Πάπα έχουμε, υπουργό Εξωτερικών έχουμε;
Μάργκαρετ Θάτσερ: Γυναίκα εξολοθρευτής
Εξόντωσε στο διάβα της από τους πολιτικούς της αντιπάλους μέχρι τη θηλυκή της φύση
Μάργκαρετ Θάτσερ: Η ζωή, η πολιτική καριέρα και οι οικογενειακές σχέσεις της Βρετανίδας πρωθυπουργού.
Γυναίκα-εξολοθρευτής! Εξόντωσε στο διάβα της τους πολιτικούς της αντιπάλους, τους Αργεντίνους των Φόκλαντ, τους ανθρακωρύχους του Σκάργκιλ, το συνδικαλισμό, τους χαμηλόμισθους και τους συνταξιούχους, το κράτος πρόνοιας, τη θηλυκή της φύση, τον σύζυγό της.
Χωρίς αμφιβολία υπήρξε η πιο πολυσυζητημένη πολιτική προσωπικότητα της Βρετανίας. Κάποιοι τη μίσησαν θανάσιμα, κάποιοι τη συμπάθησαν, ο σερ Ντένις μάλλον τη λάτρεψε, κι ας τον είχε τσαλακώσει. Σίγουρα η Μάργκαρετ Χίλντα Ρόμπερτς, κόρη ενός επαρχιώτη μπακάλη, πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός της Βρετανίας και θριαμβεύτρια τριών διαδοχικών εκλογικών αναμετρήσεων, υπήρξε δουλευταρού, δραστήρια, αυτοδημιούργητη. Κατά τη διάρκεια των έντεκα χρόνων της πρωθυπουργίας της κοιμόταν μόνο τέσσερις ώρες την ημέρα. Προσπάθησαν να την εξοντώσουν ο ΙΡΑ αλλά και άκρως δυναμικές φιλοζωικές οργανώσεις, όμως εκείνη επιβίωσε. Χρησιμοποιούσε για τον εαυτό της τον πληθυντικό ευγενείας, ενώ, αν δεν ήταν αυτή που ήταν, θα ήθελε να είναι η Άννα του «Ο βασιλιάς κι εγώ». (Αυτή και η Ντενίση…).
Τα τελευταία χρόνια, η Μάργκαρετ, η γυναίκα που εφάρμοσε τον εξοντωτικό θατσερισμό όχι μόνο στην πολιτική αλλά και τις διαπροσωπικές της σχέσεις, ήταν πλέον μια ανενεργή πολιτικά, θλιμμένη χήρα με εξασθενημένη μνήμη. Τη συμπονούσε άραγε κανείς, πέρα από τη Μέρλ Στριπ που την υποδύθηκε; Καλή ερώτηση…
«Συνήθως σχηματίζω γνώμη για έναν άντρα στα πρώτα δέκα δευτερόλεπτα και πολύ σπάνια την αλλάζω», είχε δηλώσει κάποτε. Μ’ αυτά και μ’ αυτά, η Μάγκι έναν άντρα γνώρισε στη ζωή της κι αυτόν παντρεύτηκε. Εκείνη ήταν μια φιλόδοξη 25άρα, εκείνος ένας ζωντόχηρος 34άρης με τζακάτη καταγωγή, παλιομοδίτικη αμφίεση και πολλά λεφτά. Γνωρίστηκαν το 1951 στο πλαίσιο κάποιων εργασιών του Συντηρητικού Κόμματος και παντρεύτηκαν την ίδια χρονιά. Παρά την απόλυτη ιδεολογική τους ταύτιση, ήταν φανερό ότι αντιλαμβάνονταν διαφορετικά τη ζωή. Εκείνη ήθελε να διευρύνει τη μόρφωσή της και να ασχοληθεί με την πολιτική. Εκείνος να πίνει τζιν με τόνικ, να καπνίζει αμέριμνος τα Benson & Hedges του, να παίζει γκολφ και να διαιτητεύει αγώνες ράκμπι. Εκείνη βαριόταν τα σπορ, όμως του σιδέρωνε τις αθλητικές του στολές και του έπλενε την τιμημένη σφυρίχτρα του διαιτητή. Δύο χρόνια αργότερα, ο πελαργός θα χάριζε στο ζεύγος τα δίδυμα Μαρκ και Κάρολ και οι Τόρι στη Μάγκι την εξουσία. Η στολή διαιτησίας θα έμενε ασιδέρωτη, όμως το έγκλημα της προσωπικότητας του σπόρτσμαν είχε ήδη προμελετηθεί πάνω στη σιδερώστρα…
Ο Ντένις επέλεξε να είναι απελπιστικά αθόρυβος, ο άνθρωπος που στόμα είχε και μιλιά δεν έχει. Ήταν ο θερμότερος υποστηριχτής των απόψεων της γυναίκας του, προχωρούσε πάντα ένα βήμα πίσω της, την επευφημούσε στις συνεντεύξεις Τύπου, την ακολουθούσε στα μακρινά της ταξίδια, κρατούσε συντροφιά στις συζύγους των υπολοίπων ηγετών. Όταν έμπαινε στο σπίτι το «αφεντικό», όπως αποκαλούσαν τη Μάργκαρετ οι ένοικοι της Ντάουνιγκ Στριτ 10, όλα τα έσκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του δημοσιογράφου Τζιμ Νότι, ο Ντένις με το ένα χέρι έχυνε το τζιν του σε μια γλάστρα και με το άλλο υποδεχόταν τη συμβία του. Κοινώς είχε αναπτύξει το φυσικό μηχανισμό των ανθρώπων που, όντας παντρεμένοι με μια δυναμική προσωπικότητα, θέλουν την ησυχία τους και καταπίνουν αξιοπρέπεια, προκειμένου να την κατακτήσουν. Πώς ήταν η Χίλαρι Κλίντον για τον Μπιλ; Ε, καμιά σχέση! Ίσως ο Ντένις ήξερε πως θα δεινοπαθούσε, αν υιοθετούσε μια λιγότερο αυτοταπεινωτική φιλοσοφία.
Η «νύφη του Τσάκι» ξεχειλίζοντας από συναίσθημα τον ευχαρίστησε δημοσίως το 1985, όταν συμπλήρωνε δέκα χρόνια στην ηγεσία του Συντηρητικού Κόμματος. «Χωρίς τον Ντένις δεν θα τα κατάφερνα», είπε. «Για σαράντα χρόνια υπήρξα παντρεμένος με μία από τις σπουδαιότερες γυναίκες που γέννησε ο κόσμος. Το μόνο που μπορώ να της προσφέρω είναι αγάπη και αφοσίωση», απάντησε εκείνος. Τα δύο τελευταία χρόνια της ζωής του ο σερ φρόντιζε τη Μαργαρίτα όπως η Νάνσι Ρίγκαν τον Ρόναλντ, με δεδομένο ότι η σύζυγός του είχε υποστεί πολλαπλά εγκεφαλικά κι εμφάνιζε συμπτώματα γεροντικής άνοιας. Ίσως ο μόνος άξιος αντίπαλός της να ήταν τελικά το αλτσχάιμερ…
Οι γονείς πάρκαραν από νωρίς τα σαββατογεννημένα βλαστάρια τους στις καλύτερες νταντάδες και τους πιο ακριβοπληρωμένους δασκάλους και αποφάσισαν να ασχοληθούν αποκλειστικά με τις καριέρες τους. Άλλωστε η μητρότητα και η μαγειρική ποτέ δεν υπήρξαν τα ατού της Μάγκι.
Η Κάρολ εξελίχθηκε τελικά σε μια δημοσιογράφο χαμηλού προφίλ και βεληνεκούς, που προσκολλήθηκε στον πατέρα της. Αντιθέτως, ο λογιστής Μαρκ δεν ανταποκρίθηκε επαξίως στις απαιτήσεις του επωνύμου του και ντρόπιασε τη μαμά του. Κανείς δεν ξεχνά ότι το 1982 χάθηκε για έξι ολόκληρες μέρες στη Σαχάρα συμμετέχοντας στο ράλι Παρί-Ντακάρ και προκαλώντας την κινητοποίηση των σωστικών συνεργείων τεσσάρων χωρών, ούτε ότι κατηγορήθηκε επισήμως από τον ιδιοκτήτη των Χάροντς, Μοχάμεντ Αλ Φαγιέντ, για εμπόριο όπλων και σκοτεινές επιχειρήσεις στη Μέση Ανατολή. Η Θάτσερ φρόντισε να καλύψει τις πομπές του άσωτου και ανώριμου υιού της, όμως όλοι υποπτεύονται τους διαλόγους που διαμείφθηκαν, όταν η οικογένεια συγκεντρώθηκε γύρω από το γκαζότζακο…
Γεννημένη εξολοθρευτής
Δεν είναι τυχαίο που ο Ρόναλντ Ρίγκαν την έχρισε «πολιτικά αδελφή ψυχή». Οι Ρώσοι την φιλοδώρησαν με το παρατσούκλι «Σιδηρά κυρία». Ήθελε να εξαφανίσει από προσώπου γης τους κομμουνιστές, έκανε πάντα το δικό της, δεν έδινε υποσχέσεις, μείωνε τις κοινωνικές παροχές χωρίς να λογαριάζει πολιτικό κόστος, απέλυε ή απαιτούσε τις παραιτήσεις υπουργών της, δίχαζε το ίδιο της το κόμμα με τις απόψεις της σε θέματα ευρωπαϊκής ή οικονομικής πολιτικής. Η Μάργκαρετ Θάτσερ κέρδισε με το σπαθί της τον τίτλο της μητέρας Τερέζας αλλά ακριβώς από την ανάποδη. Από την πρώτη στιγμή της διακυβέρνησής της, αναπτύσσοντας μια σχέση ανταγωνισμού, τσάκισε τα συνδικάτα, ανακοίνωσε σκληρά μέτρα λιτότητας, ιδιωτικοποίησε τη βιομηχανία και αναδιάρθρωσε το φορολογικό σύστημα της χώρας της με τρόπο που έθιγε κυρίως τις ασθενείς οικονομικά μάζες.
Το σύστημα ενός ιδιότυπου εθνικιστικού φιλελευθερισμού που εμπνεύστηκε και υπερασπίστηκε με νύχια και με δόντια προώθησε τη λογική της ολιγαρχίας, ενίσχυσε τη δύναμη της ήδη καλοζωισμένης μεσαίας τάξης και μείωσε δραματικά τον πληθωρισμό, ωστόσο μεγέθυνε το χάσμα ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς και οδήγησε τα νούμερα της ανεργίας σε δυσθεώρατα ύψη. Οι χαμηλού εισοδήματος κοινωνικές τάξεις είδαν το φιλεύσπλαχνο κράτος πρόνοιας της μεταπολεμικής Μεγάλης Βρετανίας να καταρρέει με το βλέμμα απορημένο και την αξιοπρέπεια κολλημένη στο εσωτερικό ενός χαρτόκουτου. Όταν πια το 1990 αποτραβήχτηκε από την πολιτική, πάνω από τη Βρετανία απόμεινε ο «βιασμός» και η επιβεβαίωση της υποψίας ότι οι αδύνατοι δεν είναι τίποτα.
Το τέλος του πρετ-α-πορτέ
Οι συμφοιτητές της στην Οξφόρδη την θυμούνται ως «ένα κοκαλιάρικο κορίτσι χωρίς εντυπωσιακά στήθη, που ωστόσο είχε κατακτήσει τον ανδρικό πληθυσμό». Ο Φρανσουά Μιτεράν την περιέγραφε ως «γυναίκα με τα μάτια του Καλιγούλα και το στόμα της Μέριλιν». Το περιοδικό «Time» διέκρινε πίσω από το μικροαστικό καθωσπρεπισμό της «φλογερή θέληση και εμφανή θηλυκότητα». Εκείνη δολοφονούσε επιδεικτικά τη μοντέρνα κουλτούρα της εμφάνισης. Με εμφάνιση συντηρητικότερη ακόμα και των ιδεολογικών της απόψεων, ταγεράκια βγαλμένα απευθείας από τις σελίδες του «Burda», χεράκια σταυρωμένα στο ύψος της κοιλιάς, τσαντούλα περασμένη στην ωλένη και μαλλί κατάλληλο για διαφήμιση λακ δυνατού κρατήματος, υπερασπίστηκε εμμονοληπτικά το στιλ της ξινής κυράτσας.
Την ίδια στιγμή, εξοστρακίζοντας το χαμόγελο από το πρόσωπό της, καλλιεργώντας μια μπάσα φωνή που προκαλούσε τρομάρα, κρατώντας χείλη και δόντια σφαλιστά όσο και η φαντασία της και ρίχνοντας αυστηρά βλέμματα που επικρέμονταν ως απειλές πάνω από τα κεφάλια συνταξιούχων, η Μάργκαρετ Θάτσερ έμοιαζε με ένα εξωπραγματικά απροσπέλαστο αρσενικό α λα Σβαρτσενέγκερ. Ίσως ασελγώντας επί της θηλυκότητάς της και παίζοντας με ένα άσπιλο, αμόλυντο και αψεγάδιαστο ανδρογύνικο λουκ να επιθυμούσε να επιβεβαιώσει την άποψη ότι οι καριερίστες πολιτικοί δεν έχουν φύλο.