. Φρικάρει στην αρχή. Μετά η γερμανική αυστηρότητα νικάει την ελληνική ευαισθησία: «Θα φύγεις από το ξενοδοχείο και θα έρθεις να μείνεις σε μια πανσιόν κοντά στο σπίτι μου. Έτσι θα γλιτώσουμε και 2 ώρες πήγαινε-έλα στο Αμβούργο. Όσο για τα λεφτά, εγώ δεν ανακατεύομαι. Αν θέλεις πες στον Eno να σε δανείσει. Κρίμα, Γιώργο, δεν έπρεπε να αρχίσουμε έτσι» μου λέει αυστηρά, και θέλω να ανοίξει η γη να με καταπιεί…
Η Βίκυ Λέανδρος με γούνα και ο Γιώργος Παυριανός με σακάκι Armani, δανεικό απο τον Νίκο Μουρατίδη. Αμβούργο, Νοέμβριος 1989
Φτάνουμε σε ένα γραφικό, ειδυλλιακό χωριό, που ανήκει στο βαρόνο, είναι το βαρονάτο του. Τεράστιες εκτάσεις με χωράφια, όλα με ένα περίεργο μαύρο χώμα. Εδώ καλλιεργούν ζαχαρότευτλα και βγάζουν ζάχαρη. Υπάρχουν επίσης θερμοκήπια με λουλούδια, ένα ιδιωτικό δάσος που μια φορά το χρόνο κυνηγούν ελάφια, μικρά πέτρινα σπιτάκια που μένουν οι αγρότες, λιμνούλες με πάπιες, η εκκλησία του χωριού και τέλος ο πύργος. Εδώ μένει με την οικογένειά της. Μας υποδέχεται η Γκάμπι, η οικονόμος, στρουμπουλή, γλυκιά και πολύ αναστατωμένη. Κάτι λέει στα γερμανικά, η Βίκυ προσπαθεί να την καθησυχάσει, «κάτι γίνεται στην Ανατολική Γερμανία» γυρίζει και μου λέει, «φαίνεται πως οι κομμουνισταί αποφάσισαν να γκρεμίσουν το Berliner Mauer, πώς το λέτε, το φράχτη…» «Το τείχος του Βερολίνου;» «Αυτό! Φαίνεται θα ενωθούν οι 2 Γερμανίες. Πάμε μέσα να δούμε ειδήσεις».
Το σπίτι μέσα έχει ένα διακριτικό αέρα πολυτέλειας, χωρίς τίποτε το υπερβολικό. Είναι διακοσμημένο με γούστο, υπάρχουν πίνακες ζωγραφικής στους τοίχους, ακριβά χαλιά στο πάτωμα και παντού βάζα γεμάτα κίτρινα χρυσάνθεμα, το αγαπημένο χρώμα της Βίκυς. Καθόμαστε στο μικρό σαλόνι γιατί εκεί είναι η τηλεόραση, ορμάνε και την αγκαλιάζουν τα παιδιά της, ο Λέανδρος, η Μιλένα και η Σάντρα. Ανοίγει την τηλεόραση, μου μεταφράζει: «Το τείχος του Βερολίνου, ή το τείχος του Αίσχους όπως ήταν γνωστό στη Δύση, κατασκευάστηκε από τους ανατολικογερμανούς τον Αύγουστο του 1961 για να αναχαιτίσει τη διαρροή του πληθυσμού από την Ανατολική στη Δυτική Γερμανία.
Μέσα σε μια μέρα η πόλη χωρίστηκε τόσο απότομα στα δύο, ώστε υπήρχαν σπίτια που η κρεβατοκάμαρα και το σαλόνι ανήκαν στη Δυτική Γερμανία και η κουζίνα και το μπάνιο στην Ανατολική. Οι κάτοικοι τέτοιων σπιτιών όταν ήθελαν να πάνε στον ανατολικό τομέα έβγαιναν από την πόρτα της κουζίνας και κατέβαιναν από την πίσω σκάλα, ενώ όταν ήθελαν να πάνε στο δυτικό τομέα κρεμιόντουσαν με σεντόνια από τα παράθυρα! Στην προσπάθειά τους να διαφύγουν στο Δυτικό Βερολίνο μέσα από τις αυστηρά φρουρούμενες συνοριακές εγκαταστάσεις θανατώθηκαν τουλάχιστον 86 άνθρωποι, μεταξύ αυτών και 2 Έλληνες. Σήμερα η Λαϊκή Δημοκρατία της Ανατολικής Γερμανίας αποφάσισε να επιτρέψει την ελεύθερη διέλευση του τείχους, χωρίς πολλές διατυπώσεις…»
Μπαίνει ο Eno, είναι αναστατωμένος, γίνεται κάτι σαν επιστράτευση και επειδή είναι αξιωματικός των αλπινιστών πρέπει να παρουσιαστεί αμέσως. Η Βίκυ ταραγμένη δίνει οδηγίες στο προσωπικό, ταραγμένος και εγώ ζητάω από την Γκάμπι μια μπίρα, μου τη φέρνει και ξαφνικά όλοι εξαφανίζονται, μένω μόνος μου με την τηλεόραση. Στη μικρή οθόνη βλέπω εργάτες με βαριοπούλες να προσπαθούν να σπάσουν το μπετόν του τείχους, «δεν ξεκινήσαμε καλά» σκέφτομαι, «είχε δίκιο η Βίκυ», σηκώνομαι, πλησιάζω το τεράστιο μαύρο πιάνο και αρχίζω να παίζω το «Χάρτινο το φεγγαράκι», το μόνο κομμάτι που ξέρω να παίζω στο πιάνο.
Το ίδιο βράδυ μεταφέρθηκα από το ξενοδοχείο του Αμβούργου στην κουκλίστικη πανσιόν της φράου Γκρέτα. Η ροδομάγουλη ιδιοκτήτρια με συμπάθησε και με έβαλε να μείνω στη σοφίτα, για να μπορέσω να δουλέψω με ησυχία. Με μια γλυκιά μελαγχολία έκατσα στο γραφείο, έβλεπα έξω τα αστέρια να λάμπουν σαν παγωμένα διαμάντια και έγραψα το τραγούδι «Στο παλιό ξενοδοχείο».
Το εξώφυλλο «Πυρετός του έρωτα». "For George Pavrianos Many regards, Vicky Leandros". Αυτόγραφο της Βίκυ Λέανδρος.
Την άλλη μέρα νωρίς-νωρίς περνάει η Βίκυ και με παίρνει. «Θα πάμε στον μπαμπά μου, στο Αμβούργο, να πάρουμε τις μουσικές και να μιλήσουμε. Μετά θα γυρίσουμε πίσω να δουλέψουμε. Χάσαμε μια μέρα εχτές. Εδώ είναι Γερμανία, Γιώργο, κάθε μέρα πρέπει να κάνουμε κάτι. Ακόμα και τα παιδιά, όταν δεν έχουν σχολείο, τα στέλνω και μαζεύουν πέτρες μέσα στα χωράφια. Παίρνουν 2 πφένιχ για κάθε πέτρα. Εδώ δουλεύουν όλη την ημέρα και μόνο τα βράδια πίνουν καμιά μπίρα». Καταλαβαίνω ότι το υπονοούμενο είναι για μένα. «Έγραψα ένα τραγούδι χτες. Λέγεται “Στο παλιό ξενοδοχείο”». Σαν να τη χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα, η διάθεσή της αλλάζει αμέσως, τα μάτια της λάμπουν, χαμογελάει ευχαριστημένη: «Πολύ ωραία ιδέα! Να τη δείξουμε στον μπαμπά τώρα που θα φτάσουμε στο Αμβούργο!».
Η κίνηση, όμως, προς το Αμβούργο είναι πρωτοφανής. Στους τεράστιους δρόμους έχει δημιουργηθεί ένα απίστευτο μποτιλιάρισμα. Ανάμεσα στις αστραφτερές Mercedes και στις κυριλέ BMW διακρίνω κάτι άθλια Opel με τους προφυλαχτήρες πιασμένους με σύρμα, κάτι ξεχαρβαλωμένα Trabant με διαλυμένες εξατμίσεις, και μέσα κάτι φτωχοντυμένοι τύποι με μόδα παλιάς εποχής μάς κοιτάζουν με δέος, κορνάρουν, μας χαιρετάνε, κάτι φωνάζουν. «Μα τι συμβαίνει;»
«Α, δεν σου είπα, γκρεμίσανε το Berliner Mauer. Αυτοί είναι ανατολικογερμανοί που περάσανε τα σύνορα και ήρθανε να δούνε πώς ζούμε εμείς. Μα κοίτα τους! Κοίτα τους! Ποιος ξέρει τι θα έχουν περάσει οι καημένοι από τους κομμουνιστάς!» και αρχίζει να κορνάρει ρυθμικά. Μερικοί από αυτούς βγάζουν τα κεφάλια τους από τα παράθυρα και σχηματίζουν το σήμα της νίκης. Ποιος ξέρει! Μπορεί ανάμεσα σε αυτούς να ήταν και η σημερινή καγκελάριος, η Άνγκελα Μέρκελ, που είχε γεννηθεί στο Αμβούργο αλλά ζούσε στην Ανατολική Γερμανία. Α, μπα! Πιο πολύ την έχω να δουλεύει εκείνη την ώρα επιστάτρια σε εργοστάσιο ρουλεμάν και να φωνάζει πάνω από το κεφάλι κάποιου Έλληνα εργάτη.
Πήραμε τα τραγούδια από τον Λεό Λέανδρος, μιλήσαμε ώρες για το δίσκο, γυρίσαμε πίσω και αρχίσαμε δουλειά. Κι από εκείνη τη στιγμή μέχρι να τελειώσει ο δίσκος κατάλαβα τι σημαίνει γερμανική πειθαρχία, αλλά και ελληνικό φιλότιμο. Επειδή αγαπούσα αυτό που έκανα δεν μάσησα, ακολούθησα το πρόγραμμα: κάθε μέρα ξυπνούσα στις 7 κλαίγοντας από το στρες και από την κούραση της προηγούμενης ημέρας. Nτους, ντύσιμο και πρωινό στην τραπεζαρία της πανσιόν. Η γλυκιά Γκρέτα είχε ετοιμάσει ένα απλό γερμανικό πρωινό: χοιρομέρι καπνιστό, λαρδί, τυρί, λουκάνικο, βούτυρο, μαρμελάδα, αυγά τηγανητά με μπέικον, τηγανίτες, τσάι, γάλα, καφές, ψωμί μαύρο, ψωμί λευκό, φρυγανιές. Έπινα μόνο ένα ρημαδοκαφέ, κάπνιζα ατελείωτα τσιγάρα και σκεφτόμουν το τραγούδι της ημέρας. Η Γκρέτα με κοίταζε λυπημένη: «Έσεν, Γκιόργκος!» μου έλεγε και έδειχνε τον μπουφέ, αλλά εγώ δεν έτρωγα τίποτα.
Στις 9 ακριβώς ερχόταν η Γκάμπι με τζιπάκι, με παραλάμβανε και με πήγαινε στον πύργο, του Ντάουντον πήγα να πω, στον πύργο που έμενε η Βίκυ. Υπήρχε και εκεί πλούσιο πρωινό. Κέικ, στρούντελ, κράπφεν, καφές, τσάι. Δεν άγγιζα το παραμικρό, δεν μπορώ να δουλέψω με γεμάτο στομάχι, για να γράψω πρέπει να είμαι σχεδόν πεινασμένος. Δουλεύαμε από τις 9 το πρωί μέχρι τις 3 το μεσημέρι. Βάζαμε να ακούσουμε τη μουσική ενός τραγουδιού και προσπαθούσαμε να φανταστούμε τα λόγια που θα του ταίριαζαν. Η Βίκυ ήταν τέλεια συνεργάτις.
Είχε φοβερές ιδέες και ήξερε τι ήθελε. Αισθανόμουν άνετα μαζί της, σαν να δουλεύουμε χρόνια. Κρατούσα σημειώσεις, και μεταξύ 3 και 4 που η Βίκυ έκανε μπαλέτο, με τη χορογράφο των Cats παρακαλώ, εγώ έπρεπε να ετοιμάσω ένα πρώτο σκίτσο του τραγουδιού. Αυτή την ώρα ερχόταν και η Γκάμπι με την πρώτη μπίρα της ημέρας. Κι εδώ θέλω να πω ότι σε όλο το διάστημα που έμεινα στη Γερμανία, δοκίμασα όλες τις μπίρες και κατέληξα στη Heineken. Μου αρέσει η γεύση της, τι να κάνω;
Στις 4 εμφανιζόταν η Βίκυ φρέσκια και ανανεωμένη από το χορό. Τσέκαρε το σχέδιο του τραγουδιού και γύρω στις 5, που ερχόταν ο Eno από τη δουλειά του (ναι, ναι, ο βαρόνος δούλευε 9-5 καθημερινά!), τρώγαμε στη μεγάλη τραπεζαρία με τους ζωγραφισμένους τοίχους. Το μενού είχε μεγάλη γκάμα, από φασολάδα μέχρι ελάφι στο φούρνο με πατάτες. Εκεί έπινα δεύτερη μπίρα και καμιά φορά ο Eno, που κατάλαβε ότι ήμουν μπεκροκανάτα, άνοιγε κάνα κρασί από το κελάρι και το πίναμε μαζί!
Το πολύ μέχρι τις 7 το φαγητό είχε τελειώσει και έπρεπε να καθίσουμε μέχρι τις 9 να ξαναδούμε το τραγούδι. Από τις 9 το βράδυ, που επέστρεφα στην πανσιόν, μέχρι νωρίς το πρωί μοντάριζα τους στίχους πάνω στη μουσική. Έκλαιγα και έγραφα, έγραφα και έκλαιγα. Όταν τελείωνα, έπινα ένα υπνοστεντόν και έπεφτα ξερός για ύπνο.
Όμως, δεν μάσησα. Στις 10 ημέρες, 10 τραγούδια. Από τις καλύτερες δουλειές μου. Τι να πω, ίσως η πίεση να βοηθάει την ποίηση. Ο δίσκος ονομάστηκε «Πυρετός του έρωτα» και στην Ελλάδα πούλησε 40.000, έγινε χρυσός με τα μέτρα εκείνης της εποχής. Η Βίκυ, ευχαριστημένη, μου έκανε δώρο ένα υπέροχο Swatch ρολόι. Ο Eno, μετά από μια δραματική ανάκριση, μου δάνεισε 1.000 μάρκα. Σαν γνήσιος Έλληνας, μετά από αυτή την περίοδο πειθαρχίας χρειαζόμουν αλλαγή. Πήρα το πρώτο τρένο που βρέθηκε μπροστά μου και πήγα στο Άμστερνταμ. Όμως αυτά που έζησα εκεί, είναι μια άλλη ιστορία…
Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε πρώτη φορά τον Δεκέμβριο του 2012