Ο Τέλης Σαβάλας διηγείται τη ζωή του σε μία φανταστική συνέντευξη
Συζητηση post-mortem με τον καλτ ηθοποιό
Μία φανταστική συνέντευξη με τον γνωστό ηθοποιό Τέλη Σαβάλα που έγινε διάσημος από την τηλεοπτική σειρά των '70ς, Κότζακ.
Όσοι ηθοποιοί του έβγαζαν το καπέλο, αυτό που αντίκριζαν από κάτω ήταν μια επιμελώς στιλβωμένη καράφλα. Χαρακτηριστικό λουκ ενός από τους πιο cult κινηματογραφικούς αστέρες του Χόλιγουντ. Του ανθρώπου που ενσάρκωσε θριαμβευτικά τον αμείλικτο νεοϋορκέζο ντετέκτιβ Τέο Κότζακ, που τραγούδησε τον έρωτα και έκανε το γλειφιτζούρι μόδα.
Ο Τέλης Σαβάλας γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη στις 21 Ιανουαρίου 1922 και πέθανε στις 22 Ιανουαρίου του 1994. Καθώς δε στάθηκε ανθρωπίνως δυνατό να του ζητήσουμε συνέντευξη, σκεφτήκαμε πως θα είχε ενδιαφέρον να επιχειρήσουμε μια μεταφυσική εκδοχή της. Θα μπορούσε να είναι κάπως έτσι…
Συνάντησα το φάντασμα του Αριστοτέλη Τσαβαλά μια ηλιόλουστη μέρα, σε ένα εικονικό γραφικό ταβερνάκι στην Άνω Πόλη. Φορούσε ένα ανοιχτό ροζ πουκάμισο, γυαλιά Ray-Ban, ενώ το ιλουστρασιόν κεφάλι του εκσφενδόνιζε ανακλώμενες σπίθες φωτός στην ατμόσφαιρα. Ο βαρδάρης είχε εξοβελίσει το καυσαέριο και, πιάτο η Θεσσαλονίκη, μόστραρε για πάρτη μας πιο όμορφη από ποτέ. Από τα πεπαλαιωμένα ηχεία του καταστήματος δραπέτευαν (σχεδόν τις έβλεπες) οι νότες του Βασίλη Τσιτσάνη, ενώ στο βάθος ένας εκνευριστικός παλαβός σερβιτόρος μονολογούσε εις το διηνεκές «Πορτοκαλάδα θέλετε; Λεμονάδα θέλετε;». Το γεύμα περιελάμβανε γαρίδες σαγανάκι, σαλάτα χωριάτικη, χταποδάκι στα κάρβουνα και άφθονο ούζο, στο οποίο ο Τέλης εντέλει αποδείχτηκε πως έτρεφε μεγάλη αδυναμία. Με τον πρώτο μεζέ και το πρώτο ουζοδρόσισμα, οι γλώσσες μας λύθηκαν…
Πριν ξεκινήσουμε, Τέλη…
Πριν ξεκινήσουμε θα ήθελα να εξομολογηθώ πόσο μεγάλη είναι η χαρά που νιώθω συναντώντας ακόμη έναν άνθρωπο προικισμένο με την έκτη αίσθηση.
Γιατί το λες αυτό, με πρόλαβε κάποιος άλλος;
Όχι, για τον εαυτό μου μιλάω. Τη διέθετα και εγώ κάποτε.
Είχες δηλαδή εμπειρίες ανάλογες με τις δικές μου;
Ακριβώς.
Μπορείς να μου διηγηθείς μία;
Δεν έχω να κάνω και τίποτα καλύτερο.
Σε ακούω λοιπόν.
Κάπου πήγαινα με το αμάξι μου, δεν θυμάμαι πού, όταν ξαφνικά διαπίστωσα ότι είχα ξεμείνει από βενζίνη. Ένας καλός χριστιανός σταμάτησε και με μετέφερε μέχρι το επόμενο πρατήριο. Όταν γυρίσαμε πίσω στο αμάξι, σιωπηλά μου άφησε μια καρτούλα με το όνομά του, το τηλέφωνό του και εξαφανίστηκε. Την επομένη, που του τηλεφώνησα για τον ευχαριστήσω, το σήκωσε η γυναίκα του, η οποία και με πληροφόρησε κλαψουρίζοντας ότι ο άντρας της είχε αυτοκτονήσει προ τριετίας.
Δεν λογάριασες το ενδεχόμενο ότι αυτός ο καλός χριστιανός ίσως να σου έδωσε ξένο όνομα και τηλέφωνο;
Μην προτρέχεις, το σκέφτηκα. Μετά από λίγα χρόνια ο ίδιος άνθρωπος εμφανίστηκε εμπρός μου ενώ έπαιζα γκολφ και με πληροφόρησε ότι στο Ντάλας συνέβη μια τραγωδία. Έντρομος παράτησα το γκολφ και έσπευσα να μάθω τι συνέβη. Μόλις είχαν δολοφονήσει τον Κένεντι.
Στο διά ταύτα. Πώς κατέληξες να γίνεις ηθοποιός; Από όσο γνωρίζω, δεν αποφοίτησες από καμία δραματική σχολή.
Όχι, αλλά είχα μελετήσει ηθοποιία, σκηνοθεσία και ραδιοφωνική παραγωγή στο Ινστιτούτο Ενόπλων Δυνάμεων. Τα πρώτα βήματα μου τα έκανα ως ραδιοφωνικός παραγωγός για λογαριασμό του ABC. Η εκπομπή μου «Telly's Coffee House» ήταν από τις δημοφιλέστερες στην Αμερική και με έκανε γνωστό στο ευρύ κοινό. Το 1961 με κάλεσαν να υποδυθώ λόγω της εθνικότητάς μου έναν έλληνα δικαστή στη σειρά «Άμστρογκ Σιρκλ Θίατερ». Όταν ο Μπαρτ Λάγκαστερ με αντίκρισε στη μικρή οθόνη, αναφώνησε «αυτόν τον τύπο τον θέλω στην επόμενη ταινία μου!». Κάπως έτσι κατέληξα από τη μια μέρα στην άλλη να υποδύομαι το συγκρατούμενο του Μπαρτ και μέγα καβγατζή Feto Gomez στην ταινία «Birdmen of Alcatraz». Ταινία για την οποία κέρδισα και Όσκαρ β’ ανδρικού ρόλου.
Ο «Κότζακ» θεωρείται ακόμα και σήμερα μια από τις πιο επιτυχημένες σειρές της αμερικανικής τηλεόρασης. Τι σήμαινε για σένα αυτός ο χαρακτήρας;
Ο Κότζακ δεν ήταν τίποτα άλλο απο μια προέκταση του εαυτού μου. Είχα προσδώσει στο ρόλο πολλά στοιχεία του χαρακτήρα μου, όπως το γλειφιτζούρι, η ανεμελιά και οι ατάκες. Το αρχικό σενάριο έκανε λόγο για αμερικανοπολωνό ντετέκτιβ, αλλά κατάφερα να πείσω τους παραγωγούς να το αλλάξουν και να τον κάνουν ελληνοαμερικανό. Στην ίδια σειρά έπαιζε και ο αδερφός μου, ο ντετέκτιβ Σταύρος, αν θυμάσαι.
Παρά την τεράστια επιτυχία του Κότζακ, η μετέπειτα καριέρα σου παρουσίασε φθίνουσα πορεία. Βήτα διαλογής ταινίες, μια ανεπιτυχή απόπειρα στο τραγούδι. Πού το αποδίδεις αυτό;
Έχεις ακούσει ποτέ για την κατάρα του ηθοποιού; Υπήρξα θύμα της δημοσιότητάς μου. Μετά την ερμηνεία μου ως Κότζακ ο κόσμος δεν μπορούσε να με διαχωρίσει από αυτό το ρόλο.
Αρκετές φορές είχες εκφράσει το παράπονο ότι δεν υποδύθηκες εσύ τον Ζορμπά στην ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη. Γιατί το ήθελες τόσο πολύ;
Οι γονείς μου, όπως ξέρεις, ήταν μετανάστες από την Ελλάδα. Ο πατέρας μου, Νικόλαος Τσαβαλάς, από τον Γέρακα της Σπάρτης, και η μητέρα μου, Χριστίνα Καψάλη, από τα Ανώγεια της Σπάρτης. Μας ανέθρεψαν ελληνοπρεπώς και όλα τα αδέλφια πήγαμε σε ελληνοαμερικανικό σχολείο. Η πρώτη γυναίκα μου ήταν Ελληνίδα, η γυναίκα του αδερφού μου Ελληνίδα, το ίδιο και ο άντρας της αδελφής μου.
Ελληνίδα;
Όχι, αυτός Έλληνας. Απέκτησα τρεις κόρες, εκ των οποίων τις δύο τις πάντρεψα με δικηγόρους ελληνικής καταγωγής. Μέχρι και το γιο μου τον Νικόλα, που τον έκανα με την αγγλίδα σύντροφό μου, τον βάφτισα στη Σπάρτη με νονούς τον εκπρόσωπο του δημοτικού συμβουλίου και τους κατοίκους. Αισθάνομαι ότι είχα περισσότερο τον Ζορμπά μέσα μου από ό,τι ο κύριος Άντονι Κουίν…
Στην ιστοσελίδα του δημοσιογράφου Δημήτρη Λυμπερόπουλου διάβασα μια αστεία περιπέτεια που έζησες επί χούντας. Τη θυμάσαι να μας τη διηγηθείς;
Αυτά δεν ξεχνιούνται. Βρισκόμουν στην Ελλάδα όταν μου τηλεφώνησε ένα πρωί ο συνταγματάρχης Λαδάς να μεταβώ στο γραφείο του. Στο αυτοκίνητο, ως την πλατεία Κλαυθμώνος, ο Δημήτρης μου επαναλάμβανε διαρκώς να αποφύγω να φωτογραφηθώ με τον πραξικοπηματία, καθότι θα στιγματιζόμουν ως χουντικός. Με το που φτάσαμε στο υπουργείο, ένας φωτορεπόρτερ με πήρε στο κατόπι έχοντας εντολή να με φωτογραφίσει με τον Λαδά.
Ενέδωσες;
Όχι φυσικά. Προφασίστηκα σωματική ανάγκη και οδηγήθηκα στην τουαλέτα μαζί με τον Λυμπερόπουλο. Και ενώ εξηγούσα του Δημήτρη πώς έχει η κατάσταση, ξάφνου ακούστηκε ένα καζανάκι και ξεπρόβαλε ο Πατακός κουμπώνοντας το παντελόνι του. Με κοίταξε περίεργα και με ρώτησε: «Πού σε ξέρω εσένα;». Μετά θυμήθηκε: «Α, ναι, είσαι εκείνος ο ηθοποιός με το γουλί το κεφάλι, σαν το δικό μου. Έλα μαζί μου». Τον ακολουθήσαμε και μπήκαμε στο γραφείο του «υπουργού», τη στιγμή που ειδοποιημένος ο Λαδάς έσπευσε φωνάζοντας στον προϊστάμενό του: «Είναι δικός μου... Δεν θα μου τον πάρεις για φωτογραφία... Εγώ τον κάλεσα...» Ο Πατακός έγνεψε να βγούνε όλοι, ενώ ο Λαδάς φώναζε έξω από την πόρτα «Στέλιο, θέλω τον Τέλη».Ύστερα ο Πατακός άρπαξε έναν χάρακα και άρχισε να εξηγεί πάνω σε έναν τεράστιο χάρτη στον τοίχο: «Αύριο πρωίαν απογειωνόμεθα εκ του αεροδρομίου Ελληνικού και υπεριπτάμεθα παραλίων Αττικής. Διά διόπτρων ανακαλύπτομεν απορρίμματα, αποστέλλομεν σήμα προς εκκαθάρισή των». Και συνέχισε, «Προσγειωνόμεθα εις Βόλον, απογειωνόμεθα, προσγειωνόμεθα εις Θεσσαλονίκην, απογειωνόμεθα...». Όταν κατάλαβα ότι έχω να κάνω με παλαβό, του είπα: «Ε, πατριώτη, έχεις κανένα χάπι για τη ναυτία, ζαλίστηκα με τόσες απογειώσεις και προσγειώσεις…».
Πραγματικά, είναι από τις πιο αστείες ιστορίες που έχω ακούσει. Είναι αλήθεια ότι σου πρότειναν να υποδυθείς το Μουσολίνι λόγω της ομοιότητάς σας;
Μου προτάθηκε, αλλά δεν δέχτηκα. Αν επρόκειτο για την ερωτική του ζωή, ίσως και να δεχόμουν, αρκεί να μου διάλεγαν όμορφη παρτενέρ στο ρόλο της Πετάτσι. (γέλια)
Έμαθα ότι ήσουνα ο νονός της Τζένιφερ Άνιστον, έτσι;
Ακριβώς, ο πατέρας της, ο Γιάννης Aναστόπουλος, ήταν φίλος μου.
Σε συνέντευξή της στο περιοδικό Rolling Stone η Τζένιφερ δήλωσε ότι δεν πρόκειται ποτέ στη ζωή της να παντρευτεί έλληνα άνδρα, καθότι οι Έλληνες είναι πολύ αυταρχικοί. O μόνος Έλληνας, λέει, που συμπάθησε στη ζωή της ήσουνα εσύ.
Το Τζενιφεράκι είναι πικραμένο. Ο φίλος μου ο Γιάννης τις εγκατέλειψε, αυτήν και την αμερικανίδα μητέρα της, όταν η Τζένιφερ ήταν ακόμη νήπιο.
Απεβίωσες στα εβδομήντα δύο σου νικημένος από καρκίνο του προστάτη. Ταλαιπωρήθηκες πολύ;
Ήμουν κατάκοιτος στο νοσοκομείο για αρκετό διάστημα. Έξω από την πόρτα του δωματίου μου η οικογένειά μου είχε κρεμάσει μια ταμπελίτσα που έλεγε: «Να μην εισέλθει κανείς χωρίς την άδεια του βασιλιά». Παρά το γεγονός ότι παντρεύτηκα τέσσερις φορές, κατάφερα και κράτησα τη φαμίλια μου δεμένη. Τα παιδιά μου με λάτρευαν. Εκτός από τον έναν γιο μου.
Γιατί το λες αυτό;
Είχε δεσμό με την Τόρι Σπέλινγκ.
Και τι με αυτό;
Μου την έφερνε στο νοσοκομείο τρεις και τέσσερις φορές τη μέρα. Πρέπει να με μισούσε πολύ. (γέλια)
Στην ταφόπλακά σου αναγράφεται το εξής απόφθεγμα του Πλάτωνα: «η ώρα της αναχώρησης έχει φθάσει και ο καθένας τραβάει το δρόμο του - εγώ θα πεθάνω, εσύ θα ζήσεις. Ποιος από τους δύο είναι ο τυχερός, ένας Θεός το ξέρει». Ποιος είναι λοιπόν ο τυχερός, Τέλη;
Λυπάμαι, αλλά θα σε αφήσω με την απορία.
Φιλοσοφία ζωής;
«Γλέντι, ούζο, καλή καρδιά».
Και ένα μήνυμα στους έλληνες θαυμαστές σου;
Who loves you, baby; We’re all born bald! Tweet tweet little birdie…
Εντάξει, Τέλη, το πιάσαμε το νόημα. Σε ευχαριστώ πολύ για τη συνέντευξη.
Εγώ σε ευχαριστώ και νομίζω πως χαραμίζεσαι στην Ελλάδα. Οι New York Τimes θα σου ταίριαζαν περισσότερο.