Surfer look: Ειρήνη, αγάπη, λουλούδια, κύματα και σανίδες
Από την αντικαταναλωτική κουλτούρα και την έκρηξη των 60s στα φετινά trends, αυτή είναι η ιστορία του
Η κουλτούρα του surf, το στιλ και η εξέλιξή του: Πώς έγινε τόσο δημοφιλές και γιατί.
Το surfer lifestyle άνθισε ως αντικουλτούρα (surf subculture) την δεκαετία του ’60 και έγινε μόδα από την Χαβάη ως την Καλιφόρνια και από την Αυστραλία ως το Περού. Ξεκίνησε από μια μικρή κοινότητα νεαρών ατόμων που απείχαν από τον καταναλωτικό τρόπο ζωής και έμεναν σε παραλίες, όπου έκαναν ολημερίς surf, έπιναν μπύρες σε ολονύχτια πάρτι, γρατζουνούσαν κιθάρες, τραγουδούσαν και χόρευαν στις αμμουδιές, καπνίζοντας άπειρα joint μαριχουάνας. Επρόκειτο για μια ρομαντική άποψη για την ζωή στον απόηχο της φιλοσοφίας των beatniks και του χίπικου κινήματος, ένας συνδυασμός του τροπικού εξωτισμού της Χαβάης και του καλιφορνέζικου ονείρου, με background ένα ειδυλλιακό σκηνικό το οποίο χαρακτήριζε ο ήλιος, η θάλασσα και το surf.
Η αντικουλτούρα των surfers απέρριπτε τον καταναλωτισμό για μια πιο πνευματική ύπαρξη-παρά την ανθηρή βιομηχανία αξεσουάρ θαλάσσης που στην συνέχεια στήθηκε γύρω της. Οι ίδιοι surfers ακολουθούσαν αθλητικό τρόπο ζωής: ξυπνούσαν στις 5 τα χαράματα για να «πιάσουν» το κύμα, ενώ παρατούσαν τα πάντα όταν κάποιος φώναζε: «surfs up!» και έτρεχαν να πάρουν στον ώμο την εξαιρετικά βαριά και μακριά σανίδα τους- στην οποία ήταν ευλαβικά αφιερωμένοι- και να πέσουν στο νερό.
Η σκηνή του surf της Νότιας Καλιφόρνιας άντλησε την έμπνευσή της από την Χαβανέζικη παράδοση he’e nalu (wave sliding- ολίσθηση στην κόψη του κύματος) των αυτοχθόνων κατοίκων του νησιού, όπου στα παλιά χρόνια ο μέγας ιερέας και μάγος της φυλής (Kahunas) προσευχόταν για να έχουν καλό surf. Μετά την ανακάλυψη της Χαβάης από τον Κάπτεν Κουκ η κουλτούρα των ιθαγενών σχεδόν καταστράφηκε, καθώς οι άποικοι, οι έμποροι και οι ιεραπόστολοι προσπάθησαν να εξαφανίσουν τις τοπικές παραδόσεις τους. Το surfing ξαναζωντάνεψε γύρω στο 1900, όταν άνοιξε το πρώτο ξενοδοχείο στο Waikiki: κάποια αγόρια της παραλίας (beach boys) έκαναν επίδειξη της εντυπωσιακής τεχνικής τους στους τουρίστες, ενώ στον ελεύθερο χρόνο τους άραζαν στις παραλίες και έπαιζαν γλυκιά μουσική με μια μικρή κιθάρα, το γιουκαλίλι (ukulele).
Την δεκαετία του ‘30 η Χαβάη είχε γίνει πλέον ένας παραδεισένιος προορισμός διακοπών, όπου εκτός από τις φυσικές καλλονές οι τουρίστες απολάμβαναν και παραθαλάσσιες αθλητικές δραστηριότητες. Το surf έγινε τόσο δημοφιλές, ώστε το 1939 το περιοδικό Vogue δημοσίευσε στο εξώφυλλό του ένα surf-girl με χαβανέζικο μαγιό, να σχίζει το κύμα με τη σανίδα του.
Η κουλτούρα του surf αναπτύχθηκε μαζικά μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, σαν ένας τρόπος να ξανακερδηθεί από τους ανθρώπους ο ελεύθερος χρόνος. Πολλοί νέοι λάτρεψαν την ιδέα ενός ατέλειωτου καλοκαιριού κατά τη διάρκεια του οποίου θα μπορούσαν να ξεροψήνονται με τις ώρες κάτω απ’ τον ήλιο και να μπαινοβγαίνουν στα κύματα με τη σανίδα τους, μακριά από καθημερινές σκοτούρες κι ευθύνες.
Ως το 1960, η έκρηξη του surf subculture είχε ακουμπήσει όλους τους τομείς της αμερικάνικης κουλτούρας. Το surfing ήταν μια μορφή ήπιας επανάστασης: μια freestyle φυγή από το Αμερικάνικο Όνειρο της κοινωνικής επιτυχίας και της ασύστολης κατανάλωσης. Οι surfers γύριζαν τις ακτές σε μεγάλες παρέες, με ανοιχτά αμάξια ή τροχόσπιτα, φορτωμένοι σκηνές, κιθάρες και σανίδες, για να ζήσουν το ρομαντικό τους όνειρο.
Παρά τον αντικαταναλωτισμό της ιδέας του surfing, δεν άργησε να στηθεί γύρω του μια κερδοφόρα επιχειρηματικότητα: Το 1950 ο Dale Velzy άνοιξε το πρώτο μαγαζί με είδη surf στις Ηνωμένες Πολιτείες κι ως το 1960 είχε το μεγαλύτερο εργοστάσιο κατασκευής χειροποίητων σανίδων, αρχικά από κορμούς δένδρων και αργότερα από πολυουρεθάνη.
Το 1962 κυκλοφόρησε το περιοδικό «Surfer», το οποίο δημιούργησε το στιλ της surf-art, με φωτογραφίες και υλικό που αποτύπωνε τον τρόπο ζωής, τις επαναστατικές καινοτομίες και τις τολμηρές ικανότητες των surfers που σχεδόν αψηφούσαν τον θάνατο προκειμένου να κάνουν ένα εντυπωσιακό tackling ανάμεσα στα γιγάντια κύματα. Φιλοξενούσε επίσης κριτικές για τα surf films που ήταν πολύ της μόδας - όπως η ταινία του 1959 «Gidget». Δυο δεκαετίες μετά, η ταινία του 1982 «Fast Times at Ridgemont High», θα μας έδινε έναν σπαρταριστό, μόνιμα μαστουρωμένο surfer ήρωα, τον Jeff Spicoli, με τον νεαρό Sean Penn στον ομώνυμο ρόλο. Κινηματογράφος, μόδα και μουσική, επηρεάστηκαν από την αντικουλτούρα του surfing.
Το 1961, πέντε πιτσιρικάδες (αδέλφο- ξάδελφα) σχημάτισαν το συγκρότημα The Beach Boys στο Hawthorne της Νότιας Καλιφόρνιας. Δυο χρόνια αργότερα η μπάντα κέρδισε διεθνή αναγνώριση, με μια σειρά από τραγούδια που έφτασαν στο top- ten των αμερικάνικων charts: σιγκλάκια που αντικατόπτριζαν την αντικουλτούρα του surfing της Νότιας Καλιφόρνιας, με τις σανίδες, τα ανοιχτά αυτοκίνητα και τον ανέμελο ρομαντισμό των νέων που την ακολουθούσαν. Ο ήχος αυτός, που ήταν μια μίξη rοck, pop και ψυχεδέλειας, ονομάστηκε California sound, ενώ το τραγούδι Surfin’ USA -που περιέχεται στον πρώτο μεγάλο δίσκο τους, το «Surfin’ Safari» του 1963- έγινε ο ύμνος των Καλιφορνέζων surfer.
Το surf style στο ντύσιμο είχε σαφείς επιρροές από τα τροπικά νησιά, με βασικό πρωταγωνιστή τα πολύχρωμα Χαβανέζικα πουκάμισα με τα έντονα prints από εξωτικά λουλούδια, ανανάδες και κοκοφοίνικες.
Τα αυθεντικά «Aloha shirts» κατασκευάζονταν αρχικά στην Χαβάη από εργατικά χέρια Κινέζων μεταναστών και τα σχέδια των λουλουδιών πάνω στα πανιά ήταν ζωγραφισμένα στο χέρι. Μετά το 1936 τα σχέδια τυπώθηκαν πάνω σε μεταξωτά και βαμβακερά υφάσματα και διαφημίστηκαν μαζικά στους τουρίστες που έφταναν στο νησί για διακοπές. Oι Αμερικάνοι τρελαίνονταν για πουκάμισα με κοκοφοίνικες, εξωτικά κοκτέιλ και παραλιακά show με χούλα-χουπ από κορίτσια με λουλουδένια στεφάνια στο λαιμό. Συνήθως επέστρεφαν σπίτι τους με αρκετά χαβανέζικα πουκάμισα στη βαλίτσα.
Στα μέσα της δεκαετίας του ‘60 η Waikiki beach της Χαβάης έγινε καυτός προορισμός για εκατοντάδες νέους φοιτητές, hippies και περιπλανώμενους παραλιακούς τύπους που ήθελαν να ακολουθήσουν το surfer lifestyle. Κάποιες εφημερίδες περιέγραφαν αυτό το στιλ ως «μια μαζική διαμαρτυρία με μπικίνια, ενάντια στην δουλειά, τον πόλεμο, τον γάμο και τις έννοιες». Και συμπλήρωναν: «Τα κορίτσια των surfers πρέπει να φορούν μπικίνι, να έχουν βαθύ μαύρισμα, να είναι όμορφες και ποτέ, ποτέ, ποτέ- για όνομα του Θεού, ποτέ- να μην είναι παχιές. Ιδανικά, πρέπει να έχουν μακριά μεταξένια μαλλιά, αλλά πλέον είναι αποδεκτά και τα κοντά κουρέματα». Για τα αγόρια, τα ίδια άρθρα επεσήμαιναν ότι δεν πρέπει να φορούν καινούργια μαγιό, να είναι μαυρισμένοι και γυμνασμένοι, να έχουν ένα κοντό, καθαρό κούρεμα και, «αν είναι πραγματικά πολύ hip, αντί για μαγιό να φορούν ένα καρό εσώρουχο του 1,50 δολαρίου, ώστε να φαίνεται ελαφρώς ξεθωριασμένο από τη χρήση». Το μαγιό, βασική στολή του Καλιφορνέζου surfer, έπρεπε να είναι (ή να φαίνεται) φθαρμένο απ’ το κύμα. Κοντομάνικα polo, μπλουζίν Levi’s, πάνινα παπούτσια, σαγιονάρες, ελαφρά μπουφάν κι αντιανεμικά, χαλαρά παντελόνια, πετσετέ μαγιό με ασορτί σορτς ή σύνολα εξοχής, καρό ή εμπριμέ μίνι φουστανάκια, ήταν μερικά από τα ρούχα που χαρακτήριζαν τα αγόρια και τα κορίτσια του surfer look των sixties.
Την ίδια εποχή αναπτύχθηκε και στην Αυστραλία μια ενθουσιώδης surf σκηνή σε όλες σχεδόν τις παραλιακές πόλεις άνοιξαν surf-clubs. To 1963 οι New York Times ανέφεραν ότι η αντικουλτούρα του surf με την διάλεκτο, τους ήρωες και την μουσική της, είχε κυριεύσει ολόκληρη την Αυστραλία. Τουλάχιστον 20.000 surfboards είχαν καταγραφεί μόνο στο Σίδνεϋ: «Η πόλη έχει παραδοθεί στην φυλή των bronze αγοριών και των χρυσών κοριτσιών, ενώ σε όλες τις παραλίες η νεολαία κάνει λατρευτικές τελετές στην θρησκεία του surf». Όπως και στην Καλιφόρνια, το τροπικό μαύρισμα και οι ξανθές ανταύγειες στα μαλλιά που δημιουργούσε η υπερέκθεση στον ήλιο, ήταν το σήμα κατατεθέν της φυλής των surfers.
Την δεκαετία του ’70, μεγάλες εταιρείες αθλητικής και casual ένδυσης- όπως η Quicksilver- άρχισαν να βγάζουν στην παραγωγή ρούχα του surf. Η επιτυχία ήταν τεράστια, όπως και τα κέρδη. Το ρομαντικό και αντικαταναλωτικό surf look μετατράπηκε σε χοντρή μπίζνα: T-shirts με surf logos, αλλά και βερμούδες ή κολάν από neoprene σε φλούο χρώματα, φοριόντουσαν και στις πόλεις. Ειδικά στην Αυστραλία η αισθητική του city-beach look ήταν η πιο δημοφιλής τάση της δεκαετίας του ‘80.
Κι επειδή, ως γνωστόν, η μόδα στις μέρες μας ανακυκλώνεται, το surfer look έχει επιστρέψει για να φορεθεί και φέτος το καλοκαίρι. Μεγάλοι οίκοι μόδας όπως οι Prada, Dior και Stella McCartney έχουν υιοθετήσει τροπικές πινελιές στις καλοκαιρινές κολεξιόν τους. Η εταιρεία Roxy έκανε μια σειρά φωτογραφίσεις στην Χονολουλού για την συλλογή της «Make Waves Move Mountains» σε συνεργασία με το μοντέλο Hailey Baldwin και την surfer φίλη της Kelia Moniz. Σε αυτό το project, καλούν τις γυναίκες να ανακαλύψουν ξανά το πνεύμα του surf, το οποίο ενδυναμώνει και τροφοδοτεί με καθαρή ενέργεια το μυαλό και το σώμα. Στην συλλογή περιλαμβάνονται σανίδες του surf ασορτί με ολόσωμα και μπικίνι μαγιό σε λευκές και ροζ παλ αποχρώσεις, όλα διακοσμημένα με floral και τροπικά μοτίβα.
Φορέστε λοιπόν φέτος το καλοκαίρι χαβανέζικα πουκάμισα, floral μαγιό, και «surfs up»! Καβαλήστε το κύμα!
Καλές βουτιές.