«Κάπου λάμπει ακόμα ο ήλιος»: Ένα παιδί που επέζησε, αφηγείται όσα έζησε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Ναζί (εκδ. Παπαδόπουλος)
«Κάποιοι σχεδιαστές μετά βίας βλέπουν τα μοντέλα ως ανθρώπινα όντα»
H Ζιζέλ γράφει την αυτοβιογραφία της και εμείς σας προσφέρουμε 4 αντίτυπα του βιβλίου της.
Η Gisele Bundchen, το διάσημο μοντέλο, γράφει την αυτοβιογραφία της «Μαθήματα» (εκδ. Αθens Bookstores). Η Athens Voice προσφέρει στους αναγνώστες της 4 αντίτυπα του βιβλίου της.
Το όνομά της έγινε συνώνυμο της ομορφιάς και του θανατηφόρου κορμιού. Είναι μάλλον απίθανο να μην έχεις ακουστά τη Ζιζέλ, το μοντέλο που κατέκτησε τις πασαρέλες, τα περιοδικά και τελικά τις καρδιές του κόσμου. Περπάτησε σε σχεδόν 500 επιδείξεις μόδας, φωτογραφήθηκε για περισσότερα από 1200 εξώφυλλα και εμφανίστηκε σε περίπου 450 διαφημιστικές εκστρατείες. Η μεσαία από έξι αδερφές, γεννήθηκε σε μια φτωχή οικογένεια στην Οριζοντίνα, μια κωμόπολη της Βραζιλίας και πάντα ένιωθε ότι «δεν ταίριαζε». Όχι γιατί πίστευε ότι είναι προορισμένη για μεγάλα πράγματα ή κάτι τέτοιο -καμία σχέση. Απλά τα χαρακτηριστικά που την έκαναν εξαιρετικό μοντέλο, το ύψος και τα κιλά της, την έκαναν επίσης στόχο για τους συμμαθητές της που την κορόιδευαν διαρκώς δίνοντάς της παρατσούκλια όπως σκελετός, Όλιβ Όιλ (από τον Ποπάυ) και άλλα τέτοια ωραία.
«Οι συμμαθητές μου με πείραζαν, με έκαναν να νιώθω παράξενα και άβολα με το ίδιο μου το σώμα. Ζύγιζα περίπου 45 κιλά. Συνήθιζα να φοράω δυο παντελόνια το ένα πάνω στο άλλο για να φαίνονται παχύτερα τα πόδια μου. Για να κρύβω το πόσο ψηλή ήμουν, φορούσα βάτες στους ώμους, οι οποίες, βέβαια, απλά τόνιζαν ακόμη περισσότερο το ύψος μου.»
Στα 14 της πήγε να δουλέψει σε ένα πρακτορείο μοντέλων στο Σάο Πάολο και έπειτα στο Χονγκ Κονγκ -πολύ μακριά από το σπίτι της. Ο κόσμος της μόδας ήταν σκληρός και εκείνη έπρεπε να φροντίσει μόνη της τον εαυτό της πλέον.
«Κάποιοι σχεδιαστές μετά βίας βλέπουν τα μοντέλα ως ανθρώπινα όντα. Είμαστε κρεμάστρες. Θυμάμαι μια δουλειά που έκανα στα 15 μου, ως μοντέλο πρόβας, όπου έπρεπε να δοκιμάζω τις δυνητικές εμφανίσεις για μια επίδειξη. Έπρεπε να στέκομαι σχεδόν γυμνή, μόνο με τα εσώρουχά μου, όσο κάποιος πήγαινε να φέρει τα ρούχα. Μερικές φορές, ξεχνούσαν να επιστρέψουν, αφήνοντάς με να τουρτουρίζω στην ίδια θέση.»
Όταν βγήκε και περπάτησε το 1998 στην πασαρέλα του Αλεξάντερ ΜακΚουίν με μια γοργονέ φούστα και ένα ζωγραφισμένο τοπ, κάτω από την τεχνητή βροχή, ο κόσμος της μόδας αναγνώρισε το καινούργιο αγαπημένο του supermodel και η καριέρα της απογειώθηκε. Πόσοι όμως ήξεραν ότι κατά τη διάρκεια της πασαρέλας έτρεμε ολόκληρη, έκλαιγε με αναφιλητά και σκεφτόταν πόσο έχει απογοητεύσει τους γονείς της; Ήταν μόλις 18 χρονών.
«Το κορίτσι που εμφανίστηκε τελικά στην πασαρέλα δεν το αναγνώριζα πια. Λίγα λεπτά νωρίτερα έκλαιγα τόσο πολύ που τα δάκρυά μου ξέβαφαν το μακιγιάζ από το πρόσωπό μου. Κανείς δεν είδε τη συνεσταλμένη, φοβισμένη, ντροπιασμένη, ανασφαλή, 18χρονη εκείνη τη βραδιά.»
Το 2016, στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ρίο, της ζητήθηκε να ανοίξει την τελετή έναρξης. Ακόμα και τότε, με 22 χρόνια εμπειρίας στο μόντελινγκ, ανησυχούσε και προσευχόταν πέντε λεπτά πριν βγει στη σκηνή να πάνε όλα καλά.
Αυτή είναι μια πληροφορία που σε συνδέει αμέσως με την πιο ανθρώπινη πλευρά μιας γυναίκας που ποτέ δεν είχες κοιτάξει κάτι πέρα από την εμφάνισή της. Οι ανασφάλειες, οι δοκιμασίες, τα διλήμματα, η πίεση, οι καβγάδες, η Ζιζέλ μιλάει σε 200 σελίδες για όσα ζούμε όλοι στην καθημερινή μας ζωή, μοιράζοντας λεπτομέρειες από τη δική της. Η Ζιζέλ σε αυτό το βιβλίο δεν περιαυτολογεί, ούτε διδάσκει. Προσπαθεί απλά να βοηθήσει.
Το λαμπερό κορίτσι των επιδείξεων, πήγαινε τα πρώτα χρόνια της καριέρας της στα κάστινγκ φορώντας ένα τζιν και ένα λευκό t-shirt, τα οποία έπλενε το Σαβ/κο και ξαναφορούσε. Χρεώθηκε 3.000 δολάρια για να αγοράσει ένα σκυλάκι το οποίο έμελλε να γίνει η καλύτερή της φίλη και για χάρη μετακόμιζε από διαμέρισμα σε διαμέρισμα ζώντας πότε σε κακόφημες γειτονιές και πότε σε σπίτια με αρουραίους. Άκουγε να σχολιάζουν οι συντάκτες μόδας την εμφάνισή της ως «πολύ μικρά μάτια και πολύ μεγάλη μύτη, δεν πρόκειται να κάνει εξώφυλλο», κάπνιζε μανιωδώς, ζούσε με junk food και καφέδες και άδειαζε ένα μπουκάλι κρασί κάθε βράδυ για να κοιμηθεί.
«Εκτός του ότι δεν ήξερα ότι έτρεχα τυφλά σαν χάμστερ στη ρόδα, δεν καταλάβαινα ούτε ότι, βασικά, εξαρτιόμουν από τα διεγερτικά και τα αντικαταθλιπτικά για να βγάζω τη μέρα. Από τον καφέ για να μπορώ να ξυπνάω το πρωί. Από τα τσιγάρα για να μου παρέχουν λίγο χώρο για τον εαυτό μου χωρίς κανείς να με αγγίζει. Από κρεατικά, μπέργκερ, τηγανιτές πατάτες, μακαρονάδες, πίτσες, γλυκά για να διατηρήσω την ενέργειά μου. Από το κόκκινο κρασί για να με χαλαρώνει και να με βοηθάει να κοιμηθώ».
Η ίδια αναφέρει ότι «ελάχιστοι σχεδιαστές πρόσφεραν φαγητό στα μοντέλα» οπότε γέμιζε την τσάντα της με σνακ όποτε είχε την ευκαιρία και μετά τα μοιραζόταν με τα άλλα μοντέλα. Δεν επίλεξε ποτέ τα glamorous πάρτι και τα ναρκωτικά -όπως άλλα μοντέλα, όμως ένιωθε τον κίνδυνο να την περιβάλλει. Είχε ήδη δει πολλά μέχρι τότε στη δουλειά της και είχε καταφέρει να αποφύγει πολλές παγίδες.
«Πάρα πολλά κορίτσια στο μόντελινγκκ έμοιαζαν να ζουν σε μια κόλαση που, όσο μπρώ να κρίνω, χωρίς να το συνειδητοποιούν βοηθούσαν κι οι ίδιες να δημιουργηθεί. Κορίτσια στην ηλικία μου, εκτός ελέγχου στα κλαμπ, που έπαιρναν ναρκωτικά, που αφήνονταν να τις οδηγούν σε σκοτεινά μέρη...»
Όμως ακόμα κι έτσι στα 23 της άρχισε να καταρρέει και συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να αλλάξει ζωή. Ή έστω να βελτιώσει αυτήν. Οι κρίσεις πανικού της χτύπησαν την πόρτα μετατρέποντας την καθημερινότητά της σε κόλαση. Η στιγμή που την πιάνει κρίση πανικού στο διαμέρισμά της, στον 9ο όροφο μιας πολυκατοικίας του Μανχάταν είναι ίσως η πιο ανατριχιαστική:
«Μου φαινόταν ότι τα πάντα στη ζωή μου με σκότωναν. Πρώτα τα αεροπλάνα, μετά τα ασανσέρ. Μετά τα τούνελ και τα ξενοδοχεία και τα στούντιο του μόντελινγκ και τα αυτοκίνητα. Τώρα το ίδιο μου το διαμέρισμα. [...] Τότε μου κατέβηκε η ιδέα: Ίσως θα είναι όλα πιο εύκολα αν πηδήξω. Όλα θα τελειώσουν».
Σήμερα, είναι σύζυγος και μητέρα δύο παιδιών και προσπαθεί να κάνει το καλύτερο για το γάμο και την οικογένειά της.
«Μια φορά, που ο Τομ κι εγώ δεν ήμαστε πολύ καλά μεταξύ μας, μου έστειλε ένα ιμέιλ που με πλήγωσε. Αντί να του αντεπιτεθώ με ένα σκληρό ιμέιλ, έπιασα μολύβι και χαρτί και κατέγραψα τις σκέψεις και τα συναισθήματά μου.[...] Το επόμενο πρωί έστειλα στο Τομ ένα σύντομο ιμέιλ, λέγοντάς του ότι το μόνο που ήθελα ήταν να είμαι σε μια σχέση που θα βασιζόταν στην αγάπη και το σεβασμό, και ότι ανυπομονούσα να συζητήσουμε, όποτε ήταν έτοιμος να μου μιλήσει με αυτό τον τρόπο. Μια μέρα αργότερα, το πραγματοποιήσαμε.»
Η Ζιζέλ έχει πολύ έντονη περιβαλλοντική συνείδηση και κάνει ό,τι μπορεί για να προσφέρει στον πλανήτη Γη. Από το να είναι ευγνώμων για το καθημερινό φαγητό στο οικογενειακό τραπέζι, μέχρι το να δραστηριοποιείται ενεργά μέσω οικολογικών οργανώσεων για την προστασία του Αμαζονίου ή τον καθαρισμό υδάτων σε περιοχές της Βραζιλίας που το έχουν ανάγκη.
«Πάντα αγαπούσα τη φύση, αλλά μόνο όταν επισκέφτηκα τις αυτόχθονες φυλές του Αμαζονίου, το 2004, είδα με τα μάτια μου τα τεράστια προβλήματα που είχε προξενήσει η αποψίλωση των δασών. Φεύγοντας είπα μέσα μου ότι έπρεπε να κάνω κάτι για να βοηθήσω στη διατήρηση των φυσικών πηγών.»
Σε κανένα σημείο του βιβλίου της δεν ισχυρίζεται ότι ο τρόπος που χειρίζεται τη ζωή της είναι ο σωστός και αυτός που θα έπρεπε να ακολουθεί ο καθένας. Κάνει όμως μια βαθιά ανασκόπηση σε όλες τις σωστές και λάθος αποφάσεις που καθόρισαν την πορεία της ζωής της. Μιλάει σαν μεγαλύτερη αδελφή και φίλη ταυτόχρονα, προσπαθώντας όχι να σε αποτρέψει από το να κάνεις λάθη -αλίμονο, από αυτά μαθαίνουμε όλοι- αλλά να μην χάσεις τον εαυτό σου. Η Ζιζέλ δεν υπονοεί ούτε στιγμή ότι έχει καταλάβει το νόημα της ζωής, εξηγεί απλά πως προσπαθεί καθημερινά να κάνει το καλύτερο και μοιράζεται τις τεχνικές ή τις σκέψεις που τη βοηθούν. Όχι όμως το καλύτερο για τους άλλους, αυτό που θα την κάνει την καλύτερη εκδοχή του εαυτού της. Ακούγεται σαν κάτι που θα μπορούσαμε να δοκιμάσουμε, σωστά;
«Πάντως, αν αφήσετε αυτό το βιβλίο με ένα έστω μήνυμα, ελπίζω αυτό να είναι η σημασία του να ζείτε τη ζωή σας με αγάπη.»
ΚΕΡΔΙΣΕ ΤΟ!