Προτιμούν το τραπέζι στη γωνία – όταν είναι ελεύθερο. Προτιμάει να κάθεται δίπλα τους – όταν μπορεί. Δίπλα τους, όχι απέναντι τους. Θέλει να τους ακούει, όχι να τους βλέπει, όχι να τον βλέπουν ότι τους βλέπει.
Έρχονται πάντα λίγο μετά τις δύο. Την ώρα που έρχεται κι ο κύριος που παραγγέλνει πάντα βραστά λαχανικά και απλώνει από πάνω τους την εφημερίδα του και τη λαδώνει. Την ώρα που φτάνει κι ο θορυβώδης γιατρός που «προεδρεύει» πάντα σε διαφορετική παρέα, και ανεβάζει τα ντεσιμπέλ, όσο κατεβάζει τσίπουρο. Την ώρα που πάντα κάνει τη γύρα του ο μονόφθαλμος λαχειοπώλης.
Εκείνη την ώρα πιάνει το γωνιακό τραπέζι το ζευγάρι που πάντα βιάζεται. Το κορίτσι δεν βιάζεται. Εκείνος τις πιο πολλές φορές της λέει «πάμε, γιατί έχω και πήξιμο/ δεν θέλω να με ψάχνουν/ θέλω να ξεμπερδεύω, να τελειώνω». Εκείνη σπάνια αντιστέκεται: «Περίμενε, ντε, μισό λεπτό, να τελειώσω το τσιγάρο μου».
Δεν τους έχει μιλήσει ποτέ, αλλά τους ξέρει. Ξέρει για τον άθλιο γείτονα τους που κάθε πρωί βλέπει τον Αυτιά στη διαπασών και χαλάει το ύπνο του κοριτσιού και το κορίτσι γκρινιάζει και χασμουριέται και βρίζει που έχασε πάλι μισή ώρα ύπνο. Ξέρει όλο το κουτσομπολιό του γραφείο τους, όλη την πανίδα της καθημερινότητάς τους: Τον «Βλάχο», την «Χοντρή», τον «Αναλυτή», τη «Λέιντι Γκάγκα». Ξέρει ότι θέλουν να πάρουν air condition, ότι δεν βρίσκουν εύκολα να παρκάρουν, ότι αυτό το σαββατοκύριακο οργανώνουν μάζωξη στο σπίτι, ότι θα ήθελαν να αλλάξουν σπίτι, αλλά διστάζουν «γιατί έτσι όπως είναι τώρα τα πράγματα δεν ξέρεις τι σου ξημερώνει...».
Δεν έχουν μιλήσει ποτέ, αλλά θα ήθελε να τους μιλήσει λίγο, μόνο για να ρωτήσει ένα πράγμα. Πότε θα φύγουν; Πότε θα πάνε διακοπές; Τους ακούει που το συζητάνε μέρες τώρα. Συζητάνε το πού, ενώ εκείνος θέλει να μάθει το πότε. Πότε και πόσο θα λείψουν; Γιατί αυτός, μόνος κάθε μέρα εδώ, το φαγητό το έχει βαρεθεί. Έρχεται μόνο για την παρέα... Και θα ‘θελε να ήταν ικανός για την αδιακρισία, να πάει και να ρωτήσει «συγνώμη, παιδιά, πόσο θα μού λείψετε;».