Είσαι σίγουρος ότι ξέρεις τα πάντα για τη γειτονιά;
Την είχε δει από μακριά. Διακόσια μέτρα μακριά, πριν σταματήσει. «Καλημέρα» της είπε. Την κοίταξε πλάγια. Γύρισε, την κοίταξε ευθεία. Έβαλε ταξίμετρο. Την ξανακοίταξε.
Της λέει: Καπνίζεις; Άμα καπνίζεις, κάπνισε. Εγώ το ’χω κόψει. Τρία χρόνια τώρα, ναι. Γιατί, ας ’ούμε, το τσιγάρο το καταλαβαίνεις, ας ’ούμε, αφού το κόψεις. Τότε δηλαδή συνειδητοποιείς, ας ’ούμε, τι μαλακία έκανες. Λέμε, τώρα. Κι εσύ καπνίζεις, ε; Τι; Δεν καπνίζεις; Μα πώς; Σε είδα έτσι, λέμε, αδύνατη και είπα, δεν μπορεί, ας ’ούμε, θα καπνίζει.
Και η δικιά μου, όταν κάπνιζε, παλιά λέμε, αδύνατη ήτανε, σαν κι εσένα. Μετά της ήρθε και το ’κοψε. Το ’κοψε, λέμε, και φρίκαρε. Παίξαν’ τα νεύρα της. Και πήρε, ας ’ούμε, δέκα κιλά μέσα σε δυο μήνες. Ναι, δεν σου κάνω πλάκα. Ήρθε, ας ’ούμε, και στρογγύλεψε. Φραντζόλα, λέμε. Έμεινε έτσι κάνα τρίμηνο. Ε, και μετά άρχισε το μαρτύριο.
Μαρτύριο, λέμε, για κείνη. Γιατί σιχάθηκε τον εαυτό της, έτσι που ’χε γίνει. Και μου είπε, «ξέρεις, ας ’ούμε, εγώ θα ξεκινήσω γυμναστήριο, να τα χάσω τα κιλά, θα κάνω και δίαιτα» και, και... Γιατί, ας ’ούμε, λέει, είμαι σαν να κουβαλάω κι άλλον άνθρωπο. Δεν μ’ αναγνωρίζω.
Γυμναστήριο δεν πήγε. Αλλά τα κιλά τα έχασε. Το ’ραψε. Πρωινό γιοκ, μεσημέρι έτρωγε, ας ’ούμε, μια φρυγανιά, τέτοια. Μου ’μεινε, λέμε, αέρας. Μάζευε, μάζευε. Έρεψε. Πετούσαν τα πλευρά της σαν του νηστικού σκύλου. Και μετά αρχίσανε άλλα. Ζαλιζότανε. Ξερνούσε. Δηλαδή, τι να σου πω; Μέχρι και τα μαλλιά της, λέμε, πέφτανε. Κι εγώ δεν ήξερα, δηλαδή, τι να κάνω. Τι να της πω, ας ’ούμε. Της λέω, «ρε μωρό μου, έτσι που έγινες τώρα, δεν σ’ αναγνωρίζω εγώ, ας ’ούμε. Δηλαδή, φάε. Λίγο ψωμάκι. Καμιά τυρόπιτα».
Σωπαίνει. Κοιτάει τον καθρέφτη. «Εδώ είμαστε» λέει. «Φτάσαμε». Φρενάρει. Κολλάει τα χέρια στο τιμόνι. Ξεφυσάει. Σβήνει τη μηχανή. Την είχα τραβήξει μια φωτογραφία, παλιά. Ήτανε, ας ’ούμε, μόλις είχε βγει από το μπάνιο. Με μια πετσέτα, λέμε, ροζ στους ώμους, γύρω στο λαιμό. Τότε, ας ’ούμε, είχε και ώμους και λαιμό. Την κοιτάω τώρα αυτή τη φωτογραφία και, μα τω Θεώ, λέμε, μου ’ρχεται... Δηλαδή...
Τότε είχε και ώμους και λαιμό. Και χείλια. Κι απ’ όλα, ας ’ούμε.