Γιατί είναι λεπτές οι Γαλλίδες

Διότι, ναι, μάλλον δεν τρώνε πάνω από τις κατσαρόλες...

Βλέποντας την Μπριζίτ Μακρόν στην Αθήνα αναρωτήθηκα για άλλη μια φορά, όπως νομίζω πολλές και πολλοί, ποιο να είναι το μυστικό της και μένει έτσι λεπτή σε μια ήλικία που πολύ δύσκολα το πετυχαίνει κανείς; Συνομήλικες είμαστε, το πώς συσσωρεύονται τα περιττά κιλά μετά τα πενήντα το ζω στο πετσί μου με κόπο και πείνα. Τι κάνουν αυτές οι γυναίκες και παραμένουν λεπτές;

Το πώς και γιατί είναι λεπτές οι Γαλλίδες με απασχολούσε πολύ την εποχή που έζησα στο Παρίσι, και προσπαθούσα να το καταλάβω παρατηρώντας τις συστηματικά, πριν οι αμερικανοί δημοσιογράφοι και συγγραφείς πιάσουν δουλειά για να ανακαλύψουν το μέγα μυστικό. Με μια έρευνα που είδα τις προάλλες σε αμερικανικό κανάλι, έβαλα τα γέλια: σταματούσαν με το ματσούκι διάφορες Παριζιάνες στο δρόμο και τις ρωτούσαν, πώς είναι λεπτές. Τρώμε λαχανικά, έλεγαν αυτές. Όλες με τα λαχανικά είναι λεπτές. Ψωνίζω μόνη μου και μαγειρεύω σπίτι, έλεγαν άλλες. Και στην Ελλάδα ψωνίζουμε μόνες μας και μαγειρεύουμε σπίτι, αλλά δείτε το αποτέλεσμα. Καλό θα κάνει βέβαια στους Αμερικανούς λίγο μαγείρεμα, αλλά δεν είναι τόσο απλό, κορίτσια.

Υπάρχει κάτι άλλο πίσω απ’ όλ’ αυτά, κάτι που δυσκολεύτηκα να αποδεχτώ τότε που ήμουν νέα στο Παρίσι, αλλά αναγκάζομαι να δω καθώς περνούν τα χρόνια κάτι που έχει να κάνει με την κουλτούρα και ξεκινάει από τα πρώτα χρόνια και τις πρώτες μπουκιές. Και ομολογώ ότι δυσκολευόμουν να το αποδεχτώ επειδή έχει να κάνει με την επιτήδευση. Σαν πρωτοποριακό παιδί του καιρού μου ήμουν φυσικά οπαδός του αυθορμητισμού, της απλότητας, της αμεσότητας. Κι όσο προσπαθούσα να καταλάβω το μυστικό της κομψότητας των Γαλλίδων, γιατί αυτό με ενδιέφερε πάντα, τόσο έβλεπα ότι είχε να κάνει με διαφορετικό τρόπο ζωής, ριζωμένο βαθιά στην παιδική ηλικία, τρόπο περίπλοκο, επίμονα καλλιεργημένο και εντέλει άκρως επιτηδευμένο. Όχι όμως ψεύτικο, έτσι που να ανιχνεύεται από το είδος της δικής μου φανατικής προσήλωσης στη γνησιότητα. Τόσο καλλιεργημένο κι ενσωματωμένο στη ζωή που γίνεται εντέλει ένα με τη φύση.

Φάτε με μαχαιροπήρουνο, μας έλεγε ο καημένος ο πατέρας μου όταν ήμασταν μικρά. Στο δεξί το μαχαίρι, στο αριστερό το πηρούνι. Δυσφορούσαμε, αφού έπρεπε ταυτόχρονα να τρώμε γρήγορα, και να τρώμε πολύ, γιατί υπήρχε το τραύμα της Κατοχής πρόσφατο ακόμα. Η μητέρα έβαζε στο πιάτο μας πρόσθετα κομμάτια. Ενίοτε τα έχωνε κατευθείαν στο στόμα μας, ακόμα κι όταν είχαμε κάμποσο μεγαλώσει. Στο τέλος και οι δυο γονείς σκούπιζαν το πιάτο με μπουκίτσες ψωμιού, διευκρινίζοντας ότι κάτι τέτοιο δεν πρέπει να το κάνεις σε επίσημο τραπέζι. Μεγαλώσαμε πιστεύοντας ότι είμαστε λιγόφαγοι, ότι πάντα κάποια άλλα καλύτερα παιδάκια από μας τρώνε όλο το φαΐ τους πιο εύκολα και πρόθυμα, χωρίς να τυραννούν τους γονείς τους κ.λπ. Κι ακόμα και τώρα, ενώ η Κατοχή έχει πια απομακρυνθεί, δεν είναι στις αναμνήσεις των σημερινών γονιών, βλέπεις μαμάδες να κυνηγάνε τα παιδιά με την μπουκιά στο πηρούνι, να τη χώσουν στο στόμα του. Λάθος ξεκίνημα για να γίνουμε λεπτές σαν Γαλλίδες.

Θα έχετε δει τα μικρά των Γάλλων στο τραπέζι, είναι σα να ανήκουν σε άλλο είδος. Τρώνε όντως με μαχαιροπήρουνο, μόνα τους, αργά, σοβαρά, σε βαθμό που σε ελληνική ταβέρνα να προκαλούν πολιτιστικό σοκ και να απειλούνται οι γονείς από μηνύσεις για κακοποίηση παιδιών. Απλώς εξασφαλίζουν τη μελλοντική κομψότητα των βλαστών τους, διατηρώντας και τη δική τους φυσικά. Κοιτάζουν το πιάτο προσεχτικά, κόβουν μικρά κομματάκια. Παρατηρώντας τους σκέφτηκα κάποτε ότι ίσως ζυγίζουν την επιθυμία τους σε κάθε μπουκιά, μήπως χόρτασα; αναρωτιούνται. Προσπάθησα να τους μιμηθώ, κατάφερα να εξυγειάνω κάπως τη σχέση μου με το φαγητό. Γαλλίδα δεν έγινα, ορμάω ακόμα στην κατσαρόλα μ’ ένα κουτάλι, όταν πεινάω, αλλά ο αγώνας συνεχίζεται.

Διότι, ναι, οι Γάλλοι μάλλον δεν τρώνε πάνω από τις κατσαρόλες. Κάθονται στο τραπέζι, εμφανίζουν διάφορα τζάντζαλα-μάντζαλα, κάνουν περίπλοκη τη διαδικασία. Πιατάκια, μπολάκια, ιστορίες. Το φαγητό είναι κι αυτό περίπλοκο στη γαλλική κουζίνα. Κάθε Γάλλος έχει παραστάσεις και εμπειρίες απίστευτων επινοήσεων και κατασκευών ακόμα και στο φτωχότερο σπίτι. Η μαγειρική είναι τέχνη, είτε υψηλή, είτε λαϊκή, σε κάθε επίπεδο είναι τέχνη.

Και φυσικά δεν είναι η μόνη. Οι Γαλλίδες δεν ξέρουν μόνο να μαγειρεύουν εξ απαλών ονύχων. Μαθαίνουν και να ντύνονται, να μακιγιάρονται, να περπατάνε, να μιλάνε και να γελάνε κομψά, η επιτήδευση δεν είναι επιτήδευση, περνάει στο σώμα τους, είναι η φύση τους πια, ο εαυτός τους. Όπως εμείς μαθαίνουμε από μωρά να λέμε τον άλλο μαλάκα, Γαλλίδες και Γάλλοι μαθαίνουν να μιλάνε στον πληθυντικό σε όλον τον κόσμο πλην των πολύ οικείων. Δυστυχώς, έτσι έχουν τα πράγματα.

Μπορεί να το θεωρείτε καταπίεση και δυστυχία όλο αυτό, και να προσέχετε μόνο το σνομπάρισμα που, όντως, ρίχνουν ειδικά οι Παριζιάνοι σε κάθε επισκέπτη της πόλης τους, και μπορεί να έχετε δίκιο. Μπορεί να είναι όντως δυστυχία, δεν ξέρω. Το βέβαιο είναι ότι εξασφαλίζει κομψότητα.