Τom Ford: Ένας άντρας της μόδας, για σπίτι
Ήταν αποκλειστικά ζευγάρι με τον Richard Buckley για 35 χρόνια
Tom Ford: Ο αμερικανός σχεδιαστής μόδας, που γεννήθηκε σαν σήμερα 27 Αυγούστου του 1961, έχει χαράξει μια μοναδική πορεία στη ζωή και τη βιομηχανία της μόδας.
Στην ταινία «Ένας άντρας μόνος», ο ήρωας αναπολεί το σύντροφό του και τα δύο σκυλιά τους να κουρνιάζουν με στιλ στον καναπέ διαβάζοντας βιβλία, σε μια στιγμή απόλυτης σοφιστικέ ευτυχίας. Αυτή ήταν και η καθημερινότητα του Τομ Φορντ με τον αγαπημένο του Ρίτσαρντ Μπάκλεϊ, πρώην διευθυντή του περιοδικού “Vogue Hommes International”, με τον οποίο ήταν ζευγάρι 35 χρόνια, μέχρι που ο τελευταίος απεβίωσε το 2021. Τα δύο σκυλιά στην ταινία είναι στην πραγματικότητα τα δικά του σκυλιά, και ο Φορντ, όπως και ο ήρωας, πληρώνει τον αγαπημένο του $35 τη φορά για να τα βγάλει βόλτα.
Είναι δύσκολο να αποδεχτεί κανείς πως πίσω από το σχεδιαστή που στα 90s έχτισε την καριέρα του πάνω σε πόθο και φερομόνες, κρύβεται ένας τρυφερός, μονογαμικός άνδρας. Κι όμως, ο ίδιος επαναλαμβάνει εδώ και χρόνια αυτό που τα media χασμουριούνται να ακούνε: συζεί με κάποιον που αγαπά, διαβάζουν βιβλία, μαγειρεύουν, τσακώνονται και πάνε ταξίδια. «Όλοι νομίζουν ότι ο Τομ είναι η πόρνη της δημοσιότητας, αλλά στην πραγματικότητα είναι απίστευτα ντροπαλός και είναι δύσκολο για εκείνον να φορά αυτό το κοινωνικό προσωπείο» λέει ο άνθρωπος που λογικά τον γνωρίζει καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο στον κόσμο, ο εραστής του, αφήνοντάς μας σύξυλους.
Γιατί είναι δύσκολο να αποδεχτεί κανείς πως πίσω από αυτόν το μίνιμαλ beau brummel με το ατσαλάκωτο κουστούμι των $3.000 και το ατσαλάκωτο από το botox μέτωπο κρύβεται ένας εσωστρεφής ομοφυλόφιλος σχεδιαστής (και καλλιτέχνης), που δίνει καθημερινά τη δική του μάχη με το φόβο της μοναξιάς και το θάνατο, τις αξίες και τα ιδανικά, όπως όλοι οι υπόλοιποι. Τελικά, τι είδους κομμάτια δημιουργούν αυτό το παζλ που δηλώνει αυτάρεσκα «είμαι η μούσα του εαυτού μου», αλλά δεν μπορεί να ζήσει χωρίς τον ένα και μοναδικό σύντροφο της ζωής του;
Κομψευόμενος καουμπόης
Κάτω από τον καυτό αυγουστιάτικο ήλιο του Τέξας, γεννήθηκε το 1961 σε μια οικογένεια με δύο γονείς μεσίτες και μια μικρότερη αδερφή, η οποία σήμερα είναι δασκάλα σε σχολείο. «Ήμουν αρκετά θηλυπρεπής και αυτό δεν είναι ακριβώς αποδεκτό στο Τέξας» λέει ο σχεδιαστής, που ασφυκτιούσε μέσα στην τυπική οικογένεια του αμερικανικού νότου και που όταν έλειπαν οι γονείς του άλλαζε τη διακόσμηση στο σαλόνι για να εκτονωθεί. Στα δεκατρία έπεισε τη μητέρα του να του αγοράσει τα πρώτα λευκά Gucci μοκασίνια, τα οποία, όταν κοιμόταν, τοποθετούσε ευλαβικά δίπλα στο κρεβάτι του.
Ήταν έφηβος όταν οι Φορντς μετακόμισαν οικογενειακώς στη Σάντα Φε. Εκεί ο Τομ βρήκε το γυναικείο πρότυπο που έμελλε να καθορίσει για πάντα την αισθητική του: ήταν η γιαγιά Ρουθ, μια εντυπωσιακή βλαχομπαρόκ κοκέτα που οδηγούσε πάντα το τελευταίο μοντέλο Κάντιλακ, ντυνόταν παρδαλά, φορούσε συνεχώς τακούνια (κάποια στιγμή έσπασε το πόδι της και οι γιατροί της έβαλαν γύψο με τακούνι!) και η οποία έθαψε συνολικά 6 συζύγους. Ο εγγονός της την παρακολουθούσε κάθε πρωί να βάζει ψεύτικες βλεφαρίδες, να κρεπάρει τα μαλλιά της και να κρεμάει τα τεράστια σκουλαρίκια της (η μορφή της ενέπνευσε το στιλ της Τζούλιαν Μουρ στην ταινία). «Ήταν πολύ, πολύ, Τεξανή» θυμάται για τη γιαγιά του και παραδέχεται πως η υπερβολή του στιλ της πέρασε στα σχέδιά του και από εκεί στις πασαρέλες.
Στα δεκαεφτά του εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη για να σπουδάσει Ιστορία της Τέχνης στο κολέγιο NYU. Παρέμενε ένας εσωστρεφής φοιτητής, μέχρι που ένα βράδυ ένας συμφοιτητής του τον κάλεσε σ’ ένα πάρτι στο Studio 54, για να συναντήσει εκεί, αν όχι τη μοίρα του, τον Άντι Γουόρχολ, που τον πήρε από το χέρι και τον μύησε… στο ξεσάλωμα. «Ήταν τα seventies, ήταν πριν το AIDS, έμενα μακριά από τους γονείς μου και μπορούσα κάθε βράδυ να πίνω και να παίρνω κοκαΐνη. Ήμουν νέος και ωραίος, και όλοι ήθελαν να κοιμηθούν μαζί μου… πώς να μην περνάω τέλεια;» θα εξομολογηθεί πολύ αργότερα.
Στις πρώτες του σεξουαλικές συνευρέσεις μετρά μερικά συνομήλικα κορίτσια στο υπνοδωμάτιο της γιαγιάς του. Το αληθινό του όμως ερωτικό πρόσωπο του το αποκάλυψε ένας άνδρας, ο Ίαν Φάλκονερ, του οποίου το επίθετο δάνεισε στον πρωταγωνιστή της ταινίας του. «Άρχισε να μου αρέσει η βότκα και το τσιγάρο επειδή το πρώτο μου φιλί με άντρα ήταν με τον Ίαν, που αγαπούσε και τα δύο. Ο Ίαν δεν ήταν μόνο “το πρώτο μου φιλί”. Ήταν ο πρώτος άντρας με τον οποίο έκανα στοματικό έρωτα, ένα βράδυ που επιστρέφαμε από το Studio 54, στο πίσω κάθισμα ενός ταξί». Χαρακτηριστικά θυμάται πως ένα βράδυ οι δυο τους είχαν πάρει μεσκαλίνη, με αποτέλεσμα να ξυρίσει το φρύδι του – μια άλλη αγαπημένη ανάμνηση που επίσης συμπεριλαμβάνεται στην ταινία.
Παράτησε το κολέγιο και προσπάθησε να γίνει ηθοποιός, αλλά το ταλέντο του αρκούσε μόνο για διαφημιστικά σποτ (υπήρξε εποχή που εμφανιζόταν σε δώδεκα ταυτόχρονα στην αμερικανική τηλεόραση). Γράφτηκε στο διάσημο φυτώριο σχεδιαστών μόδας Parsons School of Design, αλλά σε λάθος τμήμα – τότε πίστευε πως ήθελε να σπουδάσει αρχιτεκτονική εσωτερικών χώρων. Σύντομα συνειδητοποίησε την αγάπη του για τη μόδα και έπιασε δουλειά σε μια μικρή εταιρεία αθλητικών ενδυμάτων. Ήταν εικοσιπέντε χρονών όταν, σε μια φωτογράφιση μόδας, γνώρισε τον κατά δεκατρία χρόνια μεγαλύτερό του Μπάκλεϊ.
Εκείνος εκδήλωσε αμέσως το ενδιαφέρον του και κανόνισε το πρώτο τους ραντεβού σε tex mex εστιατόριο - φόρο τιμής στον τόπο καταγωγής του Φορντ. Κατά τη διάρκεια του δείπνου, αντάλλασσαν τρομακτικές ιστορίες για φίλους που έπασχαν από την -άγνωστη τότε- νόσο, το AIDS, με αποτέλεσμα κανένας από τους δύο να μην έχει ιδιαίτερη όρεξη για σεξ στο τέλος της βραδιάς. Όταν τελικά κοιμήθηκαν μαζί, μετά το τρίτο τους ραντεβού, ξυπνώντας το πρωί τον περίμενε μια έκπληξη. «Ο Ρίτσαρντ είχε κρύψει κάτω από το κρεβάτι μου ένα κουτί με ζαχαρώδη δημητριακά, γνωρίζοντας ότι ήταν το αγαπημένο μου πρωινό». Και επειδή η καρδιά του άνδρα περνάει από το στομάχι, σε λιγότερο από ένα μήνα έμεναν μαζί.
Ήταν ήδη ζευγάρι ένα χρόνο, όταν στον Μπάκλεϊ διαγνώστηκε καρκίνος. Οι γιατροί του έδιναν 35% πιθανότητες ζωής… Ο κόσμος τους φάνηκε να καταρρέει, ακριβώς τη στιγμή που ο Φορντ είχε δεχτεί μια πρόσκληση από τον Gucci ν’ αναλάβει τη σειρά prêt-à-porter. Αν και ήταν όνειρο ζωής, δεν έδωσε τη θετική απάντηση παρά μόνο όταν βεβαιώθηκε πως ο κίνδυνος ξεπεράστηκε –μετά από σειρά εγχειρήσεων και θεραπειών– και ο σύντροφός του μπορούσε να τον ακολουθήσει στην Ιταλία.
Τα εν Οίκω (Gucci)
Το ζευγάρι μετακόμισε στο Μιλάνο το 1990. Μέχρι το 1994, είχε πάρει στα χέρια του τα ηνία του οίκου σώζοντάς τον από βέβαιη χρεοκοπία. Το όνομά του έγινε ταυτόσημο με την επιστροφή του γκλάμουρ και την έλευση μιας νέας, απενοχοποιημένης σεξουαλικότητας. Το προϊόν Gucci ήταν καυτό σαν παράνομη ερωτική πράξη, δυνατό σαν οργασμός. Στο τέλος του 1999, ο οίκος συγκέντρωνε στα ταμεία του 4,3 δισεκατομμύρια δολάρια, μέρος των οποίων διατέθηκε για την εξαγορά του ξεπεσμένου οίκου YSL, όπου και εκεί επικεφαλής ανέλαβε ο Φορντ. Ο σχεδιαστής δεχόταν συγχαρητήρια αλλά και μακροσκελή γράμματα από τον ίδιο τον Yves Saint Laurent, που του έγραφε πως «με τις κολεξιόν σου περιφρονείς 40 χρόνια ιστορίας μου».
Κι ενώ στην πασαρέλα τα ρούχα αποθέωναν τις καμπύλες και τα μοντέλα έμοιαζαν να αναστενάζουν από πόθο, και στις διαφημίσεις των περιοδικών ένας νέος άντρας προσκυνούσε γονατιστός ένα ξυρισμένο σε σχήμα G εφηβαίο –με λίγα λόγια ενώ ο σχεδιαστής «πουλούσε» σεξουαλικότητα–, ο ίδιος παρέμενε με τον ίδιο σύντροφο και δήλωνε, παρά τις αντιρρήσεις του Μπάκλεϊ, πως θέλει να αποκτήσουν παιδιά. Ενίοτε πετούσε στον Τύπο διασκεδαστικά ξεροκόμματα από τη δυαδική τους καθημερινότητα, όπως «κάθε βράδυ δειπνούμε μαζί στην τραπεζαρία, ο Ρίτσαρντ εντελώς ντυμένος και εγώ εντελώς γυμνός».
Ford Focus
Ξαφνικά, το 2004, κατόπιν «δημιουργικής διαφωνίας μεταξύ του ομίλου Gucci group και του σχεδιαστή», ο τελευταίος αποχωρεί, δηλώνοντας πως η εταιρεία έγινε απρόσωπη με τα καινούργια αφεντικά της - πες τον Pinault. «Έπαθα κατάθλιψη. Είχα απαίσιους εφιάλτες. Η ζωή μου στο Gucci group ήταν σαν γάμος με δύο παιδιά. Και όταν ξαφνικά μια μέρα γύρισα σπίτι μου, βρήκα την πόρτα κλειδωμένη και τη γυναίκα μου μέσα να πηδιέται με κάποιον άλλο».
Το ζευγάρι επιστρέφει στην Αμερική με τον Φορντ ν’ ασχολείται με το τένις, ν’ αγοράζει γήπεδα γκολφ, να γράφει σενάρια για το σινεμά παρατώντας τα στη μέση και φυσικά να κάνει ψυχοθεραπεία. Το 2007 ανοίγει το πρώτο υπερπολυτελές κατάστημα “Tom Ford” στη Νέα Υόρκη. Ήταν να μη γίνει η αρχή. Νέα καταστήματα άρχισαν να ξεπετιούνται σαν φελλοί σαμπάνιας στον παγκόσμιο χάρτη, τα οποία σήμερα φτάνουν τα 21.
Όμως ο ίδιος συνέχιζε να βουλιάζει ολοένα και πιο βαθιά στην κρίση μέσης ηλικίας – πόσο μάλλον αν είσαι πρώην είδωλο του σεξ. Προσπαθούσε να βρει παρηγοριά στις βαφές μαλλιών και το υαλουρονικό οξύ. «Δεν ήμουν σε επαφή με την πνευματική πλευρά του εαυτού μου. Είχα δόξα, ένα σπουδαίο αγόρι, πολλά σπίτια, τόνους λεφτά. Αλλά έπαθα σοβαρή κρίση ηλικίας». Τη σωτηρία για να βγει από αυτό το ψυχολογικό αδιέξοδο του την έδωσε το βιβλίο “A Single Man” του Christopher Isherwood, το οποίο είχε πρωτοδιαβάσει στη νιότη του. Στα 49 του πια κι ενώ δηλώνει πως νιώθει «πολύ γέρος για να τον ενδιαφέρουν το σεξ και οι ηδονές», δημιούργησε μια ταινία για την απόλυτη πίστη πασπαλισμένη με τα δικά του βιώματα, κερδίζοντας σχεδόν καθολική αποδοχή από κοινό και κριτικούς.
Με την ταινία να τον φέρνει και πάλι στο προσκήνιο, οι δημοσιογράφοι ανανέωσαν το ενδιαφέρον τους για την προσωπική του ζωή. Αλλά για μία ακόμη φορά έπεσαν πάνω στον τοίχο της μονογαμίας. Το μόνο καινούργιο που είχε να δηλώσει είναι πως τώρα, περισσότερο από ποτέ, θέλει να νομιμοποιηθούν οι ομοφυλοφιλικοί γάμοι στις ΗΠΑ. O λόγος; Μια πρόσφατη περιπέτεια της υγείας του συντρόφου του τον έκανε να τρέχει πάνω κάτω σε διαδρόμους νοσοκομείων, κουβαλώντας έγγραφα που αποδείκνυαν πως είναι σε θέση να λαμβάνει αποφάσεις για εκείνον.
Σχεδιάζοντας το τέλος
Στο κομοδίνο του Τομ Φορντ συνεχίζουν να υπάρχουν post it, σε περίπτωση που του έρθει κάποια ιδέα στον ύπνο του - αν και δεν κοιμάται ποτέ πάνω από τρεις ώρες τη μέρα. Πρόσφατα επιβεβαίωσε ότι θα σχεδιάσει και πάλι γυναικείες κολεξιόν στο άμεσο μέλλον. Και παρότι του ανήκουν δεκάδες σπίτια σε διάφορα σημεία του πλανήτη, λέει πως «σπίτι μου είναι εκεί που είναι ο Ρίτσαρντ και τα σκυλιά». Ως τελευταία τους κατοικία, πάντως, έχει οριστεί το ράντζο του Τομ στο Σάντα Φε, ένα οικόπεδο 24.000 εκτάρια, που για να φτάσεις από την κεντρική πύλη στο σπίτι οδηγείς 30 λεπτά.
Εκεί, σε αυτό το αχανές κτήμα, ο Τομ και ο Ρίτσαρντ θέλουν να θαφτούν δίπλα δίπλα όταν αφήσουν τα εγκόσμια, γι’ αυτό και έχουν ήδη σχεδιάσει τις ασορτί, καλόγουστες σαρκοφάγους τους. Απόλυτα ταιριαστή ενέργεια γι’ αυτόν τον τελειομανή, ψυχαναγκαστικό με την τάξη Παρθένο, που έβαψε το πορτοκαλί τρακτέρ στο ράντζο του μαύρο γιατί δεν άντεχε το χρώμα και που η πιο πρόσφατη δήλωσή του ήταν: «Όταν πεθάνω, όποιος κοιτάξει τις κολεξιόν μου δεν θα καταλάβει τίποτα για εμένα. Αλλά μπορούν, αν θέλουν, να δουν την ταινία μου και να μάθουν ποιος πραγματικά ήμουν».