«Θα σας περιμένουμε στην αφετηρία της καινούργιας μας ζωής». Ε; Δεν είναι ωραίο; Δεν είναι πρωτότυπο; Μόνη μου το διάλεξα. Το πήρα απόφαση ότι εγώ θα παίρνω τις αποφάσεις.
Είναι τώρα δυο βδομάδες που τρωγόμαστε συνέχεια. Από το πρωί. Mε το που ανοίγουμε το μάτι μας. Δεν φταίω εγώ. Είναι πολλά που πρέπει να γίνουν. Συνέχεια προκύπτει και μια υποχρέωση. Δεν φταίω εγώ. Το στρες φταίει.
Χθες του λέω «έχω μια κούραση, που δεν σε βλέπω». Κι αυτός, κύριος. Eίχε πάει, είχε δει τον Ολυμπιακό, είχε κατεβάσει τις μπιρίτσες του, κι ήθελε άλλα. «Έλεος, άνθρωπέ μου» του λέω. «Πού να τα προλάβω όλα;» Ε; Πες κι εσύ; Λάστιχο έχω γίνει. Πού να τα σκεφτώ όλα;
Έρχεται η ξαδέρφη του, η ξινή, και μας λέει: «Παιδιά, το πάρκινγκ έχει χώμα κάτω. Θα γίνει χάλια ο κόσμος. Πρέπει να του πείτε να ρίξει νερό. Θα σκονιστούν τα αυτοκίνητα». Ξινή, αλλά είχε δίκιο. Φαντάζεσαι σύννεφο που θα σηκωθεί. Πεντακόσια άτομα περιμένουμε. Στόλοολόκληρο. Του λέω «πάρε τηλέφωνο να το κανονίσεις». Το βράδυ τον ρωτάω «πήρες;». «Πότε να προλάβω, ρε μωρό μου;» μου λέει. Ε, άι στο διάολο. Όλα από μένα τα περιμένει. Μαλώσαμε. Κώλος γίναμε.
Αλλά δεν φταίω εγώ. Φταίει κι αυτή η γαμημένη η δίαιτα. Όχι σοκολατάκι, ούτε φιστίκι δεν τρώω πια. Αλλά δεν φταίω εγώ, ρε φιλενάδα. Φταίω; Όλα πάνω μου έχουν πέσει. Όλα πάνω μου.
Και τις προάλλες, που πήγαμε σ’ αυτόν τον κυριούλη που μας έστειλες και μας έδειχνε τα δείγματα, του λέω: «Εσύ ποιο γράμμα προτιμάς;». «Ό,τι θέλεις εσύ, μωρό μου. Το ίδιο μου κάνει». Διαλέγω εγώ λοιπόν τη γραμματοσειρά – αυτή την κατσαρή, ξέρεις, τη ρετρό. «Εσύ» του λέω «τι θέλεις;». «Ασημί να ’ναι το γράμμα ή χρυσαφί;» «Σιγά» μου λέει. «Ποιος θα το προσέξει;» Τα πήρα. Αλλά δεν το έδειξα.
Τι να κάνω; Θα το πάρω απόφαση ότι εγώ θα παίρνω τις αποφάσεις. Και το κείμενο μόνη μου το διάλεξα. Από τα δείγματα. «Θα σας περιμένουμε στην αφετηρία της καινούργιας μας ζωής». Ε; Δεν είναι ωραίο; Δεν είναι πρωτότυπο; Μόνη μου το διάλεξα. Το πήρα απόφαση ότι εγώ θα παίρνω τις αποφάσεις.