Παγωτό, ο φτηνότερος φίλος της Γυναίκας
Το παγωτό δεν είναι απλά ένα γλυκό που το τρως το καλοκαίρι σε χωνάκι, ξυλάκι ή κυπελάκι.
Το παγωτό δεν είναι απλά ένα γλυκό που το τρως το καλοκαίρι σε χωνάκι, ξυλάκι ή κυπελάκι. Δεν είναι απλά κάτι παχυντικό, που σε λερώνει και σε κάνει να αισθάνεσαι άσχημα όταν τρως τόσο πολύ που νομίζεις πως την επόμενη φορά που θα κοιταχτείς στον καθρέφτη θα μοιάζεις με τον Μόμπι Ντικ. Είτε φοράω τουριστικά πεδιλάκια και ψάχνω απεγνωσμένα έναν ίσκιο να κρυφτώ στην Πλατεία Συντάγματος, είτε είμαι σκεπασμένη με διαφόρων ειδών κουβερλί και τυφλώνομαι από τη λάμψη της σόμπας αλογόνου, γρανίτες, ξυλάκια, χωνάκια και παγωτό μηχανής είναι οι καλύτεροι μου φίλοι.
Κάποιοι θα αναρωτιούνται πώς ένα νιρβάνα κριμ εν κούκις οικογενειακό είναι δυνατό να αντικαταστήσει την κολλητή μου. Αυτοί οι κάποιοι σίγουρα δεν είναι γυναίκες και σίγουρα είναι πολύ αδύνατοι. Γιατί τότε που είχα χωρίσει με το Μενέλαο και βρέθηκα μόνη και αβοήθητη, να αυτομαστιγώνομαι σαν σιίτης Μουσουλμάνος, η Κατερίνα ήταν εκδρομή στο Πήλιο και έκανε σκι και γω νόμιζα ότι θα πέθαινα αργά και βασανιστικά από έρωτα, σαν τη Μισέλ Φάιφερ στο Ντέιντζερους Λιαιζόνς, ολομόναχη, μακριά από κάθε αγαπημένο πρόσωπο. Το ίδιο βράδυ ένα κυπελάκι Μπεν εντ Τζέρις μου έγνεψε από το ψυγείο του ψιλικατζίδικου όπου είχα πάει να πάρω ξυραφάκια για να κόψω τις φλέβες μου. Ξαφνικά εκείνο το ταπεινό συνοικιακό μαγαζάκι μεταμορφώθηκε στο αεροδρόμιο της Καζαμπλάνκα και έγινε το σκηνικό της αρχής μιας πολύ όμορφης φιλίας.
Από εκείνη την ημέρα, το Μπεν εντ Τζέρις μου κρατάει το χέρι σε κάθε «περίοδο» της ζωής μου, ίσως και πιο σφιχτά απ’ την Όλγουεις. Ακόμα και όταν αισθάνομαι να επιτεθώ και να φάω ολόκληρο τον κόσμο, είναι εκεί για να μου πει «Φάε εμένα! Φάε εμένα!». Μέσω του Μπεν εντ Τζέρις γνωριστήκαμε και με την ΕΒΓΑ (την παρφέ συγκεκριμένα) που κόλλησε αμέσως στην παρέα, γιατί τρελαίνεται να βλέπουμε μαζί Τζέρζι Σορ και καθόλου δεν την ενοχλούν τα έξτρα κουταλάκια της Κατερίνας και της Αναστασίας που μπαίνουν στο παιχνίδι.
Η γλυκιά και παχυντική παρέα μεγάλωσε, όταν ένα καυτό μεσημέρι του Ιουλίου, απ’ αυτά που ευχόμουν να με είχαν βρει σε κάποια παραλία της Σίφνου και όχι στην Αθήνα να μαγειρεύομαι μέσα στον ίδιο μου τον ιδρώτα, η γρανίτα λάιμ έφτασε στο τραπέζι μου, σαν μια νεράιδα με κρυστάλλινα φτερά και μονομιάς με σήκωσε για λίγα δευτερόλεπτα μακριά από τη σάουνα της Πλατείας Αγίας Ειρήνης.
Οι φίλοι μου όμως, δεν είναι εδώ μόνο για να μου προσφέρουν την παγωμένη τους παρηγοριά, αλλά και για να λιώσουν τα υπολείματα αυτολύπησης που αφήνουν πάνω μου διάφοροι επιτήδειοι. Εκεί που κάθομαι αποκαμωμένη στην Καπνικαρέα, ιδρωμένη και ατημέλητη, γιατί είναι Δευτέρα πρωί και βαρέθηκα να βαφτώ για να κατέβω για ψώνια, εκεί το ξυλάκι Μάτζικ με μεταμορφώνει σε μία καυτή φαντασίωση. Γλύφοντας το νωχελικά και προσπαθώντας με τη γλώσσα μου να πιάσω τα κομματάκια σοκολάτας που γλιστράνε απαλά καθώς η κρέμα λιώνει, γίνομαι η εικόνα που σκανδαλίζει τον περαστικό που τσουλάει το καροτσάκι με το παιδί για το οποίο σε λίγα χρονια θα πληρώνει διατροφή, που αναστατώνει, για διαφορετικούς ευτυχώς λόγους, τον άστεγο που δεν έχει φάει από χτες και ξυπνά τη λαίμαργη ζήλεια στο μικρό κορίτσι που με καρφώνει σαν νίντζα έτοιμος για επίθεση. Ερωτοτροπώντας με μια μπάλα σοκολάτα σκανδαλίζω τον οποιονδήποτε παππού που κάθεται απέναντι μου στο Λέτζο ή τον πιτσιρικά με τα σπυράκια που ανέμελα παίζουν κρυφτό με τις αραιές του τρίχες.
Κάπως έτσι είναι η φιλία μου με το παγωτό. Δεν διαφέρει από τις περισσότερες. Εκείνο μου προσφέρει παρηγοριά και αυτοπεποίθηση κι εγώ το καταβροχθίζω. Φαίνεται κάπως άδικο και ίσως και να είναι. Αλλά το παγωτό δεν παραπονιέται ποτέ. Δεν χρειάζεται άλλωστε. Την εκδίκηση την παίρνει η δική του καλύτερη φίλη. Η ζυγαριά. Αλλά δεν πειράζει, η φιλία πάνω απ όλα. Στο κάτω-κάτω 90 κιλά για 1.65 δεν είναι και τόσα πολλά.