Όλο το ζωικό βασίλειο σε οικονομική συσκευασία ενός κυνός
«Τι να σου μαγειρέψω να φας αύριο, αγόρι μου;» «Ξέρω ’γω, ρε μάνα, μη με αγχώνεις» «Και τι θα φάμε; Να βάλω κοτόπουλο με πατάτες στο φούρνο ή μπιφτέκια; Έχω και λίγο χοιρινό, θέλεις να το ρίξω με μακαρόνια; Ή να βάλω κάνα όσπριο;»
Κάπως έτσι τελειώνει το βραδινό τηλεφώνημα με τη μάνα μου, που τη λένε Λυγερή, κατά τις 10. Τα αγαπημένα μας φαγητά είναι μπιφτέκια ή κοτόπουλο με πατάτες στο φούρνο, μακαρόνια με κιμά ή σκέτα με τυρί, τουρλού-τουρλού, δηλαδή μελιτζάνες, πατάτες, καρότα, πιπεριές και διάφορα άλλα όλα μες στην κατσαρόλα, και μπόλικα όσπρια, απ’ όλα: ρεβίθια, φακές, φάβα και μαυρομάτικα, τα οποία τελευταία τα τρώμε σαν σαλάτα, που είναι πιο ελαφριά –με ωμό λαδάκι και μαϊντανό από πάνω.
Η μάνα μου μένει 6 τετράγωνα από μένα και κάθε απόγευμα, μετά τη δουλειά, περνάω να τη δω. Με περιμένει στο μπαλκόνι και με χαιρετάει, δεν χρειάζεται καν να χτυπήσω το κουδούνι, με το που πλησιάσω στην εξώπορτα μου ανοίγει. Την καταλαβαίνω πότε είναι κουρασμένη και πότε όχι από το πρόσωπό της. Όταν δεν είναι κουρασμένη από τα πόδια της που την πονάνε στα 73 της πια, είναι πολύ όμορφη. Τώρα, που καλοκαίριασε, πρώτη δουλειά με το που μπαίνω στο σπίτι είναι να φτιάξω φραπέ. Τον μισό θα τον πιω εγώ, μαζί με 2-3 τσιγάρα, και τον υπόλοιπο θα τον βάλει στο ψυγείο να τον πιει την άλλη μέρα το πρωί, μετά τον ελληνικό της.
Όση ώρα καθόμαστε στο μπαλκόνι, οι κουβέντες της μάνας μου, όχι με αυτή τη σειρά, λίγο πολύ είναι αυτές: Για τη φασαρία που έγινε στην εκπομπή του Ευαγγελάτου ή του Παυλόπουλου. Για την ουρά που είχε η τράπεζα. Για τον κόσμο που δεν έχει να φάει. Για την ανιψιά μου και εγγονή της, 10 χρονών, με την οποία μιλάνε κάθε βράδυ πάνω από μισή ώρα στο τηλέφωνο και η μικρή τής λέει για τα τούρκικα σίριαλ. Για την παλιά μας γειτονιά, λίγο πιο πέρα, που η μάνα μου πηγαίνει κάνα απόγευμα και βλέπει τις φίλες της. Για το ραντεβού στο γιατρό στο ΙΚΑ που το έκλεισε για μετά από 2 μήνες. Για τις αδερφές μου, τη Μαρία και τη Στέλλα. Για το πώς πάει η δουλειά μου. Ότι πρέπει να πάρω καμιά μπλούζα γιατί φοράω όλο τις ίδιες και όλο πλένει. Ότι καπνίζω πολύ και πρέπει να το περιορίσω. Ότι δεν πρέπει να κάνω πολύ παρέα με τον Βαγγέλη γιατί πίνει. Ότι κάποια στιγμή πρέπει να παντρευτώ.
Κάνα δυο φορές την εβδομάδα, όταν εγώ λείπω στη δουλειά, έρχεται στο σπίτι μου και συμμαζεύει. Πλένει τα πιάτα, παίρνει κάνα άπλυτο, σκουπίζει το μπαλκόνι, ποτίζει τα φυτά – «ξέρεις τι χαρά κάνουνε κάθε φορά που με βλέπουνε;» μου λέει. Και κάθε τόσο με ρωτάει: «Θέλεις κάνα φράγκο;» «Όχι, ρε μάνα, εντάξει είμαι, ευχαριστώ». Αλλά πότε-πότε, μια δυο φορές το μήνα, όλο και κάτι θα έχει αφήσει στο τραπέζι, κάνα 50άρικο, κάνα 100άρικο. Χαρτζιλίκι στα 41. Ζω μόνος, σου λέει μετά, σα να μένω σε ξενοδοχείο και να πληρώνομαι κιόλας.
Στα 18 της παντρεύτηκε με τον πατέρα μου και έφυγαν στην Αυστραλία. 40 μέρες ταξίδι με το καράβι. Μάλιστα, σ’ εκείνο το ταξίδι διοργανώθηκε διαγωνισμός ομορφιάς για τις επιβάτισσες και η μάνα μου νίκησε. Έμειναν στο Σίδνεϊ 11 χρόνια και γύρισαν το ’70, ένα χρόνο πριν γεννηθώ. Ο πατέρας μάς άφησε το ’75 και η μάνα μου, από τα 35 της τότε, προτίμησε να μείνει μόνη. Επικοινωνιακή όπως είναι, άρχισε να ασχολείται με επιδείξεις οικιακών σκευών σε σπίτια. Στην αρχή σε φίλες και συγγενείς, μετά σε γνωστές γνωστών κ.λπ. Άλλες φορές γύρναγε ενθουσιασμένη, είχε πάει καλά η δουλειά, άλλες φορές όχι. Μια φορά είχε θυμώσει πολύ, όταν, ενώ δούλευε σαν πλασιέ, κάποια της είπε «τι έγινε, το καράβι σάς άφησε όλες;». Πολύ ευαίσθητη, δεν θα έπρεπε να στεναχωριέται για κόπανους.
Τουλάχιστον, πήρα λίγη από την ευαισθησία της. Επίσης, από την εξυπνάδα της και την εργατικότητά της. Θα ήθελα να έπαιρνα και λίγη από τη γενναιοδωρία της, τη συναισθηματική. Γιατί βγήκα τσιγκούνης στο να λέω πώς αισθάνομαι για τους άλλους. Σα να ντρέπομαι. Καλά-καλά δεν θυμάμαι πότε της είπα τελευταία φορά πόσο την αγαπώ. Ας της το πω, λοιπόν, από εδώ. Σ’ αγαπάω πολύ, ρε μάνα.