Με τα χιόνια πάθαμε ζαβλαμά. Από κει ξεκίνησαν όλα. Αρχικά πάγωσε το υδρόμετρο, που σημαίνει νερό γιοκ. Αντέξαμε βρωμιάρηδες μία μέρα. Είχαμε φάει και παστουρμά, που μας είχε περισσέψει από τις γιορτάρες μέρες, και οι μασχάλες μας έζεχναν. Δεν ήμασταν για συναθροίσεις. Την επομένη πήγαμε σε ξενοδοχείο. Διάλεξα κεντρικό, να μη χρειάζεται να παίρνουμε αμάξι, γιατί φοβάμαι την οδήγηση στο χιόνι. Εντάξει, σιγά το χιόνι, μην υπερβάλλουμε κιόλας. Εξολοθρεύσαμε την παστουρμαδίλα από την πρώτη διανυκτέρευση. Κάναμε τρεις φορές την ημέρα μπάνιο, μουλιάσαμε! Πού θα ξαναβρίσκαμε νερό; Βάζαμε τις κρέμες και όλα τα μυρωδικά του ξενοδοχειακού σετ, βγαίναμε αφράτοι και μοσχομυριστοί στον δρόμο και κοιτάζαμε με περιφρόνηση τους άπλυτους συμπολίτες μας (μεγάλος αριθμός).
Την τρίτη μέρα είπαμε να επιστρέψουμε διευρευνητικά σπίτι. Και είπαμε να πάρουμε αμάξι. Είπαμε, τι στο καλό, τόσος ντόρος και κραξίδι έπεσε για τις αλατιέρες, θα πέρασαν και από τη γειτονιά μας. Πολλά είπαμε. Δεν μας είχε αλατίσει κανείς! Πήγαινα αργά αργά, σαν την κότα. Σε μια από τις χιονισμένες κατηφόρες, κώλωσα, λέω «Αγάπη, δεν πάει». Ο κίνδυνος φέρνει τους ανθρώπους πιο κοντά και φουντώνει τον έρωτα. Λένε… «Πάει, μη φοβάσαι», απάντησε η «σοφή αγάπη». Να μην τα πολυλογώ, δεν πήγαινε κι έχασα τον έλεγχο. Μας πήρε και μας σήκωσε. Ούτε χειρόφρενο έπιασε, ούτε τίποτα. Περιμέναμε το μοιραίο βγάζοντας άναρθρες κραυγές. Πρέπει να ήμασταν κάπως αστείοι. Τελικά καρφωθήκαμε γλυκά σε ένα καφάο, μετά σε έναν τοίχο και μετά σε ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο. Βγήκαμε σώοι, βγήκε έξω και όλη η γειτονιά. Έτσι κάνουμε στις γειτονιές, κάνα πατιρντί, κάνα μάλωμα, κάνα τρακάρισμα περιμένουμε για να αποκτήσει ενδιαφέρον η ζωή μας, να έχουμε να συζητάμε. Όχι σαν τα απρόσωπα μπετά-πολυκατοικίες του κέντρου! «Βρε κορίτσι μου, χωρίς αλυσίδες;», με έκραζαν, ενώ εγώ κοιτούσα με θανατερό βλέμμα τον ολοφάνερα γεμάτο τύψεις αγαπημένο μου. Η ζημιά, σε μια πρώτη εκτίμηση, μου φάνηκε μικρή, αφού είχε προηγηθεί-καρφωθεί, όπως μας πληροφόρησαν, ένα φορτηγό και είχε λειάνει τις γωνιές του τοίχου και του καφάο.
Αφήσαμε το τηλέφωνό μας στους γείτονες, να το δώσουν στον άτυχο παρκαρισμένο που «φιλήσαμε», και φτάσαμε ποδαράτοι σπίτι. Εγώ αμίλητη για ώρες! Άμα δεν κρατούσα μούτρα και τώρα, πότε; Νερό γιοκ, φακ! Στο μεταξύ είχαμε εξαντληθεί και οικονομικά. Άρα και ξενοδοχείο γιοκ. Σκεφτήκαμε το σπίτι του μακαρίτη του πατέρα μου σε μια άλλη γειτονίτσα. Κλειστό ενάμιση χρόνο. Η παγωνιά μέσα ήταν αντάξια της έξω. Δοκιμάσαμε αν έχει νερό (μας είχε γίνει εμμονή κανονική). Είχε. Τέλεια. Ανάψαμε τους θερμοσυσωρευτές και περιμέναμε να φορτίσουν και να ζεσταθούν. Αυτή η διαδικασία θα παίρνει λογικά μερικές μέρες, αλλά ήμασταν βιαστικοί και απελπισμένοι και ελπίζαμε σε θαύματα. Κλειστήκαμε στο μικρό δωματιάκι που έχει αιρκοντίσιον και αράξαμε. Τηλεόραση μπα, ίντερνετ όχι. Πώς να περάσεις την ώρα σου υπό αυτές τις συνθήκες; Ανοίξαμε ντουλάπια, συρτάρια, πανεπιστημιακές σημειώσεις, παλιές φωτογραφίες, βιβλία, ε, πέρασε καμιά ωρίτσια με τούτα και με κείνα. Παρά την παγωνιά, είπαμε να κάνουμε κάνα μπάνιο. Και ω του αντιθαύματος, δεν είχαμε νερό! Κάποιος μας έκανε πλάκα, δεν μπορεί! Αρχικά σκέφτηκα ότι είχε γίνει προσωρινή διακοπή. Γίνονταν κάτι τέτοια εκείνες τις μέρες. Μετά λέω, δεν ρωτάς κάνα γείτονα; Χτυπάω τη γειτόνισσα. Φιλιά, ενθουσιασμός, «Πού χάθηκες, βρε παιδί μου! Αχ τι καλός άνθρωπος ήταν ο μπαμπάς σου! Θα το νοικιάσεις; Μπα, έτσι κλειστό θα το έχεις; Βγήκαν και κάτι κοινόχρηστα». Προσποιήθηκα ανάλογο ενθουσιασμό, αλλά για λίγο - είχα και το ζόρι μου. Εγώ: «Νερό έχετε; Γιατί εμείς δεν έχουμε». Κλάσματα δευτερολέπτου σκέψης και… Γειτόνισσα με νόημα: «Εμείς έχουμε νερό. Αυτός από τον τέταρτο πείραζε πριν από λίγο τα ρολόγια, μάλλον θα έκλεισε το δικό σας αντί για το δικό του». Απελπίστηκα. Πού να τρέχω μέσα στα σκοτάδια να ψάχνω το ρολόι! Η γειτόνισσα προθυμοποιήθηκε: «Άσε, θα στείλω τον Τάσο (σύζυγος) να το ψάξει». Σε τρία λεπτά είχαμε νερό. Μακάρισα την καλοσύνη των γειτόνων, σκέφτηκα πως στις συνοικιακές πολυκατοικίες, που όλοι γνωρίζονται με όλους, υπάρχει ακόμα ανθρωπιά. Μετά βέβαια σκέφτηκα πως μάλλον ο Τάσος πείραζε τα ρολόγια και όχι «αυτός από τον τέταρτο», αλλά τέσπα.
Έπειτα από τόση ταλαιπωρία, μας πέρασε και η όρεξη για μπάνιο. Είπαμε να παρηγορήσουμε τον εαυτό μας με φαγητό. Παραγγείλαμε delivery γύρους (σουβλάκι που λένε και οι Αθηναίοι), ελασσονίτικα, εξοχικά, υγιεινά πράγματα, και γαμηθήκαμε στο φαΐ! Κοιμόμασταν τρεις μέρες σε ένα παγωμένο σπίτι, σε ένα μικρό δωματιάκι που βρομοκοπούσε κρεμμυδίλα, διαβάζοντας, τρώγοντας και μιζεριάζοντας.
Όταν, μετά από έξι μέρες, έφτιαξαν τα καιρικά πράγματα, ήρθε το νερό και αποκαταστάθηκε η τάξη, αρχίσαμε να μετράμε ζημίες. 208 ευρώ το ξενοδοχείο, 60 ευρώ το αυτοκίνητο (τσαλακωμένη ζάντα και κάτι σπασμένα πλαστικά), συν οι γύροι…
Μαγειρέψαμε λαδερό για αποτοξίνωση και για να λειτουργήσει το έντερο, ψωνίσαμε από το σούπερ μάρκετ και… Όχι, ρε πούστη μου! Νέα ζημιά! Παρατηρημένο, οι ζημιές και τα οικιακά προβλήματα έρχονται μαζεμένα! Σαν τους λογαριασμούς! Νερά στο πάτωμα της κουζίνας. Πολλά νερά στο πάτωμα της κουζίνας! Υποπτευθήκαμε το ψυγείο. Όντως, ψυγείο dead! Θεωρήσαμε ότι λιώνουν οι πάγοι του, εξ ου και η πλημμύρα. Ίντερνετ, google search, μάστορες ψυγείων. Καλά που υπάρχει και το ίντερνετ! Ο ψυγειάς μας έδωσε ραντεβού για την επόμενη μέρα το πρωί, στις 9 παρά τέταρτο. Στρώσαμε ό,τι ύφασμα διέθετε το σπίτι μας γύρω από το ψυγείο και περιμέναμε να περάσει (και αυτή) η νύχτα.
Στο μεταξύ συνέχισαν να σχηματίζονται λίμνες, δεν ήταν φυσιολογικό αυτό! Από κει που λέγαμε το νερό νεράκι, τώρα πλατσουρίζαμε! Ε, δεν ήταν (μόνο) το ψυγείο το πρόβλημα. Τρελάθηκα, απελπίστηκα! Το παθαίνω αυτό με τις αβαρείες. Πόσο μάλλον με τις εβαπορέ (συμπυκνωμένες)! Θα ήθελα να υπάρχει ένας οικογενειακός μάστορας, κατά το «οικογενειακός γιατρός». Ό,τι πρόβλημα προκύπτει να μας το λύνει. Αλλά δεν υπάρχει δυστυχώς. Εντοπίσαμε σπασμένο σπιράλ κάτω από τον νεροχύτη. Τρελή διαρροή! Πανικός! Πώς κλείνει το νερό; Πού είναι η κεντρική βάνα; Θολωμένοι, δεν βρίσκαμε τίποτα, οπότε βάλαμε από κάτω ό,τι κατσαρολικό είχαμε εύκαιρο. Google search, τηλέφωνο στον υδραυλικό. Μας έδωσε ραντεβού για τις 8 το πρωί, «Θα σας βάλω πρώτους». Καλοσύνη του! Ξυπνούσαμε με βάρδιες για να αδειάζουμε την κατσαρόλα, να μην υπερχειλίσει.
Ο υδραυλικός ήρθε στις 9 και ο ψυγειάς στις 11. Οι μάστορες δεν διακρίνονται για τη συνέπειά τους. Επίσης οι μάστορες μόνο στις τσόντες δίνουν χαρά στις νοικοκυρές, στην πραγματική ζωή είναι πίκρα σκέτη. Καθόμουν πάνω από το κεφάλι τους με πραγματική αγωνία. Θα ζήσει, γιατρέ μου; Δεν είμαστε, σε αυτές τις εποχές, να αγοράζουμε καινούργιες οικιακές συσκευές! Επίσης έκανα την κοινωνική και την καλή οικοδέσποινα (μπλιαχ δηλαδή), για έναν απροσδιόριστο λόγο. «Να σας φτιάξω έναν καφέ; Να κεράσω ένα γλυκό του κουταλιού, που έφτιαξα με τα χεράκια μου;», τέτοιες βλακείες. Ο υδραυλικός δεν είχε μαζί του σπιράλ και έπρεπε να πάει στο μαγαζί να πάρει. Ο ψυγειάς δεν είχε μαζί του θερμοστάτη κι έπρεπε κι αυτός να πάει στο μαγαζί. Τι σκατά κουβαλάνε στην εργαλειοθήκη τους, δεν κατάλαβα ποτέ. Κατά τη διάρκεια της επιδιόρθωσης τα κινητά τους χτυπούσαν δαιμονισμένα. Διάφοροι καημένοι τους θερμοπαρακαλούσαν να τους επισκεφτούν άμεσα. Πόσες μέρες να ζήσεις χωρίς νερό ή χωρίς ψυγείο; Λυπητερή: υδραυλικός 20 ευρώ, ψυγειάς 60. Φυσικά χωρίς απόδειξη! Τέλος πάντων, γλιτώσαμε τα χειρότερα!
Περιμένω το επόμενο χτύπημα της μοίρας. Δεν μου αρέσει ο θόρυβος από τον καυστήρα, ο φούρνος σαν να μην ζεσταίνει αρκετά, το πλυντήριο δεν στίβει καλά, ένα λαμπάκι μου ανάβει στο αμάξι. Μήπως είμαστε βασκαμένοι;